Home
Σπουδή στην Εκλησιαστική Εικονογραφία
Αν και η διαφορετική εικαστική σκέψη της Χριστιανικής και αργότερα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας έδωσε τόσο σημαντικά και διαφορετικά έργα από εκείνα της νατουραλιστικής απόδοσης, αυτά θα μπορέσουν να γίνουν κατανοητά αλλά και να αξιολογηθούν μόνον αν τα μελετήσουμε με κριτήρια οικεία στον πολιτισμό που τα δημιούργησε και όχι με τα κριτήρια του νατουραλισμού. Θα πρέπει, αφού μελετήσουμε τις ελληνιστικές νατουραλιστικές απαρχές της εκκλησιαστικής απεικόνισης, να αντιμετωπίσουμε την αγιογραφία ως ιδιαίτερο εικαστικό σύστημα. Ως τέτοιο έχει τις δικές του αρχές και αξίες. Μη αναζητώντας τη φωτογραφική ομοιότητα με το πρωτότυπο και την αναπαράστασή του, το συγκεκριμένο εικαστικό σύστημα, καταγράφει ορισμένα χαρακτηριστικά του που διαμορφώνουν την υπόστασή του. Η μορφή, μέσω της κάθαρσης των ανθρωπίνων και υλικών χαρακτηριστικών της, αποκτά την πνευματική της επικοινωνιακή διάσταση που είναι και η ζητούμενη. Η σκόπιμη απομάκρυνση του πρόσκαιρου και φθαρτού, αλλά και η αποφυγή απόδοσης προσωπικών χαρακτηριστικών και συναισθημάτων στις μορφές, είναι καθοριστικά στοιχεία στην διαμόρφωση αυτής της μορφής επικοινωνίας. Μιας επικοινωνίας που αντλεί το κύριο μέρος της από το ιερό και κάνει λόγο για πνευματική ζωή. Που αντλεί από το θησαυρό των μύθων και οδηγεί στη θρησκευτικότητα. Μιας επικοινωνίας που τελικά στηρίζεται σε εικόνες που επιβιώνουν μέσω της μεταφυσικής τους αλήθειας και που δεν χρειάζεται κάθε φορά να αλλάζουν μορφή για να γίνουν αντιληπτές από τον πιστό-θεατή. Η ομοιότητα που παρατηρείται στην εσωτερικότητα, στην ηθικο-πνευματική διάσταση των εικόνων είναι εκείνη που τις καθορίζει και τις διαχωρίζει από κάθε άλλη μορφή τέχνης μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Και αν τελικά είναι υπαρκτός ο φόβος για την λειτουργία της εικόνας στην εποχή μας, ως επικοινωνιακό και κατά συνέπεια πληροφοριακό μέσο, τότε πως θα ξεπεραστεί όταν λειτουργούμε κάτω από συνθήκες δουλικής αντιγραφής; Η νέκρωση της έκφρασης μέσα από φωτοτυπικές διαδικασίες τι σχέση μπορεί να έχει με κόσμους πνευματικούς και κόσμους τελείωσης; Η εκκλησιαστική εικόνα δεν αποτελεί προϊόν για να υπερπαράγεται. Αν την αντιμετωπίζουμε ως τέτοια και λειτουργούμε εξοντώνοντας όλους τους εσωτερικούς ήχους της ελεγχόμενοι από ευτελείς φιλοδοξίες και απληστία, τότε απομακρυνόμαστε από το πλαίσιο που τη διαμόρφωσε και ταυτόχρονα απομακρύνουμε και τον θεατή. Κάτω από αυτή την αντιμετώπιση η αγιογραφική τέχνη, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, απομακρύνεται από τη σφαίρα της πνευματικής ζωής.
Η σύγχρονη εικονογραφία οφείλει να βγει από την ακινησία της τέχνης των αντιγραφέων και να ξαναβρεί την δημιουργική δύναμη των παλαιών εικονογράφων. Όχι αντιγράφοντάς τους, αυτό άλλωστε δεν μπορεί να γίνει και να αποτελεί τέχνη. Ως τέτοια είναι νεκρή και δεν απευθύνεται σε κανέναν, αφού κανένας δεν έχει τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες για να διαμορφώσει μια σχέση μαζί της. Παραφράζοντας τα λόγια του Μάριου Μαρκίδη[1η εικόνα πρέπει να αποδίδει έργο, να εξαργυρώνεται και να ψαρεύει ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Μόνο τότε η ποίηση, ο μύθος, η φαντασία και η τρέλα μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στην αυθαιρεσία απέναντι στη φύση, ενάντια στο θεσμό και την εξουσία που απορρέει από αυτόν. Μια στεγνή, κοινότοπη, «αντιποιητική γλωσσική προσωπικότητα» αναπαριστά το υπάρχον μερικά, με συμβάσεις και κώδικες. Η ίδια προσωπικότητα αδυνατεί να αφεθεί στη μαγεία μιας εκκλησιαστικής εικόνας. Αγνοεί τα δυνατά μονοπάτια που του παρέχονται για να εκφραστεί και χρησιμοποιώντας το τυπικό λεξικό και την τυπική γραμματική χάνει τα σημαίνοντα της φύσης του, χωρίς ποτέ να γνωρίσει ότι αυτά αποκτούν την αξία τους μόνο με τη φαντασία και το λόγο.
