Το πλοίο βρίσκεται στη μέση της Μεσογείου, όταν ακούγεται δυνατή η
>φωνή του παρατηρητή από ψηλά στο κατάρτι: "Πειρατικό δεξιά μας".
>"Γρήγορα φέρτε μου το κόκκινό μου πουκάμισο", φωνάζει ο καπετάνιος.
>Περίεργος ο δεύτερος πλοίαρχος τον ρωτάει: "Γιατί θέλεις το κόκκινο
>πουκάμισο;" "Κοίτα, μπορεί να πληγωθώ και δεν θέλω να φαίνεται το αίμα
>και να χάσει το ηθικό του το πλήρωμα" του απαντά εκείνος. Γίνεται η
>μάχη και βυθίζεται το πειρατικό.
>Σε λίγες μέρες νέα κραυγή από τον παρατηρητή: "ΔΩΔΕΚΑ πειρατικά
>μπροστά μας!!!" Και αμέσως μετά η φωνή του καπετάνιου: "Το καφέ μου
>παντελόνι γρήγορα"

>Ένας τύπος σε κακό χάλι, γεμάτος γρατζουνιές στο πρόσωπο και στο λαιμό
>συναντιέται με ένα φίλο του. Εκείνος ανήσυχος τον ρωτά:
>-Μα καλά τι έπαθες;
>-Ασε...
>-Μα διάολε είσαι χάλια...Πες μου επιτέλους τι έπαθες!
>-Ασε... θάψαμε χθες την πεθερά μου!
>-Καλά και τι είναι όλες αυτές οι γρατζουνιές;
>-Δεν ήθελε...


> O ι νυχτερίδες κοιμούνται στο δάσος. Ξαφνικά, μια όπως είναι
>κρεμασμένη
>ανάποδα, κάνει μία τσάκ και κάθεται όρθια στο κλαδί.
>Από το διπλανό κλαδί μια άλλη νυχτερίδα φωνάζει στο από κάτω κλαδί:
>«Μήτσο, ξύπνα. Ο Γιώργος λιποθύμησε»


>Πάει ένας ινδιάνος στο ληξιαρχείο και λέει στον υπάλληλο ότι θέλει να
>αλλάξει το όνομά του «Πώς λέγεστε;» τον ρωτάει εκείνος. "Πέτρα που
>ξεκόλλησε από τον βράχο, κυλάει στην πλαγιά, διασχίζει τα δάση, πέφτει
>στη λίμνη και χάνεται στο βυθό» απαντάει ο Ινδιάνος, ενώ ο υπάλληλος
> τον κοιτάζει
> εμβρόντητος «Μα καλά τι όνομα είναι αυτό? Και πως θέλετε να το
>κάνετε?» τον ξαναρωτά.
>Κι ο Ινδιάνος απαντά: «Σπλάτς!»


> Δ ύο φίλοι βγάζουν τα σκυλιά τους βόλτα. Ο ένας έχει ένα κανίς και ο
>άλλος ένα μικροσκοπικό τσιουάουα. Κάποια στιγμή λέει ο ένας στον άλλο:
>-Δεν πάμε σε εκείνο το εστιατόριο απέναντι να τσιμπήσουμε κάτι?
>-Δεν θα μας αφήσουν να μπούμε με τα σκυλιά απαντάει ο δεύτερος
>-Μη σε νοιάζει ακολούθησε με και κάνε ότι κάνω
>Φοράει λοιπόν μαύρα γυαλιά και πάει στο εστιατόριο.
>-Απαγορεύονται τα σκυλιά...του λέει ο σερβιτόρος
>-Μα είμαι τυφλός και αυτό είναι οδηγός-σκυλί
>-Έχεις σκυλάκι κανίς για οδηγό?
>-Βέβαια το χρησιμοποιούν πολύ τώρα τελευταία
>-Τέλος πάντων, πέρασε
> Βάζει και ο δεύτερος φίλος μαύρα γυαλιά και πλησιάζει στο εστιατόριο
>-Απαγορεύονται τα σκυλιά...λέει και σε αυτόν ο σερβιτόρος
>-Μα είμαι τυφλός και αυτό είναι οδηγός-σκυλί
>-Θα με τρελάνεις ρε φίλε? Τσιουάουα οδηγός γίνεται?
>-Σοβαρολογείς, τσιουάουα μου δώσανε?

 

Η ευχή

Ένας άντρας, έκανε τη συνηθισμένη του βόλτα
περπατώντας στους δρόμους της Αθήνας λέγοντας την
προσευχή του. Ξαφνικά λεει δυνατά:"Θεέ μου σε
παρακαλώ, άσε με να σου κάνω μια ευχή!"

Τότε μονομιάς, οι ουρανοί σκοτεινιάζουν, σύννεφα
απλώνονται από πάνω του και η φωνή του Θεού από το
υπερπέραν ακούγεται να λεει: "Επειδή ανέκαθεν
προσπαθούσες και ήσουν πιστός σε εμένα με κάθε τρόπο,
θα σου δώσω την ευκαιρία να κάνεις την ευχή σου."

Κι ο τύπος λεει: Θέλω να φτιάξεις μια γέφυρα μέχρι την
Πάρο, έτσι ώστε να πηγαίνω με το αμάξι μου όποια ώρα
θελήσω.

Ο Κύριος του απαντάει: "Το αίτημα σου είναι καθαρά
τεχνοκρατικό. Φαντάσου τις δαπάνες ενός τέτοιου
εγχειρήματος.

Τα χιλιάδες στηρίγματα που θα χρειάζονταν και θα
έφταναν τα βάθη του Αιγαίου! Το τσιμέντο και το ατσάλι
που θα χρειαζόταν! Μπορώ να το κάνω, αλλά μου είναι
δύσκολο να εκπληρώσω την επιθυμία σου για ένα ζήτημα
τόσο πεζό.

Μπορείς να σκεφτείς κάτι άλλο; μια ευχή που θα με
τιμούσε και θα με δόξαζε.

Ο άντρας σκεφτόταν για πολύ, πολύ ώρα.

Τελικά λέει: "Θεέ μου, εύχομαι να μπορούσα να καταλάβω
τις γυναίκες.

Θέλω να ξέρω πώς νοιώθουν μέσα τους, τι έχουν στο
μυαλό τους όταν δεν μιλούν, γιατί κλαίνε, τι εννοούν
όταν λένε 'όχι' και πώς μπορώ να κάνω μια γυναίκα
αληθινά ευτυχισμένη"

Μετά από λίγα λεπτά ο Θεός του λέει: "Θέλεις δύο
λωρίδες ή τέσσερις σ' εκείνη τη γέφυρα;"