Τα καλύτερα

του Θάνου Μικρούτσικου

        oι στίχοι

1.Ερωτικό.  Η πιρόγα           Άλκης Αλκαίος    

Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις    τις ώρες που αγριεύει η βροχή  

στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις    και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί

μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις

 

Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου,   σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό

στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου    και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ

σκούριασε το κλειδί του παραδείσου

 

Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη     και την τρελή σου κυνηγάει σκιά

πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι     πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά

αγάπη που σε λέγαν Αντιγόνη

 

Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει    και σε ποιο γαλαξία να σε βρω

εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι            κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό

που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι

 

2. Θεσσαλονίκη                 Νίκος Καββαδίας
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης το κύμα η πλώρη εκέρδιζε οργιά με την οργιά

σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά

 

Ξέχασες κείνο το σκοπό που παίζαν οι Χιλιάνοι άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή

τυφλό κορίτσι σ' οδηγά παιδί του Μοντιλιάνι που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί

 

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού

εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού

 

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ' αγαπώ

αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό

 

3. Κουροσίβο                   Νίκος Καββαδίας

        Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο, δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.

       Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

 

       Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα, χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.

       Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

 

      Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει, χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,

      κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

 

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει. Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.

Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

 

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει. Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη

κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι, πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.

 

4. Θάλασσα  Λίνα Νικολακοπούλου        Ερμηνευτής: Μίλβα

Παράμ παράμ παράμ γυρνάω χορεύω στην άμμο του χειμώνα με τα φύκια

τη θάλασσα που αρρώστησε γιατρεύω και κάνω με τα αστλερια σκουλαρίκια

 

Παράμ παράμ παράμ παραμονεύει στο πέλαγο του χρόνου το καράβι

μια άγκυρα η ζωή μου ζητιανεύει το βάθος του έρωτα της να συλλάβει

 

Θάλασσα μάνα μοίρα μου εσύ   γαλάζια μοίρα  για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα

θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι πάρτην καρδιά μου και κάντην μισή του ανέμου αγρίμι

 

Παράμ παράμ παράμ παραμυθένιο   ναυάγιο μες στα σύννεφα η σελήνη

κορμί του ποσειδώνα σιδερένιο λιοπέτρινο μουσείο να σε κλείνει

 

Θάλασσα μάνα μοίρα μου εσύ   γαλάζια μοίρα   ια παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα

θάλασσα μνήμη μαύρο μου ασήμι   πάρτην καρδιά μου και κάντην μισή του ανέμου αγρίμι

 

 

5. Θέατρο σκιών   Άλκης Αλκαίος

Σ΄ αυτό το θέατρο σκιών τι περιμένω θολή φιγούρα δίχως πρόσωπο και λόγια

οι θεατές μ΄ έχουνε κιόλας ξεχασμένο και φεύγουν βιαστικά κοιτώντας τα ρολόγια

 

Τώρα γυρίζω σε μια πόλη μεθυσμένη σαν μετανάστης που δεν ξέρει πού πηγαίνει

τώρα βυθίζομαι στου κόσμου την ανία ριξ΄τα μαλλάκια σου για να πιαστώ Μαρία

 

Σ΄αυτό το θέατρο σκιών τι περιμένω πάλι θα σβήσουνε τα φώτα της οθόνης

και συ σαν σφίγγα θα μου το κρατάς κρυμμένο ποιός είν΄ο θεατής και ποιός ο θεατρώνης

 

6. Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia                                        Νίκος Καββαδίας
 

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις. Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.

Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις. Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.

 

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια. Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.

Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.

 

Απ' το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα. -Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το  χατήρι;

Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα ποιος ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα  ποτήρι.

 

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,  κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι

σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια, και πες του κάτω από ένα δέντρο να   με φέρει.

 

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει, τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.

Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη; Ρου, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

 

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει. - Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.

Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. - Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

 

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε. Με τη βροχή, με τον καιρό που  μας ορίζει.

Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι... Ο πιο στερνός μ΄έναν αυλό με νανουρίζει.

