Το διδακτικό μας εγχείρημα

Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω δοκιμάσαμε να στραφούμε προς την αξιοποίηση του παραμυθιού για την καλλιέργεια της προφορικής αφήγησης. Σ’ αυτή την προσπάθεια επικεντρώσαμε στην ανάπτυξη της προφορικής ικανότητας. Στην έκφραση του γραπτού λόγου δεν προσφύγαμε παρά μόνο βοηθητικά, προκειμένου να επιτύχουμε τη δόμηση της σκέψης .
Στην πράξη επιλέξαμε δύο πεδία εφαρμογής: το πρώτο πάνω σ’ ένα ελληνικό και το δεύτερο πάνω σ’ ένα ξένο (γαλλικό) παραμύθι. Δοκιμάσαμε την πρακτική εξάσκηση στην προφορική ικανότητα σε δύο επίπεδα: το πρώτο ήταν προσαρμοσμένο στις δυνατότητες των παιδιών που φοιτούν σε μικρές τάξεις, ενώ το δεύτερο στις ικανότητες των παιδιών που φοιτούν σε μεσαίες και μεγαλύτερες τάξεις. Το πρώτο το δουλέψαμε με τα παιδιά της Β΄ τάξης ενός πολυθεσίου σχολείου (1ο Δημοτικό σχολείο Αμφιλοχίας), ενώ το δεύτερο με τα παιδιά της Ε΄- Στ΄ τάξης ενός τριθέσιου σχολείου (Δημοτικό Σχολείο Εμπεσού). Και οι δύο προσπάθειες έλαβαν χώρα την άνοιξη του 2010.

[   Εδώ θα παρουσιάσουμε σε γενικές γραμμές τη μορφή που πήρε η δόμηση του παραμυθιού «Οι μουζικάντες» στη Β΄ τάξη του 1ου Δημοτικού σχολείου Αμφιλοχίας.]  

