ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΡΕΝΑ, ΚΟΥΝΗΣΟΥ!
Θέμα: Η σκηνή διαδραματίζεται μέσα σ’ ένα γραφείο. Ο κ. Ντίνας, εργολάβος σε οικοδομές, πασχίζει εναγωνίως για να τον στηρίξει ο τοπικός τύπος, η νομαρχία και, βέβαια, η γραμματέας του η Ρένα. Όμως η Ρένα παίρνει όλα τα λόγια τοις μετρητοίς, κι αυτό κάνει το αφεντικό να …βγαίνει από τα ρούχα του.
Σχόλιο: Η Ρένα δεν είναι στ’ αλήθεια κουτή. Απλώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα σε πρώτο χρόνο, κι αυτό της είναι αρκετό. Αντιδρά λοιπόν με την αγαθή, ακλόνητη πεποίθησή της και όσο περνά η ώρα τείνει να πιστέψει ότι το αφεντικό της δεν είναι και τόσο καλά στα μυαλά του…
(Η οθόνη ανοίγει. Ο κ. Ντίνας κάθεται στο γραφείο. Μιλάει στο τηλέφωνο)
κ. ΝΤΙΝΑΣ: Και βέβαια, αγαπητέ μου κύριε. Μόλις υπέγραψα την επιταγή σας. Αυτή
τη στιγμή η γραμματέας μου το βάζει στο φάκελο που έχω μπροστά μου.
(Λέγοντάς τα δείχνει με το χέρι το άδειο γραφείο που βρίσκεται απέναντι από
το δικό του).
Μπορείτε να μείνετε ήσυχος. Αύριο θα το έχετε με το ταχυδρομείο. Μην
μ’ ευχαριστείτε, αγαπητέ κύριε, είναι τελείως φυσικό. Στη δουλειάς μας,
δεν πρέπει να αφήνουμε τα πράγματα να μας ξεφεύγουν. Γεια σας, θα τα
ξαναπούμε, αγαπητέ κύριε.
(Διαμαρτύρεται κατεβάζοντας το τηλέφωνο): Ορίστε, ολόκληρη ιστορία για ένα ψωρο-εκατομμύριο. Μουρλάθηκα τελείως, λοιπόν;
(Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η Ρένα στο γραφείο)
ΡΕΝΑ (καθώς κρεμάει το πανωφόρι της): Καλημέρα σας, κ. Ντίνα!
κ. ΝΤΙΝΑΣ: Καλημέρα, Ρένα. Πρέπει να κινηθείς γρήγορα σήμερα. Έχουμε δουλειές
με φούντες σήμερα.
ΡΕΝΑ (έκπληκτη): Δουλειές με φούντες; Ποιες φούντες;
Κ. ΝΤ. : Τρόπος του λέγειν, καλή μου Ρένα. Θέλω να πω ότι έχουμε πολλή δουλειά
σήμερα.
ΡΕΝΑ: Α! Δουλειά! Και βέβαια. Έρχομαι στο γραφείο γιατί έχουμε δουλειά. Γιατί,
αν ήθελα φούντες θα πήγαινα στην Αθήνα, στους τσολιάδες στο Σύνταγμα ή
στο Μοναστηράκι, όπου τις πουλάνε, τέλος πάντων...
κ. ΝΤ. (γελώντας): Στο Μοναστηράκι; Αν μη τι άλλο, έχεις χιούμορ, δεσποινίς
Ρένα.
(Δίνει στη Ρένα ένα φύλλο χαρτιού)
Θα μου δακτυλογραφήσεις αυτό το γράμμα τάχιστα, γιατί πρέπει
να φύγει πριν το μεσημέρι.
ΡΕΝΑ: Τάχιστα;
κ. ΝΤ.: Ναι, καλά άκουσες.
ΡΕΝΑ: Μα, δεν μπορώ, κύριε Ντίνα.
κ. ΝΤ.: Και γιατί λοιπόν δεν μπορείς;
ΡΕΝΑ: Μα, εξαιτίας του υπολογιστή μου, τι άλλο!
κ. ΝΤ. (αμήχανος): Και τι έχει ο υπολογιστής σου;
ΡΕΝΑ: Ε, είναι ακόμα με τα παλιά «γουίντοους». Έχει μικρά γράμματα, κεφαλαία
γράμματα, λατινικά γράμματα, αλλά ταχύτητες δεν έχει.
Κ. Ντ.: Και λοιπόν;
ΡΕΝΑ: Να…Μπορώ να δακτυλογραφήσω το γράμμα σας με κανονικά στοιχεία, με
χοντρά στοιχεία, με λατινικά στοιχεία… αλλά όχι πάρα πολύ γρήγορα.