 

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει. - Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.

Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. - Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

 

 

7. Το μαχαίρι  Νίκος Καββαδίας

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο        ένα παλιό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι

όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι αραπάδες που από έναν γέρο έμπορο αγόρασα στ' Αλγέρι

 

Θυμάμαι ως τώρα να 'τανε το γέρο παλαιοπώλη όπου έμοιαζε με μια παλιά ελαιγραφία του Γκόγια

ορθό πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σκισμένες να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια

 

Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσεις με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει

κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει

 

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια την όμορφη γυναίκα του γιατί τον απατούσε

ο κόντε Αντόνιο μια βραδιά τον δύστυχο αδελφό του με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε

 

Ένας αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο

χέρι με χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια πολλά έχουν δει τα μάτια μου μα αυτό μου φέρνει τρόμο

 

Σκύψε και δες το μια άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει είναι αλαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα ακουάρτο

μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις πόσο έχει; - μόνο φράγκα εφτά αφού το θέλεις πάρτο!

 

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο που η ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'κανα δικό μου

κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου

 

8. Πατησίων και Παραμυθιού γωνία Άλκης Αλκαίος

Ξημερώνει στο γαλάζιο σου το στρώμα  λιώμα ξύπνησα μα σ' αγαπώ ακόμα

στάξε εύθυμο φαρμάκι για το γλέντι με μισή μεζούρα τζιν και λίγο αψέντι

 

Με ακόρντα λα μινόρε προς το γκρίζο  καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω

σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία Πατησίων και Παραμυθιού γωνία

 

Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω

να ενωθώ μ' όλης της γης τα κατακάθια να γευτώ όλα τα ρόδα και τ' αγκάθια

 

9. Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
 
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.

Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

 

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.

Στο ρωγοβύζι ανατρίχιαζαν τα παιδιά κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ’ αχαμνά του.

 

Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.

Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς Βορριά. Τράβα μπροστά – ξοπίσω εμείς – και μη σε μέλει.

 

Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές Και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.

Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές Τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

 

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω; Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.

Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω κ' ίσα εν’ αντρίκιο ανάστημα ψήλωσαν σωρό.

 

Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι. Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά

σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι, μέσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.

 

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα. Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.

Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα και στο χωριό ν’ ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

 

10. Ελένη                                  Μπάμπης Τσικληρόπουλος
 

Ζούμε σ' έναν κόσμο μαγικό με φόντο την Ακρόπολη, το Λυκαβηττό

Γεμάτα τα μπαλκόνια, πολιτικά αηδόνια

Υποσχέσεις και αγάπες και πολύχρωμα μπαλόνια κι ευτυχισμένα χρόνια

 

Κι εσύ Ελένη και καθ' Ελένη της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη  

Η ζωή σου, να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο

κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει

 

Κι εσύ Ελένη και κάθ' Ελένη της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη

 

Ζούμε σ' ένα κόσμο μαγικό  Υποχθόνια δουλεύει με μοναδικό σκοπό

Να σε μπάσει στο παιχνίδι, τη ζωή σου πως θα φτιάξει

Να σου τάξει, να σου τάξει την ψυχή σου να ρημάξει

 

Κι όταν φτάσει να ελέγχει της ελπίδας σου τον πόνο δεν του φτάνει ετούτο μόνο

Με γλυκόλογα σε παίρνει απ' το χέρι Σε βαφτίζει της Ελλάδας νοικοκύρη

Κι εκεί που λες αλλάξανε τα πράγματα και σηκώνεις το ποτήρι

Αρπάζει, κλέβει τ' όνειρό σου και του κάνει χαρακίρι

 

12. Μικρή μου μωβ βεντάλια          Ανδρέας Μικρούτσικος
 

Μικρή μου μωβ βεντάλια   Στου ονείρου τα κοράλια

Σ’ είδα να τριγυρνάς   Ήσουνα μαγεμένος, αγουροξυπνημένος

Και γέλαγες μ’εμάς.

