Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας

 

Δύο καθηγήτριες

 

Εικοσιπέντε και ο Έκτορας

 

Ημέρα Παρασκευή, Τρίτη Λυκείου, τρίτη ώρα μαθήματος

 

Το πάτωμα της φάνηκε ανηφορικό. Τριάμισι μέτρα από την κλεισμένη πίσω της πόρτα  μέχρι την έδρα και το ένιωσε ορειβασία, δεξιά ο πρασινοπίνακας και το κουτί με τις κιμωλίες, αριστερά της θρανία το ένα πίσω από το άλλο σε τρεις σειρές, ανοικτά βιβλία, διορθωτικά, μαρκαδόροι, τετράδια και οι εικοσιέξι εκείνοι, «εικοσιπέντε και ο Έκτορας» σκεφτόταν συνήθως.

Η δική του ματιά της μίλαγε πάντα με επιείκεια αλλά τα εικοσιπέντε βλέμματα έχουν γίνει δύο τεράστια μάτια, προβολέας πελώριος που εξετάζει  και επανεξετάζει, σεργιανίζει πάνω στις γραμμές της, εισχωρεί στο χρώμα των μαλλιών και στις ρυτίδες του λαιμού. Κι έχει πολλές φορές αναρωτηθεί εάν ο στραμμένος πάνω της προβολέας θα μπορούσε να κάνει να φανούν τα ένα σωρό που θέλει να κρύβει, την αδυναμία της για τον Έκτορα, την απελπισία της κάθε φορά που δεν τα καταφέρνει να  κάνει τη Φυσική γενικής παιδείας μάθημα που να συγκινεί και πιο πολύ την συνήθη μικροψυχία της, την κρυμμένη πίσω από το σχεδόν χαμόγελο που φοράει τα πρωινά μαζί με χειμωνιάτικο ταγιέρ και γυαλιά μυωπίας.

Διάλεξε μια πρόχειρη μάσκα σοβαρότητας, κάθισε στην καρέκλα έδρα και τους κοίταξε, είναι αδύνατον να χωρέσουν στο οπτικό της πεδίο και οι εικοσιέξι και πρέπει κάθε τόσο να μετακινεί τον προβολέα της δικής της ματιάς , σχεδόν αμέσως θέλησε να επιστρατεύσει μια από τις ερωτήσεις στερεότυπα που συνήθως τις κάνει για να ζεστάνει τη μηχανή, ξέρει πως οι μαθητές τις περιμένουν, είναι σίγουρη ότι μπορεί η πρωτοτυπία να τους δροσίζει αλλά τα έχουν ανάγκη και τα στερεότυπα, τους προσφέρουν έδαφος αμετακίνητο με προστασία αντισεισμική, τις έχουν ανάγκη αυτές τις ερωτήσεις τις παλαιοδασκαλίστικες που χρόνια τώρα εκείνη χρησιμοποιεί, τα χρόνια είναι αριθμός που μεγαλώνει αδιάκοπα, τώρα πια διψήφιος, χρόνια προυπηρεσίας τα λένε στον Σύλλογο, κάθε Ιούνιο στο γραφείο των καθηγητών κάνουν συνήθως την απαρίθμηση, παει κι αυΤή η χρονιά, δεκατέσσερα χρόνια στην εκπαίδευση και πριν προλάβεις να το πεις πετάγεται ο γνωστός «εγώ» λέγοντας «εγώ συμπληρώνω δεκαεπτά» , ανταλλάσσουν μερικά καλό καλοκαίρι, σβήνουν ένα ακόμα κερί.

Τώρα ετοιμάζει τη φράση στερεότυπο «τι έχουμε σήμερα» και την προφέρει με το ερωτηματικό ενσωματωμένο στον τόνο της διατύπωσης, τρία χέρια σηκώθηκαν σχεδόν ακαριαία, τα δύο, παράλληλα μεταξύ τους έδειχναν σε διαφορετικές περιοχές του ταβανιού, το τρίτο με τον δείκτη τεντωμένο σημάδευε το αριστερό της αυτί και περίπου φώναζε τη λέξη κυρία, ακριβώς από κάτω το υπόλοιπο σώμα του κοριτσιου Χρυσούλα , τα δύο άλλα τεντωμένα δάκτυλα ανήκαν σε πλάσματα γένους αρσενικού, το ένα ήταν ήταν, ως συνήθως, ο Έκτορας.

