Ανδρέας Ιωάννου
Κασσέτας
Τον
Αύγουστο του 1820,στην Κοπεγχάγη, ο Hans Christian OERSTED πραγματοποίησε το
κρίσιμο πείραμα που θα οδηγούσε στους «γάμους» του Ηλεκτρισμού με τον
Μαγνητισμό και με ένα σύντομο σημείωμα γραμμένο στα λατινικά ανακοίνωσε το
γεγονός . Το
ρευματοφόρο καλώδιο έδειχνε να επιδρά σε έναν ελαφρό μαγνήτη, όπως η μαγνητική
βελόνα την οποία χρησιμοποίησε.
Το
μήνυμα για το πείραμα έφθασε στο Παρίσι μια εβδομάδα αργότερα και ανέβασε
κατακόρυφα το ενδιαφέρον των Γάλλων ερευνητών. Από
τη στιγμή εκείνη, οι επιφανέστεροι ερευνητές της Γαλλίας θα προχωρήσουν σε
παραπέρα πειραματικές έρευνες πάνω στην αλληλεπιδράσεις ηλεκτρικών ρευμάτων και
μαγνητών, θα αναζητήσουν τις εφαρμογές που υποσχόταν η νέα αυτή ανακάλυψη αλλά
θα δημιουργήσουν και τα θεμέλια πάνω στα οποία θα οικοδομηθεί ο
ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΣ.
Ο
μεγάλος πρωταγωνιστής του «γαλλικού» εγχειρήματος ήταν
ο
Andre Marie AMPÈRE, ένας φυσικός, 45
περίπου ετών, με ιδιαίτερη μαθηματική κατάρτιση αλλά και ικανότατος
πειραματιστής συγχρόνως ήταν κατά κάποιον τρόπο ο επικεφαλής.
Η πρώτη από τις συνέπειες της άφιξης του «μηνύματος
Oersted»
ήταν η άμεση δραστηριοποίησή του τόσο στο πειραματικό όσο και στο θεωρητικό
επίπεδο. Μία από τις πρώτες σκέψεις που έκανε ήταν ότι «εφόσον οι ρευματοφόροι
αγωγοί επιδρούν σε μαγνητικές βελόνες θα πρέπει να αλληλεπιδρούν και μεταξύ
τους. Το λογικό αυτό συμπέρασμα δεν το θεώρησε αυτονόητο αλλά πίστευε ότι ήταν
αναγκαία και η πειραματική επιβεβαίωση.
Ορισμένοι φυσικοί
πίστευαν ότι ύστερα από το πείραμα του Oersted η αλληλεπίδραση ανάμεσα σε ρευματοφόρους
αγωγούς ήταν προφανής και ότι η προσπάθεια του Ampère για πειραματική απόδειξη ήταν
περιττή. Όταν το άκουσε ο Francois Arago, ένας από τους φυσικούς που
συνέβαλαν στην «γαλλική» οικοδόμηση του Ηλεκτρομαγνητισμού, υποστήριξε τον Ampère κρατώντας δύο κλειδιά στα χέρια και λέγοντας
« Καθένα από τα δύο αυτά κλειδιά μπορεί και έλκει έναν μαγνήτη.
Πιστεύετε ότι έλκονται μεταξύ τους;»
Μέσα σε μία εβδομάδα ο Ampère πραγματοποίησε
τέσσερα σημαντικά πειράματα με τα οποία όχι μόνο απέδειξε την αλληλεπίδραση
αλλά κατάφερε να μετρήσει και την αντίστοιχη δύναμη συσχετίζοντάς την με τα
ρεύματα με τα σχήματα και με τις σχετικές θέσεις των δύο ρευματοφόρων αγωγών.
Εκτός όμως από φαντασία και εργαστηριακή
επιδεξιότητα διέθετε και γερή μαθηματική κατάρτιση. Πέτυχε λοιπόν μέσα από
αυστηρούς μαθηματικούς υπολογισμούς να καταλήξει σε μία εξίσωση για την
ασκούμενη δύναμη θεωρώντας τη συνισταμένη των δυνάμεων που ασκούνται στα απειροστά
τμήματα ενός από τους δύο ρευματοφόρους αγωγούς.
Ο ίδιος ο Ampère διέκρινε επίσης την ομοιότητα ανάμεσα στη
συμπεριφορά
ενός ρευματοφόρου πλαισίου ( και όχι ενός
ευθύγραμμου αγωγού ) μέσα σε μαγνητικό πεδίο
με εκείνης μιας μαγνητικής βελόνας σε ένα μαγνητικό
πεδίο. Και τα δύο αντικείμενα προσανατολίζονται
Στο επίπεδο της εφαρμογής το ζήτημα αυτό οδήγησε
στη ιδέα της κατασκευής του ηλεκτρικού μοτέρ.
Λίγο αργότερα
διατύπωσε τον νόμο ∫Β.dℓ = μ0Ι ο οποίος περιγράφει το μαγνητικό πεδίο ρευματοφόρου αγωγού.
O «νόμος του Ampère», είχε την τύχη,
μερικές δεκαετίες αργότερα, να γνωρίσει μία εκπληκτική επέκταση από τον Maxwell και να συμπεριληφθεί στους τέσσερεις θεμελιακούς νόμους
του Ηλεκτρομαγνητισμού.
Πολλές δεκαετίες αργότερα
το όνομα του δόθηκε στη μονάδα μέτρησης της έντασης ηλεκτρικού ρεύματος
Για του Γάλλους ο Ampère θεωρείται ο ΝΕΥΤΩΝ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΣΜΟΥ.
Το πατρικό του
στο Poleymieux,
κοντά στη
Λυών,
είναι σήμερα
το Μουσείο Ampère.
Το
άγαλμα του Ampère στην
πλατεία Αμπέρ στη Λυών
Η μονάδα «ένα AMPERE»
Μετά
το 1946 η μονάδα ένα AMPERE θεωρείται
θεμελιώδης μονάδα του συστήματος MKSA και την ιδιότητα αυτή τη
διατήρησε και στο S.
Είναι
η μία από τις επτά μονάδες του S.
Οι
άλλες είναι οι 1m, 1s, 1kg, 1K, 1 mol,
1cd .