 

Μικρό μου ουράνιο τόξο   Όταν σε καταδιώξω

Μη μου αντισταθείς.  Στη λάβα των ματιών μου,  Στο ηφαίστειο των φιλιών μου,

Έλα να ζεσταθείς.

 

Γαλάζια μου βροχούλα,    Ευεργεσία πούλα

Σ’ εμένα το φτωχό.   Που αν χάσω το κορμί σου,  Κλειδί του παραδείσου

Θα αποτρελαθώ.

 

Γλυκιά μου μελωδία, Του απείρου αρμονία,

Μη με παραμελείς.  Αντήχησε στο σύμπαν, Γίνε γι’αυτούς που σ’ είδαν

Θάνατος εραστής.

 

13. Λούνα παρκ           Άλκης Αλκαίος

Η πόλη άναψε τα φώτα της και φεύγει μ' ένα τρενάκι λούνα παρκ στο πουθενά

σαν το κορμί σου που απ' τα χέρια μου ξεφεύγει κι αναζητάει σε ξένα χέρια την χαρά

 

Τα μάτια σου έκλεισες και μ' άφησες απ' έξω άλλη μια νύχτα θα την βγάλω στην βροχή

Ολα για πάρτη σου και απόψε θα τα παίξω και δεν με νοιάζει τι θα φέρει το πρωί

 

Μεταμορφώνεσαι σαν μέδουσα στους δρόμους κι εγώ τα χίλια πρόσωπά σου ακολουθώ

στου έρωτά σου υποτάσσομαι τους νόμους και λίγα ψίχουλα μονάχα σου ζητώ

 

14. Ρόζα  Άλκης Αλκαίος

Τα χείλη μου ξερά και διψασμένα γυρεύουνε στην άσφαλτο νερό

περνάνε δίπλα μου τα τροχοφόρα και συ μου λες μας περιμένει η μπόρα

και με τραβάς σε καμπαρέ υγρό

 

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο μα τα κελλιά μας είναι χωριστά

σε πολιτεία μαγική γυρνάμε δε θέλω πια να μάθω τι ζητάμε

φτάνει να μου χαρίσεις δυο φιλιά

 

Με παίζεις στη ρουλέτα και με χάνεις σε ένα παραμύθι εφιαλτικό

φωνή εντόμου τώρα ειν' η φωνή μου φυτό αναρριχώμενο η ζωή μου

με κόβεις και με ρίχνεις στο κενό

 

Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία πώς η ιστορία γίνεται σιωπή

τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω

τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί

 

Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός

περνάνε πάνω μας τα τροχοφόρα και γω μέσ' στην ομίχλη και τη μπόρα

κοιμάμαι στο πλευρό σου νηστικός

 

15. Γυναίκα  Νίκος Καββαδίας
 Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία. Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα

Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

 

Από παιδί βιαζόμουνα μα τώρα πάω καλιά μου. Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.

Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου, για μια στιγμή αν με λύγισε σήμερα δε με ορίζει.

 

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι. Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.

Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι, που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι. Γιομάτη φύκια και ροδάνθη αμφίβια Μοίρα.

Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι, πρώτη φορά σε μια σπηλιά στην Αλταμίρα

 

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.  Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ πού μ' είδες;

Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

 

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό. Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.

Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

 

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο. μΔιψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.

Εδώ κοντά σου χρόνια ασάλευτος να μένω ως να μου γίνεις, Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα

 

16. Σταυρός του Νότου   Νίκος Καββαδίας
Έβραζε το κύμα του γαρμπή     είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη

γύρισες και μου'πες πως το Μάρτη    σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει

 

Κούλικο στο στήθος σου τατού    που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει

είπαν πως την είχες αγαπήσει    σε μια κρίση μαύρου πυρετού

 

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια

Κομπολόι κρατάς από κοράλλια κι άκοπο μασάς καφέ πικρό

 

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά με το παλλινώριο πήρα κάτου

μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά

 

Άλλοτε απ' τον ίδιον ουρανό έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα

με του καπετάνιου τη μιγάδα μάθημα πορείας νυχτερινό

 

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be    πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια

μέρα μεσημέρι απά στη λίνα ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή

 

