Ανδρέας
Ιωάννου Κασσέτας
το βαμβάκι, το λινάρι, το μαλλί, το μετάξι,
το δέρμα, το τζην, τα συνθετικά υφάσματα,
το ξύλο, τα μέταλλα, τους τοίχους των σπιτιών,
τις τσάντες, τα παπούτσια, τα καπέλα, τα νύχια,
τα μαλλιά, τα βλέφαρα, το σώμα, το πρόσωπο
Το έκαναν εδώ και χιλιάδες χρόνια,
αλλά στον 20ο αιώνα η ΒΑΦΗ γνώρισε έκρηξη
με τη ΧΗΜΕΙΑ
να παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο
στην κοινωνική αυτή εξέλιξη
Οι ΦΥΣΙΚΕΣ χρωστικές ουσίες είναι εκείνες με τις
οποίες οι παλαιότεροι έφτιαχναν τα χρώματά τους, προερχόμενες και από τα τρία
«βασίλεια» , το ΖΩΙΚΟ , το ΦΥΤΙΚΟ και το ΟΡΥΚΤΟ
Κοράλια
και φύκια, φυτά, λουλούδια και χώματα, το αίμα και τα διάφορα λίπη, η ώχρα, το
κοβάλτιο, το χρώμιο, ο ψευδάργυρος, το κάδμιο, ο χρυσός και το ασήμι, καθώς και
διάφορες ημιπολύτιμες ή πολύτιμες πέτρες όπως το λάπις λάζουλι, το οποίο είναι
αδιανόητο σήμερα να χρησιμοποιηθεί.
Από
τα τέλη του 19ου αιώνα η χημική
βιομηχανία άρχισε να παρασκευάζει συνθετικές χρωστικές ουσίες με τις οποίες
μιμήθηκε τις φυσικές. Ο βασικός στόχος ήταν κατασκευή φθηνότερων χρωμάτων
υλικών και το έργο άρχισε με την ΑΝΙΛΙΝΗ
Τον
18ο αιώνα η χρωστική ουσία Indigo
– στα ελληνικά ινδικό ή λουλάκι - προερχόμενη από φυτά των Ινδιών
και της Αμερικανικής ηπείρου είχε κυριαρχήσει ως ουσία για την παραγωγή των
μπλε αποχρώσεων έχοντας εκτοπίσει τις παλαιότερες. Ήταν εννοείται λογικό οι
ερευνητές χημικοί να δείχνουν ενδιαφέρον γι αυτήν και την «ανακρίνουν»
Το
έτος 1826 σε μία απόσταξη του indigo
έκανε για πρώτη φορά την
εμφάνισή της
μια
άγνωστη ουσία
η
οποία έμελλε τελικά να ονομαστεί ΑΝΙΛΙΝΗ .
Δεκαπέντε
χρόνια αργότερα, 1841, ο Γερμανός
χημικός C. J. Fritzsche – Φρίτσε-
αναμειγνύοντας Indigo με καυστική ποτάσα –για τους χημικούς ΚΟΗ
- ανακάλυψε μια ελαιώδη ουσία στην οποία
έδωσε το όνομα ΑΝΙΛΙΝΗ, διότι γώριζε το όνομα Indigofera anil του φυτού από το οποίο προέρχεται το Indigo.
Την
ίδια περίπου εποχή ο Ρώσος χημικός
Николай
Зинин- Νικολάι Ζινίν -
ανακαλύπτει
μια καινούρια αρωματική ένωση με αναγωγή νιτροβενζολίου
Το
1855, θα κάνει την εμφάνισή του στη
σκηνή ο August Wilhelm von Hofmann –
Αουγκουστ Βίλχελμ φον Χόφμαν -
κορυφαίος Γερμανός χημικός της εποχής.
Ερευνά τις δύο ουσίες και
διαπιστώνει ότι είναι ίδιες .
Η
ανιλίνη του Fritzsche που προερχόταν από τη συνάντηση ινδικού και καυστικής
ποτάσας ήταν απολύτως ίδια με το προϊόν της αναγωγής νιτροβενζολίου στο οποίο
είχε καταλήξει ο Ρώσος.
Ο Hofmann έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της
έρευνας για την ανακάλυψη και την βιομηχανική παραγωγή χρωστικών ουσιών που
εξαπλώθηκε τον 19ο αιώνα .
Η
ιδέα ήταν ότι «η παραγωγή χρωστικών ουσιών σε μεγάλη κλίμακα όφειλε να
βασίζεται σε πρώτες ύλες που μπορούσαν εύκολα να βρεθούν» .
Και
τέτοιας μορφής πρώτες ύλες ήταν
το
ΚΑΡΒΟΥΝΟ, το ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ, το ΝΕΡΟ, ο ΑΕΡΑΣ, η ΦΩΤΙΑ .
