Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ

Σύντομο ιστορικό:
Ο ναός του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα άρχισε να χτίζεται το 525 μ.Χ. Ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο φαίνεται ότι οι εργασίες είχαν σταματήσει, ο ναός ολοκληρώθηκε και διακοσμήθηκε το 540 επί των ημερών του επισκόπου Μαξιμιανού, ο οποίος θήτευσε στην επισκοπή της Ραβένας μετά την ανάκτηση της πόλης από τους Βυζαντινούς. Τα ψηφιδωτά που κοσμούν τον ναό φιλοτεχνήθηκαν ανάμεσα στα έτη 540 και 547, χρονολογία κατά την οποία εγκαινιάστηκε ο ναός, και βρίσκονται στον χώρο του Ιερού Βήματος. Το εικονογραφικό τους περιεχόμενο είναι τόσο θεολογικού όσο και πολιτικού χαρακτήρα.
Στους κατακόρυφους τοίχους υπάρχουν δύο μεγάλα ψηφιδωτά. Αριστερά βρίσκεται η αναπαράσταση του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄, ο οποίος κυβέρνησε από το 527 έως το 565 μ.Χ., και δεξιά η αναπαράσταση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.

Παρουσίαση του έργου:
Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, στο κέντρο της παράστασης, συνοδεύεται από έξι φρουρούς και τρεις αξιωματούχους, δύο στα δεξιά του και έναν στα αριστερά του, ενώ κρατάει χρυσό δίσκο, τον οποίο πρόκειται να προσφέρει στον ναό. Φοράει έναν βαρύ πορφυρό μανδύα, που κάνει το σώμα του να φαίνεται πλατύ και επίπεδο. Το πρόσωπό του είναι δουλεμένο με μεγάλη λεπτομέρεια και στο κεφάλι του φέρει φωτοστέφανο, γεγονός που τον κάνει να ξεχωρίζει με τη μεγαλοπρέπειά του. Δίπλα του στέκεται ο επίσκοπος Μαξιμιανός, όπως μας πληροφορεί η επιγραφή πάνω από το κεφάλι του. Ο Μαξιμιανός κρατάει έναν σταυρό στολισμένο με πολύτιμους λίθους, ενώ η συνοδεία του, στα αριστερά του, αποτελείται από δύο διακόνους, ο ένας από τους οποίους κρατάει το Ευαγγέλιο και ο άλλος ένα θυμιατήρι. Πρόκειται για μοναδικό έργο από θεματολογική άποψη, καθώς ο αυτοκράτορας, αλλά και η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, στο απέναντι ψηφιδωτό, παρουσιάζονται να προσφέρουν τα σκεύη της Θείας Ευχαριστίας στον ναό για τα εγκαίνιά του, μια συνήθεια που είχε ξεκινήσει από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Ελένης. Ό,τι εντυπωσιάζει σ’ αυτό το έργο είναι η επιλογή του καλλιτέχνη να αναπαραστήσει τον Μαξιμιανό δίπλα στον αυτοκράτορα, γεγονός που δηλώνει ότι η θρησκευτική εξουσία θεωρούνταν ισότιμη με την πολιτική. Ο αυτοκράτορας είναι πολιτικά ο ανώτατος άρχοντας, ενώ ο επίσκοπος είναι ο θρησκευτικός ηγέτης, που είναι εντεταλμένος από τον αυτοκράτορα να ασκήσει την εκκλησιαστική εξουσία. Νοητά μοιάζει σαν οι βασιλείς να είναι παρόντες στην πόλη της Ραβένας, την οποία η πολιτική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως έδρα, για να επιβληθεί πολιτικά και θρησκευτικά στη Δύση.
Μορφολογικά το έργο παρουσιάζει μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά ιδιώματα της βυζαντινής αγιογραφίας, όπως είναι η μετωπικότητα, η ισοκεφαλία*, η μεγαλοφθαλμία, η επίπεδη αναπαράσταση των μορφών και η υποχώρηση της τρίτης διάστασης.
Ενδιαφέρον έχουν και τα βυζαντινά ενδύματα. Ο αυτοκράτορας και οι κοσμικοί φορούν εξωτερικά έναν βαρύτιμο μανδύα στερεωμένο στον δεξιό ώμο με πόρπη και εσωτερικά έναν ποδήρη χιτώνα διακοσμημένο με κεντήματα στον ώμο. Τα ενδύματα των κληρικών έχουν δύο κάθετες σκούρες ούγιες.
Οι μορφές είναι επίπεδες, οριοθετημένες με περίγραμμα, και τοποθετημένες στο ίδιο επίπεδο η μία πλάι στην άλλη με τέτοιον τρόπο, που τα πόδια τους μπλέκονται και επικαλύπτονται, γεγονός που τις κάνει να φαίνονται πως αιωρούνται μέσα σε έναν χρυσό χώρο, τον κάμπο, πάνω από το δάπεδο.

ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΕΛΑΦΟΥ


Σύντομο ιστορικό: Το ψηφιδωτό αυτό είναι ένα από τα καλύτερα διατηρημένα της ελληνιστικής περιόδου. Χρονολογείται γύρω στο 325 π.Χ., εποχή μεγάλης ακμής για τη Μακεδονία. Αποτελεί το δάπεδο οικίας γνωστής ως «Οικία της αρπαγής της Ελένης», που βρέθηκε στην Πέλλα, πρωτεύουσα των Μακεδόνων βασιλέων και γενέτειρα του Αλεξάνδρου. Οι ανασκαφές έγιναν το 1961 και στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο ανακαλύφθηκαν τέσσερα ψηφιδωτά. Το ένα από αυτά είναι κατεστραμμένο, ενώ τα άλλα τρία είναι: «Η αρπαγή της Ελένης», «Το κυνήγι της ελάφου» και «Αμαζονομαχία». Τα ψηφιδωτά ήταν τοποθετημένα στο κέντρο των δωματίων ή μπροστά στο κατώφλι.

Ανάλυση του έργου: Το ψηφιδωτό αποτελείται από το κεντρικό θέμα, που είναι το κυνήγι του ελαφιού, και πλαισιώνεται από κοσμοφόρους με λουλούδια, κλαδιά, φύλλα ακάνθου και έλικες, ενώ στα άκρα του υπάρχει ένας διακοσμητικός σπειρομαίανδρος.
Το έργο φέρει το όνομα του ψηφιδοθέτη που το δημιούργησε (ΓΝΩΣΙΣ ΕΠΟΙΗΣΕΝ). Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πιθανόν ο Γνώσις αντέγραψε τη σκηνή από ένα έργο του περίφημου ζωγράφου Απελλή (είχε προσληφθεί στην αυλή του βασιλιά Φιλίππου), το οποίο παρουσίαζε τον Αλέξανδρο και τον φίλο του Ηφαιστίωνα. Το προφίλ του δεξιού κυνηγού μοιάζει με αυτό του Αλεξάνδρου, όπως απεικονιζόταν σε νομίσματα της εποχής.
Στο κυρίως θέμα του ψηφιδωτού παρουσιάζονται δύο νεαροί κυνηγοί με τον σκύλο τους, τη στιγμή που έχουν πιάσει ένα ελάφι και ετοιμάζονται να το σκοτώσουν. Οι χλαμύδες τους ανεμίζουν, ενώ το καπέλο του ενός έχει φύγει από το κεφάλι του και είναι στην επάνω δεξιά πλευρά του έργου. Και οι δύο κυνηγοί έχουν υψωμένα τα όπλα τους (ο ένας το ξίφος και ο άλλος τον πέλεκυ), είναι γυμνοί, με σώμα γεμάτο σφρίγος, και σε στάση χαρακτηριστική της έντασης του κυνηγιού (ανοιχτά πόδια, υψωμένα χέρια κτλ.). Ο κυνηγός στα δεξιά κρατά το ελάφι από το κέρατο, τη στιγμή που ο αδύνατος και νευρώδης σκύλος μπήγει τα δόντια του στα πλευρά του ελαφιού. Ο κυνηγός στα αριστερά φέρει εκτός από τον πέλεκυ και ένα ξίφος στη θήκη του.
Ο πραγματικός χώρος, το δάσος, υποδηλώνεται από το ανάγλυφο του εδάφους και το μαύρο φόντο. Το μαύρο φόντο αναδεικνύει με μοναδικό τρόπο τις μορφές. Τα χρώματα των ψηφίδων που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι τα συνηθισμένα στην αρχαία ελληνική τέχνη: μαύρο, άσπρο, κόκκινο και όχρα, και το γκρι συμπληρωματικό.
