Το μάθημα της ιστορίας είναι μείζονος σημασίας για τη διαμόρφωση συλλογικής ταυτότητας και την απόκτηση αυτοσυνείδησης. Γι’ αυτό διατηρεί την ιδιαίτερη βαρύτητά του και αποτελεί βασικό στοιχείο του σχολικού ωρολογίου προγράμματος. Δεν νοείται έθνος ή κοινωνική ομάδα που να μη διδάσκει την ιστορία της, την (επικρατούσα) εκδοχή της δηλαδή, στις επερχόμενες γενιές.
Η κοινή γνώμη, όπως συνέβη και πρόσφατα σε αντίθεση μ’ ότι συμβαίνει σ’ άλλους τομείς της σχολικής γνώσης, ευαισθητοποιείται εύκολα πάνω σε ζητήματα που αφορούν τη διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία. Αλλά και στη συνείδηση των εκπαιδευτικών το μάθημα της ιστορίας καταλαμβάνει σήμερα περίοπτη θέση: ουδείς διανοείται να καταστρατηγήσει το καθημερινό πρόγραμμα σε βάρος της ιστορίας. Αντίθετα μάλιστα, πολλοί είναι εκείνοι που διαμαρτύρονται ότι ο χρόνος που προβλέπεται στο εβδομαδιαίο σχολικό πρόγραμμα δεν είναι αρκετός για να διδαχτούν τα παιδιά την ελληνική ιστορία σε ικανοποιητικό βαθμό.
Φυσικά, παρόμοια ζητήματα δεν είναι διόλου ασήμαντα και οφείλουν να απασχολούν τόσο την εκπαιδευτική κοινότητα όσο και το κοινωνικό σύνολο. Εξίσου σημαντικά ωστόσο είναι κι εκείνα που απασχολούν αποκλειστικά την εκπαιδευτική κοινότητα και έχουν να κάνουν με τη μετάδοση των ιστορικών γνώσεων. Διότι είναι κοινό μυστικό ότι το μάθημα της ιστορίας, λόγω της ιδιαίτερης υφής του, πολύ εύκολα μπορεί να αποβεί πληκτικό για τους μαθητές και επομένως μη αποτελεσματικό. Καλό είναι λοιπόν να δίνουμε το χρόνο και τη βαρύτητα που απαιτείται για την κατάκτηση των στοιχειωδών ιστορικών γνώσεων στο δημοτικό σχολείο, αλλά τι γίνεται με το αποτέλεσμα της διδασκαλίας; Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι είναι αμφίβολο αν τα παιδιά της σχολικής ηλικίας γνωρίζουν τουλάχιστον τους σταθμούς της ελληνικής ιστορίας, ή αν κατέχουν τις βασικές ιστορικές γνώσεις…
Στη σύγχρονη διδακτική έρευνα, ωστόσο, έχουν αναπτυχθεί διάφορες τάσεις που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί δίνουν ποικίλες απαντήσεις στα διδακτικά ζητήματα της ιστορίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενεργοποίηση των μαθητών και στο ζωντάνεμα της ίδιας της ιστορίας. Συγκεκριμένα τονίζεται ότι για να προσεγγίσουμε την ιστορική γνώση χρειάζεται να έχουμε πρόσβαση σε ιστορικές πηγές και να μπορούμε να επεξεργαστούμε ντοκουμέντα. Ιδιαίτερη θέση κατέχει η επιτόπια έρευνα με επισκέψεις σε τόπους όπου διαδραματίστηκαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα. Μεγάλη έμφαση δίνεται επίσης στη δυνατότητα να συνομιλούμε με πρόσωπα που πήραν μέρος στα σχετικά πρόσφατα ιστορικά γεγονότα.
Καλές και άγιες, θα πει κανείς οι θεωρητικές επεξεργασίες, αλλά συνήθως εμείς οι δάσκαλοι κολλάμε στο ‘‘δια ταύτα’’: Πώς θα αξιοποιήσουμε την επεξεργασμένη επιστημονική γνώση, μέσα από ποιους δρόμους, ποια μορφή θα πάρουν τα μαθήματα στα πλαίσια του σχολικού χρόνου και σε εναρμόνιση γενικότερα με το διδακτικό αντικείμενο, ποια σχέση θα έχουν με τη διδακτέα ύλη ώστε να υπηρετήσουμε καλύτερα τους σκοπούς του μαθήματος της ιστορίας.
Πολλά μπορούμε να κάνουμε, αν πραγματικά το θέλουμε, εφόσον οι παραπάνω προτάσεις είναι και εφικτές και εξαιρετικά χρήσιμες στη σύγχρονη διδακτική πράξη. Εμείς απ’ τη μεριά μας, ξεκινήσαμε από το 2005-06 στην περιφέρειά μας μια σειρά από ενεργήματα για να σπουδάσουμε την ιστορία μέσα από ζωντανά μαθήματα είτε διαμορφώνοντας σχέδια εργασίας για τη βιωματική μελέτη της τοπικής ιστορίας είτε καλώντας πρωταγωνιστές της πρόσφατης ιστορίας μας για να συνομιλήσουμε, τηρώντας όλες τις συμβατικές προϋποθέσεις της σχολικής ζωής (μάθημα ιστορίας, εθνικές γιορτές & επέτειοι).
Ας δούμε, όμως, πώς οργανώσαμε μέχρι τώρα κάποια μαθήματα ζωντανής ιστορίας.