Είπαμε, δεν είναι γρήγορος ο υπολογιστής μου. Σας το έχω πει, εδώ και πολύ
καιρό, ότι θα πρέπει να μου αγοράσετε έναν καινούργιο, πιο σύγχρονο…
κ. ΝΤ.: Καλά, θα δούμε… Όμως αυτό το γράμμα είναι επείγον και γι’ αυτό πρέπει να
προσπαθήσεις να μου το χτυπήσεις γρήγορα.
ΡΕΝΑ: Τι να το κάνω;
κ. ΝΤ.: Να μου το χτυπήσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται.
ΡΕΝΑ: Μα, πώς, τι είναι ...χταπόδι για να το χτυπήσω;
κ. ΝΤ.: Εννοώ ότι το γράμμα επείγει και πρέπει να το δακτυλογραφήσεις πιο γρήγορα
απ’ ότι συνήθως.
ΡΕΝΑ (αρχίζει να χτυπά το γράμμα μιλώντας στον εαυτό της): Εννοείται. Εφόσον το
γράμμα είναι επείγον, πρέπει να κάνω πιο γρήγορα. Καταλαβαίνω απόλυτα.
κ. ΝΤ. (δείχνει σαν να ψάχνει κάτι μες το συρτάρι του γραφείου του): Ρένα…
ΡΕΝΑ (σηκώνει τα μάτια από τον υπολογιστή της): Ναι, κύριε Ντίνα;
κ. ΝΤ.: Μήπως είδες το στυλό μου;
ΡΕΝΑ: Εκείνο που σας χάρισε η γυναίκα σας στα γενέθλιά σας;
κ. ΝΤ.: Ναι. Εκείνο που μου χάρισε η γυναίκα μου για τα γενέθλιά μου.
ΡΕΝΑ: Α, είναι πολύ όμορφο! Πολύ σας προσέχει η γυναίκα σας!
Κ. ΝΤ.: Ας μη μιλάμε γι’ αυτό. Το είδες, ναι ή όχι;
ΡΕΝΑ: Και βέβαια το είδα! Εσείς μου το δείξατε! Μάλιστα μου είπατε ότι ήταν
ολόχρυσο!
κ. ΝΤ. (με ανυπομονησία): Μα, το ξέρω ότι σου το έδειξα. Απλώς σε ρωτώ αν το
είδες.
ΡΕΝΑ (κάπως ανήσυχα): Ε… ναι… το είδα…
κ. ΝΤ.: Ωραία! Και πού είναι;
ΡΕΝΑ: Ε, δεν ξέρω κύριε Ντίνα. Ίσως να το αφήσατε κάπου…
κ. ΝΤ. (ειρωνικά): Και βέβαια! Τι κουτός που είμαι! Ασφαλώς και κάπου το ’χω
βάλει! Ευχαριστώ, καλή μου Ρένα. Πώς δεν το σκέφτηκα μόνος μου; Τι να πω,
με φώτισες, χίλια ευχαριστώ!
ΡΕΝΑ (γελάει κολακευμένη, κορδώνεται στην καρέκλα της): Ω! κ. Ντίνα, δεν είναι
τίποτα!
κ. ΝΤ. (πιο ανυπόμονος τώρα): Ρένα, κουνήσου! Έχουμε δουλειά!
ΡΕΝΑ (κορδώνεται πιο ζωηρά και αρχίζει να κουνιέται με μικρά λικνίσματα): Πώς;
έτσι, κ. Ντίνα;
κ. ΝΤ.: Ρένα, μήπως δεν αισθάνεσαι καλά;
ΡΕΝΑ: Ναι, γιατί;
κ. ΝΤ.(μιμείται τα κουνήματα της Ρένας): Τι έπαθες και κουνάς έτσι τους γοφούς
σου;
ΡΕΝΑ: Μα, κουνιέμαι, κύριε Ντίνα. Εσείς μου το ζητήσατε.
κ. ΝΤ.: Σου ζήτησα να κάνεις γρήγορα, να βιαστείς, όχι να μου χορέψεις το χορό της
κοιλιάς!
ΡΕΝΑ (Αρχίζει πάλι τη δουλειά, αλλά αναρωτιέται): Κι όμως το άκουσα καλά, μου
είπατε να κουνηθώ! Δεν τρελάθηκα ακόμα.