[1] Βλ. Μαρκίδης (1997), σ. 122.
Από την προφορικότητα στην εγγραματοσύνη
Μαρία Αργυροπούλου
Aπό την προφορικότητα στην εγγραμματοσύνη:
Ευλογία ή κατάρα;
Οι όροι της κοινωνικής ζωής και η πολιτισμική εξέλιξη καθιέρωσαν ένα διαχωρισμό στις μορφές της γλώσσας, γι? αυτό και μπορούμε να μιλάμε σήμερα για προφορική και γραπτή γλώσσα, για προφορικό και γραπτό λόγο. Δηλώνονται έτσι δύο είδη επικοινωνίας που με τη σειρά τους καθορίζουν δύο τύπους κοινωνίας, χωρίς βέβαια να καλύπτουν με ικανοποιητικό τρόπο όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, αφού κατονομάζουν μόνο τα δύο ακραία σημεία ενός φάσματος δυνατοτήτων.
Η χρήση ενός συστήματος σημείων που παραπέμπουν σε καταστάσεις πραγμάτων και γεγονότα μέσα σε μια ομάδα[1], η γλώσσα, κάνει δυνατή την κοινωνική συγκρότηση του ανθρώπου. Μέσα από μια εξελικτική διαδικασία τόσο στο βιολογικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο ο άνθρωπος μαθαίνει τη γλώσσα στηριζόμενος στις έμφυτες προϋποθέσεις που διαθέτει για αυτήν. Στη βάση όμως αυτού του κομματιού της γλώσσας βρίσκεται η ανάγκη για έκφραση της σύγκρουσης ανάμεσα σε ό,τι έχουμε εσωτερικεύσει ?με τον ιδιαίτερο ο καθένας τρόπο του- και στην πίεση για μη απόκλιση από την κοινωνική πραγματικότητα.
Παράλληλα η διαδικασία κατάκτησης της γλώσσας οδηγεί το άτομο και στην απόκτηση μιας εσωτερικής αναπαράστασης του κόσμου, που μπορεί να την εκφράζει ή να μην την εκφράζει. Πάντα όμως ο λόγος του κάθε ατόμου θα αποτελεί συνάρτηση του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο ζει, του πολιτισμού που αναπτύσσεται στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, αλλά και της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει το άτομο.
Ως ιδιαίτερο είδος ζωικής φύσης, ο άνθρωπος, διακρίνεται από μια εκρηκτική κατασκευαστική ικανότητα και αφηρημένη σκέψη, μέσα από τις πολύπλοκες διαδικασίες της οποίας το άτομο εσωτερικεύει τη συμπεριφορά του και την εξωτερικεύει δημιουργώντας. Παραμένει όμως ο άνθρωπος πάντα ένα πλάσμα που χειρονομεί, κινείται, παίρνει στάσεις και εκφράζεται με απλές σωματικές δράσεις[2]. Το γεγονός ότι η αντίληψή μας κινείται και σε άλλους τρόπους πρόσληψης της πραγματικότητας πέρα από τις λέξεις αφήνει περιθώρια για πολύ περισσότερες λειτουργίες του νου που δεν επικεντρώνονται μόνο στην εσκεμμένη και επιδιωκόμενη διανόηση και το σχεδιασμό. Οι αισθήσεις ως τρόπος συμμετοχής στο σύμπαν[3], αλλά και η φαντασία, διαμορφώνουν μια άλλη πραγματικότητα, εικονιστική που όταν είναι άμεσα ορατή, συμβάλλει στην διαμόρφωση συμβόλων. Οδηγούμαστε έτσι, μέσω μιας ελεύθερης φαντασίας, σε μια πλούσια οπτική γλώσσα, μια γλώσσα με «ιδεογράμματα», που βρίσκεται εγγύτερα στη φύση και τα πράγματα απ? ό,τι μια αυστηρά γραμμική ή αλφαβητική γλώσσα, που τελικά αποτελεί αναπαράσταση του ήχου.
