Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας

 

ΧΡΩΜΑΤΑ 
και 
ΓΛΩΣΣΑ ελληνική

 

ένα χρώμα 
"σαν" εκείνο του κάστανου

 

Αναζητώντας τρόπους για να περιγράψουν οι άνθρωποι

το αρχικά ασαφές και «απερίγραπτο» ΧΡΩΜΑ κάθε πράγματος

οδηγήθηκαν, πριν απόλα,  στην ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ με κάτι άλλο.

 

το γεφύρι ΠΑΡΟΜΟΙΩΣΗ

Η παρομοίωση, βασικό στοιχείο της επικοινωνίας των ανθρώπων,

ήταν πάντα και το γνώριμο γλωσσικό ΓΕΦΥΡΙ

από το γνώριμο στο ασαφές και από το χειροπιαστό στο ασύλληπτο. 

Η επιδερμίδα είναι σαν βελούδο, το πεπόνι γλυκό σαν μέλι και για τον Όμηρο 

ο Αχιλλέας είναι γρήγορος σαν τον άνεμο

Για να μπορέσει να περιγράψει ένα ΧΡΩΜΑ η ανθρώπινη σκέψη

επινόησε την παρομοίωση με ΚΑΡΠΟΥΣ, όπως το κάστανο, 

που η εικόνα του ήταν οικεία στους περισσότερους. Μπορούσε έτσι κάποιος,

για να περιγράψει στους άλλους το ΧΡΩΜΑ ενός αντικειμένου που είχε δει,  να τους πει ότι

« είναι σαν το χρώμα του κάστανου »

 Στην ελληνική μας γλώσσα

περιγράφοντας

το χρώμα των ματιών

πάρα πολλών

ανθρώπων

το χαρακτηρίζουμε καστανό .

 

Για τον ίδιο σκοπό, της περιγραφής των διάφορων χρωμάτων, στη δική μας γλώσσα, επιστρατεύτηκαν, εκτός από το κάστανο και  ΚΑΡΠΟΙ όπως

 

το βύσσινο, το τσάγαλο,  το δαμάσκηνο, το πράσο,    το κίτρο,   το βερίκοκο, το λάχανο

κι ακόμα το λεμόνι, το πορτοκάλι, το ρόδι, η φράουλα, το καρότο, το κεράσι, η μελιτζάνα, το σάπιο μήλο, η μπανάνα, το φιστίκι

και δημιουργήθηκαν ο αντίστοιχες λέξεις χρώματα

 

Βέβαια οι διαφόρων αποχρώσεων καρποί δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν την εντυπωσιακή πολυχρωμία των πραγμάτων . Παράλληλα, με τους καρπούς,  για τον ίδιο σκοπό της περιγραφής χρωμάτων, επινοήθηκαν «εικόνες» οικείες στους περισσότερους με

προϊόντα οξείδωσης όπως η στάχτη και η σκουριά, οι οποίες έδωσαν το όνομά τους στα αντίστοιχα χρώματα.

« πράγματα της γης » όπως ο χαλκός, ο μπρούντζος, το ασήμι,

το σμαράγδι, ο αμέθυστος, το κεχριμπάρι, ο χρυσός, η πλατίνα,

η άμμος, ο μόλυβδος, το κοβάλτιο.

δομικά υλικά προερχόμενα από τη γη , όπως το κεραμίδι

λουλούδια, όπως το άνθος της γλυσίνας, η φούξια, το κυκλάμινο,

ο μενεξές, η βιολέτα, η λεβάντα, το τριαντάφυλλο

άλλα στοιχεία της γήινης χλωρίδας, όπως η χλόη, η ελιά,το σιτάρι, το πεύκο, το δέντρο μαόνι της Κεντρικής Αμερικής και το κυπαρίσσι.

τροφές και ποτά  όπως ο κρόκος του αυγού, η σοκολάτα, ο καφές, το αψέντι

το λάδι, η μουστάρδα,      το μέλι,     η μέντα,     η κανέλλα,

ο κρόκος του αυγού, ο καφές, η σοκολάτα  

στοιχεία της πανίδας , όπως το καναρίνι, το κοράλλι

το μελάνι της σουπιάς

Κι ακόμα, πρόσφεραν εικόνες που οδήγησαν σε λέξεις χρώματα

ο ουρανός και η θάλασσα

 

Τον  19ο  αιώνα, όταν φάνηκε ότι οι εκφραστικές ανάγκες,
για την περιγραφή όλο και περισσότερων χρωμάτων, ήταν σχεδόν αδύνατον να καλυφθούν, άρχισαν να διεισδύουν στη γλώσσα μας και οι «γαλλίδες»

λέξεις "γαλλίδες"

Από τότε,  ένας μεγάλος αριθμός λέξεων γαλλικής κυρίως καταγωγής εδραιώθηκε στην σύγχρονη καθομιλουμένη, στις περισσότερες των περιπτώσεων χωρίς μια δεύτερη - προς το ελληνικότερο – επιλογή, 

προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων στο να ονοματοποιήσουν τα χρώματα και να διαθέτουν μια λέξη διαφορετική για καθένα από αυτά και για τις αποχρώσεις του.