Την περασμένη Πέμπτη τους είχε μιλήσει για το φως γι αυτόν τον τόσο πολύ δικό μας και συγχρόνως ασύλληπτο ελαιοχρωματιστή της φύσης και παγκόσμιο πρωταθλητή στους αγώνες δρόμου του Σύμπαντος. Οι παλιότερες ιδέες των ανθρώπων για το φως, οι προσπάθειές τους να ανακρίνουν τον αόρατο ταξιδιώτη ώστε να ομολογήσει ποια είναι η φύση του, η απόλυτη βεβαιότητα του δέκατου όγδοου αιώνα πως ο Νεύτων είχε δίκιο όταν επέμενε ότι το φως είναι αόρατα κινούμενα σωματίδια και η ανάτροπή μιας ακόμα βεβαιότητας, η καινούργια «Αλήθεια» του δέκατου ένατου αιώνα πως ο Νεύτων είχε άδικο και ότι το φως είναι ένα κύμα που έμοιαζε με τον ήχο στον τρόπο της διάδοσης αλλά στις διάφορες περιπέτειες εκείνες με τα παράξενα ονόματα , διάθλαση, περίθλαση, συμβολή.

Η φωνή της Χρυσούλας, η αγωνία της να απαντήσει στο τι έχουμε σήμερα και η προσπάθεια της κυρίας να συγκεντρωθεί, κοιτάζει το τζιν της Μαρίας του πρώτου θρανίου και φαντασιώνει τις περιπέτειες των αόρατων φωτονίων που το βομβαρδίζουν, ενώ δέχεται και την χωρίς πρόσκληση επίσκεψη χθεσινοβραδινών εικόνων, εκείνη ο Μιχάλης και οι τέσσερεις φίλοι τους, τρία ανδρόγυνα γύρω από το ίδιο τραπέζι, να θέλουν να συνυπάρξουν και να μην τα πολυκαταφέρνουν, αλλά η Χρυσούλα έχει τελειώσει και την κοιτάζει, το τόσο καθαρό βλέμμα του Έκτορα και τα βαμμένα της μαλλιά, η νοσταλγία και ο Μιχάλης, η βυθισμένη κυρία Μαριάννα πρέπει να επιστρέψει οπωσδήποτε.

 

 

 

Γεράσιμος Μαγιακόφσκι  

 