Κάτω στις ακτές της Αφρικής πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι

τα φανάρια πια δε τα θυμάσαι και το ωραίο γλυκό της Κυριακής

 

17. Ψάξε στ' όνειρό μας Λάκης Λαζόπουλος

Θυμάσαι τις μέρες εκείνες σαν δυο τρελοί που είχαν κλειστεί

σ' ένα όνειρο έξι μήνες   έφυγε η τρέλα

μείναν μόνα τους τα μάτια και η ζωή μας νοικιαζόμενα δωμάτια

 

Ψάξε στ' όνειρό μας μήπως και βρούμε πουθενά τον εαυτό μας

ίσως το λάθος να μην ήτανε δικό μας

 

Ψάξε στ' όνειρό μας μήπως έχουμε ξεχάσει

αυτό που απέναντι μπορεί να μας περάσει

 

Θυμάσαι τις μέρες εκείνες που βάζαμε σκληρό χαρτί

στου ποδηλάτου τις ακτίνεςμ τρέχαν τα νιάτα μας σε μία κατηφόρα

κι ήρθαν τα χρόνια και μας έκοψαν τη φόρα

 

18. Φεύγω και μη με περιμένεις Άλκης Αλκαίος  

 Φεύγω και μη με περιμένεις σου είπα ξαφνικά ένα βράδυ

πήρα το χάδι σου μαζί μου και χάθηκα μες το σκοτάδι

 

Δεν είχα μάτια μου άλλο δρόμο  θηλιά ήμουν στο λαιμό σου

όλοι μου οι όρκοι πατημένοι κι εσύ με το χαμόγελο σου

 

Πέρασαν δύσκολα τα χρόνια διασπορά και βιοπάλη

και με τις πρώτες τις ρυτίδες είπα κοντά σου νάρθω πάλι

 

Έφτασα μέχρι τα σκαλιά σου μου φώναξε η καρδιά προχώρα

μα το μυαλό μου απαντούσε πως είναι περασμένη η ώρα

 

Άσε με τώρα να κοιτάζω το φωτεινό παράθυρο σου

ποιος τη ζωή σου να ζεσταίνει ποιος χαίρεται τον ουρανό σου

 

Άσε με μια στιγμή μονάχα και μη μου δίνεις σημασία

θα κλέψω λίγο από το φως σου και θα χαθώ στη πολιτεία

 

19. Μια πίστα από φώσφορο  Λίνα Νικολακοπούλου
 

Αν ήτανε το έδαφός σου πρόσφορο θα σου΄ φτιαχνα μια πίστα από φώσφορο

με δώδεκα διαδρόμους δώδεκα τρόμους

με βύσματα κι εντάσεις φορητές με πείσματα κι αεροπειρατές

 

αν ήτανε η αγκαλιά σου όας  θα σου΄φερνα δισκάκια για ακρόαση

στο λίκνισμα της άμμο στάλα η καρδιά μου

κι η διψασμένη μου ψυχή στρατός και πάνω της ζωής ο αετός

 

΄Ονειρα-΄Ονειρα φλόγες μακρινές μου Του φευγιού μου όνειρα κι άγνωστες φωνές μου

 

Κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι σαν ήσυχος θεός θα εκπορεύομαι

απ΄τ΄άσπρο σου το χιόνι δίχως σεντόνι

στα νύχια του κακού τη νύχτα αυτή κι ο θάνατος λυπάται να κρυφτεί

 

20. Στενεύουν τα περάσματα  Κώστας Λαχάς

Τα λόγια μου της νύχτας μετανάστες σε δρομολόγια χωρίς επιστροφή

ασ' τις πλατείες να βογγούν σου λέω ασ' τες ίσως με βρεις μες στην επόμενη στροφή

Στενεύουν τα περάσματα, οι φίλοι μου φαντάσματα

κι η πόλη μοιάζει γενικώς τάφος οικογενειακός

Ενας Στρυμόνας και βουλιάζω στα νερά όπως ψαράς μέσα στη λάσπη της Κερκίνης

οιωνοσκόπος με σημάδια φανερά χάθηκα πάλι μες στο πρόσωπο εκείνης

Ματώνει στα "Κυβέλεια" η οθόνη κι εγώ ρεμβάζω σε πεδία αχανή

στο Μιραμάρε κολυμπούσες πάντα μόνη και ο Ματθαίος έχει χρόνια να φανεί

 

21. Εσμεράλδα          Νίκος Καββαδίας
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές

Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

 

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς

Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

 

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής

πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω" κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού

Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο ή στα βρώμικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

 

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.

Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

 

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές

στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές

 

22. Η αγάπη είναι ζάλη    Ανδρέας Μικρούτσικος
 
Μη μου το πεις  ο δρόμος της καρδιάς σου πόσο άλλαξε

Μη μου το πεις,   η μοναξιά σου πλοίο που δεν άραξε

 

Να μου το πεις το σ' αγαπώ και πάλι,  Να μου το πεις, η αγάπη είναι ζάλη

 

Μη μου το πεις, τα χρόνια που περάσαν πως μαράθηκαν

Μη μου το πεις, τα όνειρα που κάναμε πως χάθηκαν

 

Να μου το πεις το σ'αγαπώ και πάλι,  Να μου το πεις η αγάπη είναι ζάλη

 

23. Μάτια μου η Ελλάδα την πάει την φεγγαράδα Λίνα Νικολακοπούλου
 
Κοίτα μια νύχτα έξω που κάνει κι ότι κι αν λέμε κάπου μας πιάνει

 

Δες φεγγάρια δες μπαλκόνια και ζευγάρια που΄ναι χρόνια μαζί

 

Μάτια μου η Ελλάδα την πάει την φεγγαράδα κι αν είσαι και ξενύχτης σε πάει και μια βαρκάδα

 

Μάτια μου, η Ελλάδα το λέει γη φιλενάδα μου το΄παν κι οι θεοί της τους είχε δωδεκάδα

 

Κοίτα μια νύχτα έξω που αντέχει κι ότι κι αν παίζει κόσμο θα έχει

 

Βάλε κι αστέρια Βάλε και πρίμα κι άσε τα χέρια να΄χουν το κύμα κορμί

 

24. Σκακιέρα   Άλκης Αλκαίος
 Τα χρόνια που σε καρτερούσα  ήταν αγρύπνια και μαράζι

και τίποτ’ άλλο δε ζητούσα μόνο ν’ αρχίσει να χαράζει.

 

Γελούσε η κάμαρη σαν ήρθες, σου έφερα νερό από τη στέρνα,

"όλα θ’ αλλάξουνε" μου είπες κι εγώ σου φίλαγα τη φτέρνα.

Τώρα την κίνηση κοιτάζεις σαν τους φαντάρους στην Ομόνοια,

ανοίγεις μια παλιά σκακιέρα  και κουβεντιάζεις με τα πιόνια.

 

Τα χρόνια που σε καρτερούσα ήταν αγρύπνια και μαράζι

και δεν με νοιάζει που αγρυπνούσα μα που ακόμα δεν χαράζει.

 

25. Cambay's water    Νίκος Καββαδίας
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι. Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο

«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω» ωστόσο οι κάβοι σου σκλήρυναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι κουλήδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,

ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που ‘ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,

μ’ απόψε – λέω – φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια, την ώρα που ‘πες με θυμό: «Θα ‘βγω άλλη μέρα...»

Τη νύχτα σου ‘πα στο καμπούνι μια ιστορίατην ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.

Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.

 

28. Τους έχω βαρεθεί             Δημοσθένης Κούρτοβικ

Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,   τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,

που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,

σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, τους έχω βαρεθεί.

 

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, των γραφειοκρατών η φάρα,

στήνει με ζήλο περισσό, στο σβέρκο του λαού χορό,

στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή, την έχω βαρεθεί.

 

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, τους γερμανούς τους προφεσόρους,

που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,

υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, τους έχω βαρεθεί.

 

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,

κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, με ιδεώδεις υποτακτικούς,

που είναι στο μυαλό νωθροί, μα υπακοή έχουν περισσή,

τους έχω βαρεθεί.