Οι ψηφίδες είναι φυσικές (βότσαλα, χαλίκια), αλλά και τεχνητές. Όσον αφορά τα πρόσωπα, ο Γνώσις παρουσιάζεται καινοτόμος για την εποχή του, αφού χρησιμοποιεί μικρότερου μεγέθους ψηφίδες σε πυκνή τοποθέτηση, για να αποδώσει τις λεπτομέρειες.
Τα κατσαρά μαλλιά των νεαρών κυνηγών είναι πυρόξανθα και για την απόδοσή τους έχουν χρησιμοποιηθεί κόκκινες και κίτρινες ψηφίδες, ενώ για το σώμα τους έχουν χρησιμοποιηθεί λευκές ψηφίδες και τόνοι του γκρι για τις φωτοσκιάσεις. Η προσπάθεια να αποδοθεί το τρισδιάστατο του σώματος με τη φωτοσκίαση έχει άριστο αποτέλεσμα. Περιγράμματα από μαύρες ψηφίδες σε λεπτή γραμμή υπάρχουν μόνο εκεί όπου ήταν απαραίτητο, όπως για παράδειγμα στα πόδια του σκύλου και του ελαφιού, για να ξεχωρίζουν από το έδαφος.
Τα κέρατα του ελαφιού είναι λευκά, όπως και το σώμα του, το οποίο φέρει μικρά μαύρα ημικύκλια. Η γλώσσα του, που είναι έξω από το στόμα, για να δείξει το έντονο λαχάνιασμα από τη μάταιη προσπάθεια του ζώου να σωθεί, έχει κόκκινο χρώμα, όπως και η μικρή ουρά του. Με τα ίδια χρώματα περίπου έχει αποδοθεί και ο σκύλος, ενώ στο έδαφος έχουν προστεθεί ψηφίδες από πράσινο και άλλα χρώματα.
Η εντυπωσιακή και περίπλοκη σύνθεση του έργου έχει γεωμετρική σαφήνεια και μαθηματική συμμετρία. Αναπτύσσεται σε ένα τετράγωνο, σταθερό και ισορροπημένο πλαίσιο, αλλά διακρίνεται από έντονο ρυθμό και κίνηση. Οι επικαλύψεις των μορφών δημιουργούν ενδιαφέρον και βάθος σε διάφορα επίπεδα: η μορφή του σκύλου καλύπτει αυτήν του ελαφιού και η μορφή του ελαφιού τα πόδια των κυνηγών. Οι άξονες των σωμάτων των κυνηγών είναι διαγώνιοι και σχηματίζουν μια νοητή πυραμίδα. Τα πόδια τους δημιουργούν δύο έντονα τρίγωνα. Το σώμα του ελαφιού και το σώμα του αριστερού κυνηγού σχηματίζουν έναν διαγώνιο άξονα που χωρίζει το έργο στα δύο. Αυτός ο άξονας έχει έναν αντίστοιχο που σχηματίζεται χιαστί από τη μορφή του σκύλου και το δεξί πόδι του δεξιού κυνηγού.
Συνθετικά οι δύο κυνηγοί έχουν παρόμοια στάση και είναι τοποθετημένοι αντικριστά, έτσι που το έργο να χωρίζεται σε δύο συμμετρικά τμήματα. Τα κεφάλια των κυνηγών με το κεφάλι του ελαφιού εντάσσονται σε ένα ημικύκλιο.

http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/afises/index.php?id=10&v=1