 

 

Με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως αυτή του gris το οποίο συχνά αναφέρεται ως γκρίζο

και «κλίνεται» ενώ δημιουργεί  και νέες ελληνικές λέξεις

– γκριζομάλλης, γκριζοπράσινο, γκριζάρισα, – τα περισσότερα διατηρούνται

στη γλώσσα μας με τη γαλλική τους εκφορά και άκλιτα

 

 

γιατί 'πορτοκαλί" και όχι "πορτοκάλινο" ;

Ήδη από την εποχή της αθωότητας είχε προσέξει ότι η λέξη ΚΙΤΡΙΝΟ έμοιαζε με τον καρπό της κιτριάς. Ήταν τόσο κοντά που του επιτρεπόταν να υποψιαστεί ότι ο καρπός χρησιμοποιήθηκε για να περιγραφεί το σχετικό χρώμα στην ελληνική γλώσσα.     Μεγαλώνοντας έμαθε ότι η υποψία του ήταν βάσιμη. Κίτρινο δεν υπήρχε στην ελληνική γλώσσα και η αξιοποίηση του καρπού ΚΙΤΡΟ πρέπει να έγινε μετά τον Μεσαίωνα.

Μια ανάλογη υποψία για τη σχέση ανάμεσα στο λαχανικό ΠΡΑΣΟ και τη λέξη-χρώμα ΠΡΑΣΙΝΟ αποδείχτηκε επίσης βάσιμη.

Αναζητώντας μια απάντηση στο ερώτημα για την καταγωγή της λέξης ΚΟΚΚΙΝΟ, εύκολα βρήκε ότι σχετίζεται με τους κόκκους πρίνου από τους οποίους έφτιαχναν τη χρωστική ουσία.

Ένα ακόμα ερώτημα αναζητούσε απάντηση .

«Γιατί ενώ λέμε κόκκινο, κίτρινο και πράσινο, δεν λέμε πορτοκάλινο και λέμε πορτοκαλί

Που βρέθηκε η κατάληξη «ί» η οποία μάλιστα έχει κυριαρχήσει και στη γλώσσα του σήμερα λέμε

θαλασσί, λεμονί, σοκολατί, κυπαρισσί, λαδί, μουσταρδί, τριανταφυλλί, καναρινί, κοραλί, μελιτζανί, βυσσινί, μελί, ασημί, ζαχαρί, κεραμιδί, κροκί, σταχτί, μενεξεδί, κανελί, χρυσαφί, σοκολατί, λαχανί, καροτί, βερικοκί, δαμασκηνί, φραουλί, αυγουλί , σμαραγδί, τσαγαλί; 

Η αναζήτηση τον οδήγησε «κάπου» και πριν απόλα

στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στην εξέλιξή της

 

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, όπως εξάλλου και σε όλες τις αρχαίες γλώσσες,  οι λέξεις για τα χρώματα- χρωστικές ουσίες βαφές είναι ελάχιστες. Ανάμεσά τους το ερυθρό, το λευκό, το μέλαν,  το κυανούν - χωρίς αποσαφηνισμένο σημαινόμενο-  η ώχρα και το πορφυρούν αργότερα

το οποίο για τους  Βυζαντινούς

θα αποτελέσει

χρώμα ιδιαίτερο

και με μεγάλο κύρος.

Τον 10ο αιώνα, ένας από τους αυτοκράτορες,

ο Κωνσταντίνος Ζ, της Μακεδονικής δυναστείας

είχε την επωνυμία «ο Πορφυρογέννητος» . 

Η πορφύρα ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη χρωστική ουσία ,

File:Murex sp.jpgπαραγόμενη

από  με την επεξεργασία

του οστράκου Haustellum brandaris

και η οποία έδινε

ένα ανεξίτηλο

βαθυκόκκινο χρώμα.

 

Από αυτά επέζησαν ως λέξεις το κυανούν ως κυανό, το πορφυρούν ως πορφυρό και η ώχρα. 

To ερυθρό συνεχίζει να υφίσταται σε συμβίωση με το λαϊκότερο ΚΟΚΚΙΝΟ

το λευκό συνυπάρχει με το βυζαντινό ΑΣΠΡΟ, καταγόμενο από το asper των Λατίνων

ενώ το μέλαν χρησιμοποιείται ενίοτε αντί για το κυρίαρχο ΜΑΥΡΟ, προερχόμενο από το λατινικό αντιδάνειο maurus.

Κατά τον Μεσαίωνα και στους αιώνες που ακολούθησαν για τον  λεκτικό προσδιορισμό των νέων χρωμάτων χρησιμοποιήθηκε η κατάληξη – ιος ( πράσιος και αργότερα κίτριος ) τους οποίους η διαμορφούμενη στο μεταξύ «όχι λόγια» γλώσσα της καθημερινής  ζωής μετέτρεψε σε «ίνος» για να εμφανιστούν έτσι τα κόκκινος, πράσινος και κίτρινος.  

Για τους γλωσσολόγους, το πιθανότερο είναι ότι

η κρίσιμη αλλαγή που οδήγησε στην κυρίαρχη σήμερα

κατάληξη «ί» ήταν συνέπεια της διάδοσης της προερχόμενης από την τουρκική λέξης μαβί – mavi- για το ιώδες.

Με βάση αυτό, δημιουργήθηκε γλωσσικός κώδικας,  ο οποίος γέννησε λέξεις όπως το θαλασσί και το πορτοκαλί ως ουδέτερα με αρσενικά τα θαλασσής και πορτοκαλής αντίστοιχα. Ο «κώδικας» εξαπλώθηκε σε πάρα πολλές λέξεις χρώματα  αποδίδοντας το ουδέτερο ενός χρώματος σε «ι».

 

 

Επιστροφή στην πρώτη σελίδα με τα περιεχόμενα