 

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,

που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά

κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, τον έχω βαρεθεί.

 

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,

κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,

σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω βαρεθεί.

 

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,

κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,

σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί.

Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί.

 

30. Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά

Το κακόηθες μελάνωμα     Άλκης Αλκαίος

Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη

τη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα καχύποπτη, ανύποπτη και ύποπτη

 

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά  δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι

στον Πόρο και στη Σαντορίνη  απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω

 

Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη

οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι

 

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά  δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι

στον Πόρο και στη Σαντορίνη  απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω

 

Ιονικές κολώνες σε μαγκώνουν και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη

σ'αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι

 

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά  δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι

στον Πόρο και στη Σαντορίνη  απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω

 

μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι

οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι

 

Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά  δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι

στον Πόρο και στη Σαντορίνη  απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω

 

32. Στου αιώνα την παράγκα

                           Για μια Ντολόρες        Άλκης Αλκαίος

 

Στις ανθισμένες κορυφές ζήτησες τη ζωή σου στ' άστρα της γης και τ' ουρανού

το φως του παραδείσου χαράζει η μέρα σαν γυαλί

στην κόψη κόβεις βόλτες παρέα με λαθρόβιους

πότες και μηχανόβιους παράταιρους ιππότες

 

Στου αιώνα την παράγκα στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα

με βρισιές και προσευχές και της μάνας τις ευχές

Στου αιώνα την παράγκα στρώσε τ' όνειρό σου μάγκα

στα κρυφά και ταπεινά ψάξε τα παντοτινά

 

Για μια Ντολόρες χάραξες  το δέρμα σου μια νύχτα

και το κορμί σου κάρφωσες στου φεγγαριού την πίστα

Μ' άφιλτρο τώρα κι αλκοόλ τσακίζεις τη φωνή σου

ληστής, Πιλάτος και Χριστός εκεί που στάζει ο Θεός θ' απλώσεις τη ζωή σου

 

 

34. Είπαμε να μη χαθούμε         Άλκης Αλκαίος
Στην Πειραιώς βρεθήκαμε μια μέρα και δε θυμόμουν ούτε τ’ όνομά σου.

Σου πέταξα δειλά μια καλημέρα και χάλασα τ’ ονειροπόλημά σου.

Είπαμε να μη χαθούμε κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Μες στο πλήθος τι να πούμε για λαχτάρες και καημούς;

 

Χωρίσαμε γελώντας στη Σταδίου κι ύστερα από λίγο, τι τα θες,

εσύ ξανά ένας σκλάβος του γραφείου κι εγώ λυγμός στης πόλης τις στοές.

 

Είπαμε να μη χαθούμε κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Μες στο πλήθος τι να πούμε για λαχτάρες και καημούς;

 

Είπαμε να μη χαθούμε κι ανταλλάξαμε αριθμούς.

Δέκα βήματα πιο πέρα τους πετάξαμε κι αυτούς.

 

35. Μου λένε πως διασκεδάζεις

                                                           Άρλεκιν        Άλκης Αλκαίος

Μου λένε πως διασκεδάζεις με κάτι δίσκους και το τζιν

κι εγώ τους λέω επισκευάζεις της μοναξιάς σου το ευ ζην.

Μου λένε πως διασκεδάζεις με κάτι δίσκους και το τζιν

κι εγώ τους λέω επισκευάζεις της μοναξιάς σου το ευ ζην.

Τα ρούχα σου μου λένε βγάζεις βράδυ δεν έχει να ησυχάσεις

και εγώ τους λέω μακάρι αμήν.

Τα ρούχα σου μου λένε βγάζεις βράδυ δεν έχει να ησυχάσεις

και εγώ τους λέω μακάρι αμήν.

