Μπορεί να τό χουν πλανέψει
ακρογιαλιές δειλινά
 

 




 

 

 

                      

 

 

Βραδιάζει γύρω κι  η νύχτα απλώνει σκοτάδι βαθύ

Κορίτσι ξένο σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στη γη

Χωρίς ντροπή, αναζητεί,

τον ήλιο που  έχει χαθεί, στα σκοτάδια να βρει

Μπορεί να το χουν πλανέψει ακρογιαλιές δειλινά

Μα σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε τη δόλια καρδιά

Μπορεί, ακόμα, μπορεί, να έχει πια τρελαθεί

Και τότε ποιος θα ρωτήσει να μάθει ποτέ το γιατί

 

 

      

Χωρίσαμ’  ένα δειλινό, με δάκρυα στα μάτια,

κι η αγάπη μας ήταν γραφτό, να γίνει δυο κομμάτια

Πονώ σαν συλλογίζομαι,  τα όμορφα τα βράδια,

 που μού δινες γλυκά γλυκά, όρκους φιλιά και χάδια

Με μια λαχτάρα καρτερώ και πόνο στην καρδιά μου,

Ίσως γυρίσεις γρήγορα, ξανά στην αγκαλιά μου

                    

                               

Ο Βασίλης ο Έλληνας

 


               Ο Τσιτσάνης μας θυμίζει ότι έχουμε πολιτισμό

                                                           ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ

        Θα  θελα να λογαριάζομαι σαν ένας ταπεινός μαθητής του Τσιτσάνη

                                     ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

            πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι που ο άνθρωπος αυτός είναι Έλληνας

                                                     ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΙΣ

 

    

  Ο Πατήρ ΒΑΣΙΛΗΣ, ο ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ Υιός και  ο ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ το Πνεύμα το Άγιο. Η Αγία Τριάδα της Ελληνικής μουσικής.

Από κει και πέρα τα χερουβείμ.  Μάρκος  Βαμβακάρης μια φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά, Γιάννης Παπαϊωάννου  σουρωμένος θάρθω πάλι στην παλιά σου γειτονιά, Μπαγιαντέρας σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει, Μανώλης Χιώτης ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις, Απόστολος Καλδάρας νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, Γιώργος Μητσάκης η νύχτα είναι παγερή και σιγοψιχαλίζει, Μιχάλης Σουγιούλ  περπάτα να προλάβουμε το τραμ το τελευταίο  Μάνος Λοϊζος στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο που έπαιζε ακορντεόν,  Γιώργος Ζαμπέτας πάρε ναυτάκι συριανό λοστρόμο Πειραιώτη, όλοι με πτήσεις στον Παράδεισο, στις παρυφές διακρίνεις τον Παύλο  Σιδηρόπουλο.    

Ο Βασίλης πάντως είναι -για μας- ο Πατήρ.

 

Κουράστηκα για να σε αποκτήσω, αρχόντισσά μου, μάγισσα τρελή,

Σαν θαλασσοδαρμένος μες στο κύμα, παρηγοριά ζητούσα στη ζωή

Αρχόντισσα τα μαγικά σου μάτια, τα ζήλεψα, τα έκλαψα πολύ.

Φαντάστηκα, σκεπτόμουνα παλάτια, μα συ με γέμισες μαρτύρια στη ζωή.

 

 

 

Γιατί με ξύπνησες πρωί
μέσ' απ' τον ύπνο το βαρύ

γιατί τη πόρτα μου χτυπάς
τι θέλεις τώρα τι ζητάς
ω! δε θέλω πια να μ' αγαπάς

 

Να με γελάς κουράστηκα
γι' αυτό σε καταράστηκα

απ' τη ζωή μου πέρασες
με τσάκισες με γέρασες
ω! με τσάκισες με γέρασες

 

 

Αν ο Μάρκος ήταν αυτός που καθιέρωσε το μπουζούκι σαν σολιστικό όργανο αποβάλλοντας τα σαντουροβιόλια, ο Βασίλης ήταν αυτός που πρώτος έκανε τους Ελληνες, να γυρίσουν το κεφάλι τους σε αυτό το όργανο και να το κοιτάξουν με σεβασμό.

Νύχτες μαγικές ονειρεμένες
αγάπες λάγνες ξεχασμένες
στην ξενιτιά
τρέχει ο νους μου προς τα περασμένα
τα βράδια μου τ' αγαπημένα
στην αραπιά

 

. . . . γράφει για τις καθημερινές ανάγκες του Έλληνα, άλλοτε με πολύ ακριβή τρόπο και άλλοτε με τρόπο ουτοπικό, καλύπτοντας όλον τον συναισθηματικό κόσμο του ανθρώπου της χαμηλής τάξης, τόσο στην επαρχία όσο και στην Αθήνα.

 

Σας μιλάω με καημό με σπαραγμό
για τόσες τρέλες που νοσταλγώ
αραπίνες λάγνες ερωτιάρες
με ουίσκι με γλυκές κιθάρες
γλέντι και πιοτό
αραπίνες μάτια φλογισμένα

και κορμιά φιδίσια καμωμένα
σαν εξωτικά

Ο Τσιτσάνης απάλλαξε τον σκληρό και μονότονο ήχο με τη χρησιμοποίηση διατονικών κλιμάκων σε ένα υπέροχο και άψογο συνδυασμό Ανατολής και Δύσης, κάτι που έκανε ο Χατζιδάκις πολύ αργότερα με έναν πιο σοφιστικέ και λόγιο τρόπο.

 

Δε ρώτησες τόσον καιρό για μένα, πως πέρασα καιρό στην ξενιτιά,

σ’ αγάπησα, δυστύχησα για σένα και σέρνομαι κακούργα μακριά

Το έγκλημά μου μ’ έριξε στα ξένα και μ΄ έχει στη ζωή κατάδικο

αχάριστη, δεν πόνεσες για μένα κι αυτό το βρίσκω νάναι άδικο.

 

 

 

Ο πατέρας  ήταν Ηπειρώτης. Και η μάνα μου. Εκείνος είχε γεννηθεί στα Γιάννενα κι η μάνα στα Ζαγόρια. Ο πατέρας, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε έλθει στα Τρίκαλα το 1900. Είχε ένα παλιό ιταλικό μαντολίνο που το παιρνε κι έπαιζε όταν σκόλαγε από τη δουλειά του ή όταν είχαμε γιορτές. Μας είχε απαγορεύσει να το πιάνουμε στα χέρια μας. Κι έπαιζε αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια  με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Αργότερα πήρε τη μάντολα και την πήγε σ’ έναν οργανοποιό που της μίκρυνε το «χέρι» και την έκανε μπουζούκι.. Ο πατέρας πέθανε όταν ήμουνα έντεκα χρονώ. Λίγο μετά, έπιασα στα χέρια μου το όργανό και συνέβη κάτι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω.                                                         

                                                                                        ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