(Ξαναρχίζει να χτυπά τα πλήκτρα): Α! κύριε Ντίνα, πώς το ξέχασα…
κ. ΝΤ.: Τι πράγμα, Ρένα;
ΡΕΝΑ: Ο κύριος Ντέμος σας ζήτησε χτες.
Κ. Ντ.: Ο Ντέμος; Τι ήθελε πάλι, αυτός ο καραγκιόζης;
ΡΕΝΑ: Δεν είναι καραγκιόζης ο κύριος Ντέμος, δημοσιογράφος είναι. Σίγουρα, με
κάποιον άλλο τον μπερδέψατε.
κ. ΝΤ. (Σηκώνοντας τα μάτια στον ουρανό και κουνώντας το κεφάλι): Τι ήθελε ο
κύριος Ντέμος;
ΡΕΝΑ: Είπε ότι, αν θέλετε να γράψει ένα άρθρο για το εμπορικό κέντρο που
αναλάβατε, θα πρέπει να πληρώσετε όσο κοστίζει μια ολόκληρη σελίδα
διαφημίσεων στην εφημερίδα του.
κ. ΝΤ. (απορώντας): Μια ολόκληρη σελίδα; Πόσο λαίμαργος είναι!
ΡΕΝΑ: Πώς το ξέρετε; Ασφαλώς θα φάγατε κάποτε μαζί του...
κ. ΝΤ.: Όχι! Γιατί;
ΡΕΝΑ: Γιατί μου είπατε ότι είναι λαίμαργος.
Κ. ΝΤ.: Έχει κάτι απαίσια δόντια! Και κοφτερά σαν χαυλιόδοντες…
Άκου εκεί να πληρώσω μια σελίδα ολόκληρη!
ΡΕΝΑ: Απαίσια δόντια; Δε νομίζω. Έχει ένα χαμόγελο τόσο γοητευτικό. Σαν.. σαν
ποιου να σας πω. Σαν του Λεονάρντο ντι Κάπριο!
(Αρχίζει να ονειροπολεί σηκώνοντας τα μάτια προς το ταβάνι έχοντας ένα
χαμόγελο όλο τρυφεράδα).
Κ. ΝΤ.: Α, τον κερατά, αν ήξερα ότι θα πλήρωνα όσο κάνει μια ολόκληρη σελίδα
διαφημίσεων, θα του έβγαζα τα μάτια!
ΡΕΝΑ (επανέρχεται απότομα στην πραγματικότητα): Ω! όχι! Είναι τρομερό. Έχει
τόσο ωραία μάτια ο κ. Ντέμος. Θα ’λεγα ότι είναι ολόιδια…
κ. ΝΤ.(διακόπτοντας): Με του Λεονάρντο ντι Κάπριο! Το ξέρω, το είπες ήδη πιο πριν.
Εγώ δεν πρόκειται να πληρώσω για τα ωραία του μάτια. Όχι, δεν θα μου
στοιχίσει εμένα ο κούκος αηδόνι. .
ΡΕΝΑ: Μα, ο κύριος Ντέμος δεν έχει ούτε αηδόνια ούτε κούκους. Δημοσιογράφος
είναι ο άνθρωπος. Καλά σ ας είπα. Σίγουρα τον μπερδεύετε με κάποιον άλλο.
κ.ΝΤ.: Μα, δεν τον βρίσκεις αλμυρό;
ΡΕΝΑ: Αλμυρό; Δεν ξέρω. Πώς θα μπορούσα άλλωστε να τον δοκιμάσω…
κ. Ντ.(ειρωνικά): Δεν έχεις παρά να τον βάλεις στο τηγάνι και να τον τσιγαρίσεις.
Κι αν δεν τον βρεις αλμυρό, τότε εμένα να μη με λένε Ντίνα·
ΡΕΝΑ: Και πώς να σας λένε; Ντέμο;
κ. ΝΤ.(εκνευρίζεται): Άκου, Ρένα, να σου θυμίσω ότι με λένε Ντίνα, σε περίπτωση
που το έχεις ξεχάσει.
ΡΕΝΑ: Δεν το ξέχασα, κύριε Ντίνα, αλλά εσείς μόλις είπατε να μη σας λένε Ντίνα!
Με τέτοια σύγχυση που έχετε πάθει…
κ. ΝΤ.: Πάψε, και μ’ έχεις βγάλει από τα ρούχα μου!
ΡΕΝΑ: Μα... Πώς σας έχω βγάλει από τα ρούχα σας; Πότε έγινε αυτό; Εγώ
ντυμένο σας βλέπω. Και στο «σικ» μάλιστα!