Το
1856 δίδασκε στο Λονδίνο και ο νεαρός τότε φοιτητής του εκεί, ο William Perkin ανακάλυψε την πρώτη
βασιζόμενη σε ανιλίνη, χρωστική ουσία, τη λεγόμενη μοβεΐνη,
κατάλληλη για τη βαφή των μεταξωτών. Η νέα ουσία θα οδηγούσε στη
βιομηχανική παραγωγή χρωστικών ουσιών οι οποίες θα πρόσφεραν νέα υλικά και νέα
χρώματα στους βαφείς των υφασμάτων και στους εικαστικούς
Με τη συμβολή και της βασίλισσας Βικτώριας,
η
οποία είχε συγκεκριμένες
ενδυματολογικές
προτιμήσεις,
τα
βιολετί μεταξωτά έγιναν δημοφιλή
και
η γενικότερη ένδυση με μοβ
αλλά
και με άλλα χρώματα
άρχισε
να γίνεται για πρώτη φορά
αποδεκτή
και να εξαπλώνεται ως μόδα.
Ο
Hoffmann σε όλη του τη ζωή έμεινε πιστός στον μεγάλο του έρωτα για την ΑΝΙΛΙΝΗ.
Εστιάζοντας
στην αναλογία ανάμεσα σε ανιλίνη και αμμωνία εργάστηκε πάνω στις αμίνες και
στις βάσεις αμμωνίου καθώς και σε οργανικές ενώσεις με βάση τον φώσφορο. Οι
εργασίες του άνοιξαν τον δρόμο για την ανακάλυψη νέας ουσίας,της ροζ ανιλίνης
που πρόσφερε βαφή σε απόχρωση φούξια.
Ήταν
η πρώτη από μια σειρά συνθετικές χρωστικές
ουσίες,
όπως η κόκκινη ανιλίνη που ανακαλύφθηκε
το 1887
ενώ
ο επόμενος αιώνας ο 20ος
θα
σημαδευόταν από «τα ένα σωρό παιδιά του πετρέλαιου»,
βαφές,
απορρυπαντικά, συνθετικά υφάσματα, πλαστικά, φάρμακα
Ο
δρόμος για τη μεγάλη βιομηχανία παραγωγής συνθετικών βαφών είχε ανοίξει.
Η γερμανική εταιρεία BASF-Badische,
Aniline und Soda
Fabrik-
άρχισε
να εκμεταλλεύεται σε μεγάλη κλίμακα
τα
παράγωγα της ανιλίνης,
και
η κατασκευή αντικειμένων σε ποικίλες αποχρώσεις ήταν, για πρώτη φορά, κάτι το εφικτό.
Ωστόσο
ένας εδραιωμένος κοινωνικός συντηρητισμός υπονόμευε την εξάπλωση των χρωμάτων.
Για
ορισμένες δεκαετίες η πλούσια γκάμα των χρωμάτων την οποία πρόσφερε πλέον η
χημική βιομηχανία γνώριζε την απόρριψη από μια κοινωνική άρνηση θεμελιωμένη στην προτεσταντική ηθική.
Οι πρώτοι
στυλογράφοι, οι πρώτες γραφομηχανές και τα πρώτα αυτοκίνητα έβγαιναν σε μια
κλίμακα μαύρο, γκρι, λευκό, μπλε. Λες και η υπερβολή των χρωμάτων . . .
απορριπτόταν από την κοινωνική ηθική.Το πιο διάσημο παράδειγμα τέτοιας
συμπεριφοράς είναι του Henry Ford, πουριτανού που μεριμνούσε για την ηθική σε όλους τους τομείς. Παρά
τις προσδοκίες του καταναλωτικού κοινού, παρά τον ανταγωνισμό, αρνήθηκε για
καιρό, για ηθικούς λόγους, να πουλήσει αυτοκίνητα που δεν ήταν μαύρα.
γράφει ο Michel Pastoureau,
στο εξαιρετικό του πόνημα
Bleu, Histoire d’ une couleur – στην ελληνική μετάφραση
Μπλε, η ιστορία ενός χρώματος, εκδόσεις Μελάνι
Ωστόσο,
η χρωμοφοβική αυτή ηθική δεν άντεξε και στον 20ο αιώνα,
το
ΧΡΩΜΑ άρχισε να απλώνεται σε όλον τον πλανήτη.
στις
κοινωνίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής
ελάχιστες
πλέον οι γυναίκες χωρίς βαμμένα τα μαλλιά, με πρώτο ρόλο στο ξανθό,
Επιστροφή στην πρώτη σελίδα με τα περιεχόμενα.