Μου λένε τώρα ξενερώνεις μ' αυτούς που είχες φτύσει πριν

κι εγώ τους λέω δικαιώνεις το μυθιστόρημα Άρλεκιν

Τον έρωτά σου λεν πληγώνεις I love στις μπλούζες σιδερώνεις

κι εγώ τους λέω μην έρθεις μην

 

36. Το γράμμα σου πήρα, σου στέλνω δυο λόγια μητέρα

Μπάμπης Τσικληρόπουλος

 

Το γράμμα σου πήρα, σου στέλνω δυο λόγια μητέρα αν βρω ευκαιρία θα ’ρθω να σε δω κάποια μέρα

νοστάλγησα λίγο, με πνίγει και τούτη η πόλη οι άνθρωποι μόνοι κι εγώ μοναχή πάντα μόνη.

Χιλιάδες ο κόσμος, δεν έχεις με ποιον να μιλήσεις

στερνή συντροφιά μου δυο-τρεις παιδικές αναμνήσεις

το χαμόγελό μου κοιτάζω στη φωτογραφία  αυτό δεν μπορεί να το σβήσει καμιά πολιτεία.

Μου λες να σου γράψω γιατί τελευταία σωπαίνω κι εγώ που ακόμα δεν ξέρω αν ζω ή αν πεθαίνω

στους δρόμους γυρίζω και ψάχνω για τον εαυτό μου κανείς δεν με βρήκε ακόμα και στο όνειρό μου.

Ρεκλάμες, πορείες, χαφιέδες, πανό, διαδηλώσεις εμπόροι ρουφιάνοι πουλάνε ελπίδες με δόσεις

κι εσύ με ρωτάς αν αντάμωσα την ευτυχία, γραμμένη στον τοίχο την είδα σε μια συνοικία.

 

38. Ατομική μου ενέργεια                                Λίνα Νικολακοπούλου
 
Πάρε με νύχτα, πάρε με στων αστεριών το άρμα  να σεργιανίσω μια ψυχή που τυραννάω καιρό

Στον κόσμο αυτό παιδεύτηκα γιατί ήρθα μ' ένα κάρμα το παραπέρα απ' τη ζωή να μάθω ν' αγαπώ

Ατομική μου ενέργεια κι ανάσα μου στα χείλη την πρώτη ουσία, την αρχή, σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια, μα δε χωράω στην ύλη κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή την έχει για θεό

Δίνε μου, κόσμε, δίνε μουτο πιο θλιμμένο όπα να στο γυρίσω μια στροφή με σώμα ευγενικό

Κι αν είναι από το είναι μου κι απ΄ την καρδιά

που το 'πα να γίνει η αγάπη προσευχή και στάχτη το κακό

Ατομική μου ενέργεια κι ανάσα μου στα χείλη την πρώτη ουσία, την αρχή, σηκώστε με να δω

Όχι από περιέργεια, μα δε χωράω στην ύλη κι ετούτη η ψεύτρα η εποχή την έχει για θεό

 

39. Ο Άμλετ της βροχής          Μάνος Ελευθερίου

Με πέτσινη ρεπούμπλικα  και μαύρη καπαρντίνα Τί παριστάνει ένα παιδί σ’αυτή την εποχή

Τα είδωλα του σινεμά δεν είναι στην Αθήνα Παρά μονάχα μες στη γη και πέρα απ’ τη βροχή

 

Ντυμένος Άμλετ στη βροχή κοιτάζω μιαν αφίσα Κι ένα χρυσό περίστροφο μια γάμπα που τρυπά

Και λέω πως οι άνθρωποι που όλα τα κερδίσαν Σαν κούκλες είναι που γελούν μες στις βιτρίνες πια

 

Κρυστάλλινα τα πόδια σου και κρύσταλλα καπνίζεις Με χιόνι τα παπούτσια σου και χιόνι το παλτό

Τη στάχτη του τσιγάρου σου, στα χέρια μου αγγίζεις Μα εγώ μετρώ τί μου ζητάς και πόσα σου χρωστώ

 

Ντυμένος Άμλετ στη βροχή γυρνώ στην επαρχία  Ζητώ να βρω ποιος μου’ δωσε τσιγάρο μια στιγμή

Ποιος άγνωστος με πίστεψε πως θα’ναι επιτυχία Χωρίς εμένα αν παιχτεί το έργο στη σκηνή