Ημέρα Παρασκευή, Δευτέρα  Λυκείου, τρίτη ώρα μαθήματος

Τον βλέπει. Έχει πάλι εγκατασταθεί στο ιδιωτικό του σύννεφο, έχει εκεί νοικιάσει μια μονονοκατοικία από την αρχή της χρονιάς, το ίδιο έκανε και πέρυσι, πρώτη Λυκείου, στο πάνω χείλος το χνούδι ήταν ακόμα περίπου αόρατο, τώρα πια σχεδόν μουστάκι, Γεράσιμε τι θά  λεγες για μια επιστροφή στον πλανήτη Γη ; . Θέλει, καθώς διευθύνει, να υπάρχει μια ατμόσφαιρα δροσιάς, αλλά και να την προσέχουν, δεν τα καταφέρνει πάντα, προσπαθεί Vladimir Mayakovskyνα διατηρεί τις προσωπικές της μνήμες, να αναζητεί το πλήκτρο της επιστροφής, αυτό που την εκτοξεύει σε τρεις δεκαετίες απόσταση, στο τρίτο θηλέων, οι τελευταίες γενιές που πήγαιναν σε θηλέων, καθισμένη στο προτελευταίο θρανίο είχε μόλις ανακαλύψει το σύννεφο με παντελόνια  και τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι , κυρία έχω ήδη επιστρέψει και σας παρακολουθώ, ακούγεται η φωνή του Γεράσιμου, καθώς μεγαλώνει είναι φορές που της έρχεται να τον πει Βλαδίμηρο, κι εκείνος καθώς μεγαλώνει δανείζεται όλο και περισσότερο τα δικά της ρήματα, όπως τώρα που τον ακούει να παίζει με το αγαπημενο της επιστρέφω, κυρία έχω ήδη επιστρέψει και σας παρακολουθώ, χαμογελάει με την επανάληψη, η ποσότητα σύννεφου είναι εμφανής και την ταξιδεύει, του λείπει το στοιχείο Γη, αυτό που περισσεύει στον άντρα της τον Σταμάτη, κάνει μια κίνηση προς το κουτί με τις κιμωλίες, διαλέγει μία, την σπάει, ανοίξτε τα τετράδια και κάντε αυτό που θα κάνω στον πίνακα κι αρχίζει να σχεδιάζει το ισόπλευρο στον πράσινο πίνακα με τις πλάτες γυρισμένε στους εικοσιτρείς, σε κάθε κορυφή μία τελεία από κιμωλία να παριστάνει ένα φορτισμένο σφαιρίδιο κιου ένα, κιου δύο, κιου τρία γραμμένα στα αγγλικά, κάντε κι εσείς στα  τετράδιά σας ότι κάνω στον πίνακα, εκείνοι άνθρωποι μαθητές, ανάμεσά τους η Ρουθ και ο Ρεντόν,  σκυμμένοι πάνω από διαφορετικά τετράδια πρόχειρα , εικοσιτρία ανοιχτά τετράδια θέλει να πιστεύει, εικοσιτρείς απόπειρες για τρίγωνα με φορτισμένα σωματίδια στις κορυφές και μία ακόμα, η δική της, στον πράσινο πίνακα, ποτέ δεν τα κατάφερνε με τις απολύτως ίσιες γραμμές, το δεξί  χέρι σφίγγει την κιμωλία, πρέπει καθώς θα σχεδιάζει να είναι σταθερό αν και ξέρει πως οι εντολές από τον δικό της εγκέφαλο περιέχουν και αποκλίσεις από την απόλυτη ευθύτητα, κι αφού τα καταφέρει με την πρώτη πλευρά, πρέπει να φρενάρει για να κάνει και τη δεύτερη. Γεράσιμε βρίσκεσαι ακόμα μαζί μας στο έδαφος του πλανήτη Γη ή μήπως φόρεσες πάλι τις φτερούγες σου; . Εδώ είμαι κυρία έχω ετοιμάσει και το τρίγωνο, με το χέρι χωρίς χαρακάκι, οι γωνίες φαίνονται ίσες, όλα πήγαν καλά, έτσι της αρέσει να βλέπει τα πράγματα, το όλα πάνε καλά βασικό μοτίβο των εικόνων της για τον κόσμο, είναι στιγμές που κυκλοφορεί αγκαλιά με τις αυταπάτες της, της αρέσει ακόμα και η επίκτητη μυωπία της στο να αντικρίζει και τις άλλες πτυχές, τις εκλογικεύσεις του Σταμάτη και την αδυναμία του στο να συγκινηθεί, η μυωπία της στο να βλέπει ότι δεν είναι μόνο ο Γεράσιμος, είναι και η θανάσιμη απραξία της Ιωάννας, η βία του Αλέξανδρου, συγκρατημένη αλλά από τους περισσότερους ευδιάκριτη,  η Άλκηστη που κάθε τόσο κοιτάζει κρυφά το ρολόι της και κυρίως ο Αλέξανδρος, που  όλη αυτή τη βαναυσότητα κι είναι μόλις δεκάξι χρονών, μα πότε πρόλαβε; Η λέξη κωλόπαιδο είναι καταχωνιασμένη μέσα της και δεν την ανασύρει ποτέ μόλο που μια πλευρά του εαυτού της θα το ήθελε, το βλέμμα της επιείκειας συνήθως επικρατεί και ο Αλέξανδρος δεν είναι « το κωλόπαιδο», γίνεται μέσα της ένα παγιδευμένο παιδί κι εκείνη έτοιμη να δικαιολογήσει ακόμα και την αναλγησία του, το όλα πάνε καλά  παίζεται μέσα της και με την παραλλαγή του «όλα θα πάνε καλά»  και,  όπως ακούει τη μουσική,  πίσω από τη σκληρότητα του Αλέξανδρου βλέπει μια ανομολόγητη μοναξιά, η άρνηση της Ιωάννας της φέρνει στη σκέψη μια συμμαθήτρια φίλη στο τρίτο τότε θηλέων, ο Γεράσιμος της φαίνεται πάντα ένα σύννεφο με παντελόνια κι ενώ ξέρει πως τα ισόπλευρα τρίγωνα πίσω της δεν είναι εικοσιτρία, εξακολουθεί να πιστεύει ότι είναι εικοσιτρία, ισόπλευρα, καλοσχεδιασμένα με τα φορτισμένα σφαιρίδια στις κορυφές. Η κυρία Μυρσίνη ζει μέσα από τη μελωδία του όλα θα πάνε καλά.