ΟΙ  ΜΟΥΖΙΚΑΝΤΕΣ 

ΜΙΑ ΦΟΡΑ κι έναν καιρό ήταν ένας γεωργός κι είχεν ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος εγέρασε κι ο γεωργός πήγε και τον έδεσε έξω να ψοφήσει.
Από κει πέρασεν ένας κυνηγός κι είχεν ένα σκυλί, αλλά δεν το ήθελε πια, γιατί εγέρασε και δεν έβγαζε τους λαγούς.
Ο σκύλος εστάθηκε κι ερώτησε το γάιδαρο:
- Τι κάνεις, καημένε γάιδαρε, εδώ;
Λέει ο γάιδαρος:
- Μ’ έδεσεν εδώ τ’ αφεντικό μου να ψοφήσω, γιατί εγέρασα.
- Και μένα μ’ έδιωξεν ο δικός μου, γιατί δεν βλέπω πια τους λαγούς.
- Έρχεσαι, του λέει ο γάιδαρος, να πάμε να γίνουμε μουζικάντες;
- Έρχομαι, λέει ο σκύλος.
Έκοψε τότε το σκοινί του ο γάιδαρος κι έφυγαν.
Έξω απ’ το χωριό βρήκαν μια γάτα, που καθόταν σ’ ένα πεζούλι και έκλαιγε και με το μαντήλι σκούπιζε τα δάκρυά της.
Της λέει τότε ο γάιδαρος:
- Γιατί κλαις, συντέκνισσα;
- Γιατί κλαίω; Εγέρασα και δε βλέπω πια τους ποντικούς και γι’ αυτό η κυρά μου μ’ έδιωξε.
- Δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας, που πάμε να γίνουμε μουζικάντες;
- Έρχομαι.
Λέει τώρα ο σκύλος στο γάιδαρο:
- Δεν μπορώ, καημένε γάιδαρε, να περπατήσω.
Του λέει τότε ο γάιδαρος:
- Ανέβα στη ράχη μου. Ανεβαίνει στη ράχη του ο σκύλος, ανεβαίνει κι η γάτα και πάνε καβάλα στο γάιδαρο.
Πήγαν-πήγαν, έφτασαν σ’ ένα εξοχικό σπίτι. Απάνω σε μια κολώνα ήταν ένας πετεινός και λαλούσε. Του λέει ο γάιδαρος:
- Καημένε πετεινέ, γιατί λαλείς;
- Ας τα, λέει ο πετεινός. Έχει μουσαφιρέους τ’ αφεντικό μου και θα με σφάξει.
- Δεν έρχεσαι μαζί μας, πού πάμε να γίνουμε μουζικάντες;
Πηδάει κι ο πετεινός πάνω στο γάιδαρο.
Πήγαν-πήγαν, έφτασαν σ’ ένα δάσος κι εβραδιάστηκαν εκεί. Λένε στη γάτα: «Ανέβα, γάτα, σ’ ένα ψηλό δέντρο και κοίταξε, αν φαίνεται πουθενά καμιά φωτιά». Η γάτα ανέβηκε απάνω σ’ ένα δέντρο και είδε φως μέσα στο δάσος. Εκεί ήταν ένα καλύβι και μέσα στο καλύβι καθόταν μια συντροφιά από κλέφτες. Τη στιγμή που οι κλέφτες κατεβάζανε το καζάνι με το φαΐ απ’ τη φωτιά, βάζει ο γάιδαρος το κεφάλι του απ’ το παράθυρο κι αρχίζει να γκαρίζει: Γκα-γκα-γκάου, ο σκύλος: γάου,γάου, η γάτα: νιαου,νιάου, ο πετεινός: κι-κι-ρι-κου…
Οι κλέφτες τα ’χασαν· θάρρεσαν πως είναι ξωτικές και πήραν το δρόμο.
Μπαίνει μέσα ο γάιδαρος με την παρέα του, καθήσανε και την κάνανε να!
    Σαν έφαγαν, ο γάιδαρος βγήκεν όξω και κυλιόταν, ο σκύλος κάθησε στην πόρτα, η γάτα στο τζάκι κι ο πετεινός ανέβηκε σ’ ένα κλαρί μπροστά στο καλύβι. 
Σαν νύχτωσε κι οι μουζικάντες μας κοιμού-νταν, λέει ο καπετάνιος στους κλέφτες:
- Ποιος είναι παλληκάρι να πάει να ιδεί τι γίνεται στο καλύβι;
- Εγώ, λέει ένας.
- Άντε να πας.
Πάει αυτός, μπαίνει μέσα. Το σκυλί στην πόρτα δεν τον πείραξε. Βλέπει αυτός τα μάτια της γάτας λέει: «ακόμα βαστάει η φωτιά». Πάει κοντά να πιάσει φωτιά ν’ ανάψει τη λάμπα, τον αρπάζει η γάτα απ’ τα μούτρα. Πάει να βγει  όξω, τον  αρπάζει απ’ τα ποδάρια ο σκύλος.  Βγαίνει όξω, τον αρχίζει ο γάιδαρος στα κλωτσίδια. Ο πετεινός φωνάζει απ το κλαρί: «κι-κι-ρίκου, πιάστε τον, πιάστε τον».
Φεύγει αυτός τρομαγμένος. Σα γύρισε, τον ερώτησαν τι έκανε.
- Ας τα, λέει. Πάω να ιδώ στο τζάκι, μ’ αρπάζει μια στρίγγλα απ’ τα μάτια. Πάω να βγω όξω, μ’ αρπάζει άλλη απ’ τα ποδάρια. Βγαίνω όξω και μου δίνει μια μεγάλη στρίγγλα μ’ ένα ξύλο μια και μ’ έριξε κάτω, κι άλλη μια φώναξε: «πιάστε τον-πιάστε τον».
- Οι κλέφτες, πού να ξαναπατήσουν πια στο καλύβι! Ο γάιδαρος, ο σκύλος, η γάτα κι ο πετεινός, τρώγανε και πίνανε και μας δε μας δίνανε.

 

Γ.Α. Μέγα, Ελληνικά παραμύθια, τομ. Β΄, Αθήνα, Ι.Δ. Κολλάρος & Σία, 1978
(παραλλαγή Χίου, Αrgenti-Rose)

Αρχική σελίδαΕπόμενη σελίδα