κ. ΝΤ.(ξαφνικά δείχνει κουρασμένος): Άφησέ το καλύτερα…
ΡΕΝΑ (απορεί): Τι ν’ αφήσω…
κ. ΝΤ.: Πού να πάρει… Σταμάτα, επιτέλους, να τα παίρνεις όλα κατά γράμμα!
ΡΕΝΑ (Χτυπώντας το κεφάλι): Το γράμμα! Μα πώς το ξέχασα τόση ώρα; Και βέβαια
το πήρα το γράμμα.
(Πλησιάζει στο γραφείο της και πιάνει ένα φάκελο)
Αυτό το γράμμα ήρθε χτες. Είναι από την Περιφέρεια.
κ. ΝΤ.: Από την Περιφέρεια; Τι είναι;
ΡΕΝΑ: Είναι ένα καινούργιο μεγάλο κτήριο όλο τζάμια παντού, κοντά στην…
περιφερειακή λεωφόρο.
κ. ΝΤ. (δείχνει όλο και πιο εξουθενωμένος): Ξέρω πού είναι η Περιφέρεια, δεσποινίς
Ρένα. Γνωρίζω και τον ίδιο τον Περιφερειάρχη. Κάποτε έπαιζα «πέντε επί
πέντε» μαζί του κάθε Σάββατο. Είμαστε φίλοι. Τι λέει το γράμμα του;
ΡΕΝΑ: Λέει ότι δεν θα μπορέσει να εγκαινιάσει το νέο σας εμπορικό κέντρο. Πρέπει
να πάει το γιο του στον οδοντίατρο εκείνη τη μέρα.
κ. ΝΤ.: Πρέπει να πάει το γιο του στον οδοντίατρο. Κάπως ελαφρύ μου φαίνεται
αυτό σαν πρόσχημα… Δεν νομίζεις;
ΡΕΝΑ (ζυγίζει στο χέρι το γράμμα): Ελαφρύ… Δεν ξέρω κύριε Ντίνα. Πάντως το
γράμμα στάλθηκε με κανονική ταρίφα. Πρέπει να ζυγίζει λιγότερο από είκοσι
γραμμάρια. Πράγματι, ίσως είναι κάπως ελαφρύ…
κ. ΝΤ.: Α, ναι; Τέλος πάντων… Δεν ήθελα να πω αυτό. Αν ο περιφερειάρχης δεν
εγκαινιάσει το εμπορικό μου κέντρο και αν ο Ντέμος δεν δημοσιεύσει το
άρθρο του, θα ναυαγήσει όλο το εγχείρημά μου!
ΡΕΝΑ: Θα ναυαγήσει; Μα γιατί πιστεύετε ότι θα ναυαγήσει; Το εμπορικό σας κέντρο
είναι καλά στεγανοποιημένο, δεν υπάρχει ρέμα εκεί κοντά, και η θάλασσα
απέχει τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα από το σημείο εκείνο. Δεν διατρέχει, λοιπόν,
κανένα κίνδυνο!
κ. ΝΤ. (κλαψουρίζοντας): Ρένα, σέ παρακαλώ… Πάψε. Το κεφάλι μου γυρίζει.
ΡΕΝΑ: Αυτό είναι καλό σημάδι. Τουλάχιστον δεν έχετε πάθει κανένα
στραβολαίμιασμα.
κ. ΝΤ. (μένει άναυδος): Τι να πάθω, στραβολαίμιασμα;
ΡΕΝΑ: Και βέβαια! Αν στράβωνε ο λαιμός σας, δεν θα μπορούσε το κεφάλι σας να
γυρίζει. Μην ανησυχείτε λοιπόν, εφόσον το κεφάλι σας γυρίζει!
Κ. ΝΤ. (βρίσκεται στα όρια της λιποθυμίας): Ρένα, σε ικετεύω. Σταμάτα επιτέλους.
Έλεος!
(Κουνάει χλιαρά το χέρι)
Σκούπα που θέλεις… Σκούπα, μωρέ, σκούπα…
ΡΕΝΑ (έκπληκτη): Πώς;
Κ. Ντ. (κάνει τη χαρακτηριστική κίνηση της σκούπας): Σκούπα, Ρένα, σκούπα!
ΡΕΝΑ: Αμέσως, κύριε Ντίνα. Αμέσως.
(Σηκώνεται, παίρνει μια σκούπα που βρίσκεται όρθια σ’ ένα τοίχο και αρχίζει
να σκουπίζει γρήγορα το χώρο, ενώ ο κ. Ντίνας πέφτει αποκαμωμένος πάνω
στο γραφείο του).
Τ Ε Λ Ο Σ
|