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΤΗΣ

Η Ραβέννα ευημέρησε πολύ κατά τη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έχτισε ένα υδραγωγείο μήκους 70 χλμ. στις αρχές του 2ου αιώνα. Το 402 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Ονώριος μετέφερε την πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το Μιλάνο στη Ραβέννα. Η μεταφορά έγινε εν μέρει για αμυντικούς σκοπούς: Η Ραβέννα περιβαλλόταν από έλη και βάλτους και θεωρήθηκε εύκολα υπερασπίσιμη ( αν και η πόλη αλώθηκε από αντίπαλες δυνάμεις πολλές φορές στην ιστορία της ) : είναι επίσης πιθανό ότι η μετακίνηση στη Ραβέννα οφειλόταν στο λιμάνι και τις καλές θαλάσσιες συνδέσεις της πόλης με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εντούτοις το 409 ο Βασιλιάς Αλάριχος Α΄ των Βησιγότθων, απλώς παρέκαμψε τη Ραβέννα και πήγε να λεηλατήσει τη Ρώμη το 410 και συνέλαβε όμηρο την Γκάλα Πλακιδία, κόρη του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Μετά από πολλές περιπέτειες η Γκάλα Πλακιδία επέστρεψε στη Ραβέννα με το γιο της, Αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Γ΄ και τη βοήθεια του ανιψιού της Θεοδοσίου Β. Η Ραβέννα έζησε μια περίοδο ειρήνης, κατά την οποία η Χριστιανική θρησκεία είχε την εύνοια της αυτοκρατορικής αυλής και η πόλη απέκτησε μερικά από τα γνωστότερα μνημεία της, όπως το Ορθόδοξο Βαπτιστήριο, το ονομαζόμενο Μαυσωλείο της Γκάλα Πλακιδία (ποτέ στην πραγματικότητα δεν θάφτηκε εκεί) και τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Η τελευταία περίοδος του 5ου αιώνα είδε τη διάλυση της Ρωμαϊκής εξουσίας στη δύση και ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δύσης εκθρονίστηκε από το στρατηγό Οδόακρο το 476.

‘Άποψη από τον Άγιο Βιτάλιο.

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΨΗΦΙΔΩΤΟΥ

Χρονολογική εξέλιξη των ψηφιδωτών

  1. ελληνιστικά ψηφιδωτά
  2. ρωμαϊκά ψηφιδωτά
  3. παλαιοχριστιανικά
  4. βυζαντινά
  5. αναγεννησιακά
  6. σύγχρονα

Ψηφιδωτό καλείται η τεχνική επένδυσης επιφανειών με μικρές, συνήθως τετράγωνες, ψηφίδες από φυσικά πετρώματα ή υαλόμαζα οι οποίες προσκολλώνται σε κατάλληλα διαμορφωμένο υπόστρωμα από ασβεστοκονίαμα δημιουργώντας περίτεχνα διακοσμημένες επιφάνειες.

Το ψηφιδωτό στο Βυζάντιο

Στη βυζαντινή περίοδο η ψηφιδογραφία έγινε η πιο προσφιλής ζωγραφική τεχνοτροπία υποσκελίζοντας κάθε άλλη πλαστική μορφή και κυρίως τη γλυπτική. Η βυζαντινή ψηφιδογραφία αντανακλά τη δύναμη τον πλούτο και τον αισθητικό προβληματισμό της βυζαντινής αυτοκρατορίας. ]Οι Βυζαντινοί ψηφιδογράφοι μετακαλούνται να εργαστούν στο Κίεβο, στη Γελάτη της Γεωργίας, στη Βηθλεέμ, στη Ραβέννα, τη Βενετία και τη Σικελία. Επίσης συνεργεία Κωνσταντινοπολιτών ψηφιδογράφων διακόσμησαν και μουσουλμανικά μνημεία: το Μεγάλο Τζαμί της Δαμασκού, τη Θόλο του Βράχου στα Ιεροσόλυμα και το Τζαμί στην Κόρδοβα. Για το τελευταίο μνήμειο οι Βυζαντινοί τεχνίτες έφεραν ακόμα και τος ψηφίδες μαζί τους από την βυζαντινή πρωτεύουσα.[ Τη μεγάλη τους ακμή γνωρίζουν οι ψηφιδωτές διακοσμήσεις κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Βυζαντινοί εκτός από επιδαπέδια και επιτοίχια ψηφιδωτά έφτιαχναν και φορητές ψηφιδωτές εικόνες. Αντικαθιστούν την εξαιρετικά δαπανηρή επένδυση με πλάκες μαρμάρου.[