Σκηνοθεσία: Ζαν Πολ Λε Σανουά
(1949)
Διάρκεια: 112΄ (γαλλική, ασπρόμαυρη)
Τόπος προβολής: Αμφιλοχία
Ημερομηνία: 17/11/2011 (8μ.μ)
Επιτέλους! Η ταινία-σταθμός, στην ιστορία της παιδαγωγικής έφτασε και στη χώρα μας.
Από τις εφημερίδες μάθαμε τον περασμένο Νοέμβρη (2010) ότι η θρυλική ταινία ‘‘L’ école buissonnière’’ προβλήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας με το δόκιμο τίτλο «Το Σκασιαρχείο». Έτσι, ύστερα από 61 ολόκληρα χρόνια, το ελληνικό κοινό αξιώθηκε, χάρις στην πρωτοβουλία του Νεανικού Πλάνου, να απολαύσει την ταινία-θρύλο ενός μεγάλου παιδαγωγικού κινήματος.
Στην Ελλάδα, η ύπαρξη της ταινίας, ήταν γνωστή, για όσους σπούδαζαν παιδαγωγική, τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχές της δεκαετίας του ’80, από τις παραδόσεις του καθηγητή Χ. Φράγκου (Ψυχοπαιδαγωγική: 1977: 145). Όμως, μέσα σ’ ένα διάστημα δύο ολόκληρων γενεών, η ταινία παρέμεινε άγνωστη - ή μήπως ‘‘απαγορευμένος καρπός’’;- εντός της ελληνικής επικράτειας! Κι αυτό ασφαλώς δεν είναι τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς τα πάθη αυτού του τόπου και την παιδαγωγική οπισθοδρόμηση που βίωσε η χώρα μας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σενάριο της ταινίας: Ο κ. Πασκάλ, ήρωας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, έχει πτυχίο δασκάλου και διορίζεται στα 1920 στο Σαλέζ ένα μικρό χωριό της Άνω Προβηγκίας. Γρήγορα διαπιστώνει ότι οι μαθητές του δεν έχουν ενδιαφέρον για το σχολείο. Για να αντιμετωπίσει τη σκληρή αυτή πραγματικότητα, αλλάζει ριζικά τις διδακτικές του μεθόδους: Ακούει τα παιδιά, εμπνέεται από την ευρηματικότητά τους, βγαίνουν συνεχώς στη φύση. ‘‘Τους βγαίνει τ’ όνομα’’ –εξ ου και ο τίτλος της ταινίας. Αλλά έτσι καταφέρνει να εμφυσήσει στους μαθητές τη χαρά της μάθησης. Όμως αυτή η μικρή επανάσταση, δεν αρέσει σε κάποιους παράγοντες της τοπικής κοινωνίας.
Το παραπάνω σενάριο αναφέρεται στην αληθινή ζωή του μεγάλου Γάλλου παιδαγωγού και εκπαιδευτικού μεταρρυθμιστή Σελεστέν Φρενέ (1896-1966). Στηρίζεται στις σημειώσεις της συζύγου του Ελίζ, όπου καταγράφεται η πρώτη χρονιά της θητείας του, όταν νεαρός δάσκαλος εκείνος, βρέθηκε στο μικρό αγροτικό σχολείο του Μπαρ-συρ-Λου, ενός χωριού κοντά στη Νίκαια. Εκεί, άρχισε να βάζει τις βάσεις για ένα άλλο σχολείο που δεν είναι ξεκομμένο από την κοινωνία, όπου κάθε παιδί αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή προσωπικότητα και μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα.
Ο Σ. Φρενέ ανήκει στους πρωτοπόρους της Νέας Αγωγής. Ήταν εκείνος που εισήγαγε πρώτος στο σχολείο τις νέες τεχνολογίες της εποχής (τυπογραφία, ραδιόφωνο, κινηματογράφος). Συνέδεσε το όνομά του με την εισαγωγή του τυπογραφείου στην τάξη και την καθιέρωση της διασχολικής αλληλογραφίας. Πάλεψε κάτω από αντίξοες συνθήκες και είχε θαυμαστά αποτελέσματα. Αλλά οι μέθοδοί του δεν ήταν αρεστές στο κατεστημένο. Διώχτηκε λυσσαλέα, γεγονός που μας θυμίζει τη μοίρα του δικού μας παιδαγωγού Αλέξανδρου Δελμούζου και το Παρθεναγωγείο του Βόλου. Τελικά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη δημόσια εκπαίδευση για να συνεχίσει πιο ελεύθερα το παιδαγωγικό του έργο.
Όμως τώρα δεν ήταν πια μόνος. Στο δρόμο των ιδεών του βάδιζαν πολλοί δάσκαλοι, εργάτες όλοι του σχολείου του λαού. Από τις ιδέες του Σ. Φρενέ δημιουργήθηκε ένα διεθνές συνεργατικό κίνημα αγωγής, το οποίο, παρ’ ότι πέρασε από σαράντα κύματα, είναι ακόμα ζωντανό.
Πρόκειται για μια ταινία-ύμνο στο λειτούργημα του εκπαιδευτικού και στην ελεύθερη δημιουργική εκπαίδευση.
Ωστόσο, εκτός από την αυθεντικότητα του παιδαγωγικού ντοκουμέντου, η ταινία έχει, επίσης, μια δυνατή δραματουργική δομή και η ευφάνταστη σκηνοθεσία του Ζαν Πολ Λε Σανουά αναδεικνύει άριστα την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’20. Γι’ αυτό, θεωρείται ένα από τα σημεία αναφοράς στην ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου. Είναι μια από τις λίγες ταινίες που επηρέασαν βαθιά τους δημιουργούς της νουβέλ βάγκ, όπως ομολόγησε άλλωστε κι ένας αυθεντικός της εκπρόσωπος, ο Φρανσουά Τρυφώ.
Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι, όταν εμφανίστηκε, η ταινία σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία. Απέσπασε περισσότερα από 30 βραβεία και αναδείχτηκε τη χρονιά εκείνη η καλύτερη ξένη ταινία στην Αμερική. Πρόσφατα, μάλιστα, υιοθετήθηκε από την Κινηματογραφική Επιτροπή του Ο.Η.Ε. «ως έργο τέχνης που αποτελεί ύμνο στα ανθρώπινα δικαιώματα».