Τα γραπτά σύμβολα της γλώσσας έγιναν τελικά τόσο αφηρημένα, ώστε είναι αδύνατο πλέον να αναγνωριστούν ως αναπαραστάσεις του πραγματικού κόσμου. Στα δυτικά αλφάβητα μάλιστα, με αφετηρία το φοινικικό και το ελληνικό, τα γράμματα κατέληξαν να αναπαριστούν ήχους αντί για πράγματα. Συνεχίζει όμως να υπάρχει ως ιδέα η στενή σχέση ενός ανθρώπου με το όνομά του, ανάμεσα στη λέξη και το πράγμα που αυτή αναπαριστά. Και αυτή η σχέση υπάρχει ακόμα και όταν οι γλωσσολόγοι και άλλοι μελετητές κατάλαβαν τη διαφορά ανάμεσα στην ίδια τη λέξη, τον ήχο της και στον τρόπο που γράφεται, ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο.
Η εφεύρεση των πρώτων γραπτών σημείων προέκυψε από την κοινωνική ανάγκη των ανθρώπων να καταγράψουν τα περίφημα έπεα πτερόεντα -εφήμερα εξ ορισμού-, να διασώσουν τους μύθους τους, να διατηρήσουν τα αρχεία τους ή να καταγράψουν γεγονότα.
Η γραφή ως ένα σύστημα ανθρώπινης αλληλεπικοινωνίας με τη βοήθεια οπτικών σημείων που χρησιμοποιούνται συμβατικά[4], γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη για απόκτηση θρησκευτικής και οικονομικής δύναμης και είναι η συνάντηση ενός σωματικού συστήματος (της γλώσσας) και ενός εικονικού συνόλου (της γραπτής απόδοσής της). Ταυτόχρονα όμως η γραφή είναι ίχνος ή αποτύπωμα της φωνής και μέσα από το σχήμα ή το γράμμα εγκλωβίζει τη φωνή. Έτσι ο λόγος παύει να είναι αναλώσιμος και μπορεί να υπάρχει πέρα από τη στιγμή της εκφώνησής του, χωρίς να χρειάζεται έναν ομιλητή και έναν ακροατή για να πραγματωθεί η λειτουργία του. Γίνεται φανερό πως ο γραπτός λόγος δεν αποτελεί προϊόν ενός επικοινωνιακού πλαισίου, αφού η παραγωγή του αποτελεί μια μοναχική πράξη.
Αντίθετα μ? αυτό που γενικά επικρατεί ως πίστη, η γραφή δεν είναι το πιο διαδεδομένο πράγμα στον κόσμο. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν αρκετές περιοχές του κόσμου οι οποίες αγνοούν τη γραφή. Οι γλωσσολόγοι, που έχουν καταμετρήσει τρεις χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες στη Γη, συμφωνούν στο ότι είναι μόλις εκατόν έξι αυτές που συνδέθηκαν με τη γραφή, τόσο ώστε να δημιουργήσουν γραμματεία. Παράλληλα ένας στους δυο ανθρώπους πάνω από είκοσι χρονών δεν γνωρίζει, γνωρίζει κακώς ή δεν γνωρίζει αρκετά τη χρήση της γραφής. Η γλώσσα είναι συντριπτικά προφορική και η βασική προφορικότητά της είναι διαρκής. Οι επεξεργασμένες αναλυτικές κατηγορίες που εξαρτώνται από τη γραφή οργανώνουν τη γνώση που είναι αποστασιοποιημένη από την βιωμένη εμπειρία. Με τη γραφή έχω εικόνες που ποτέ δεν τις έχω βιώσει σε άμεσο επίπεδο, αποθηκευμένες έξω από το μυαλό μου. Χωρίς τη γραφή οι λέξεις δεν έχουν από μόνες τους καμία ορατή παρουσία, ακόμη κι όταν τα πράγματα που αναπαριστούν είναι ορατά. Είναι ήχοι, συμβάντα, γεγονότα. Ταυτόχρονα η γραφή καλλιεργεί την αφαίρεση, που απαγκιστρώνει την γνώση από την αρένα όπου οι άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ τους και διαχωρίζει τον γνώστη από τη γνώση του. Η γραφή κάνει τις λέξεις να μοιάζουν με πράγματα. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί εδώ και η αδυναμία του εγγράμματου να ανακτήσει την αίσθηση που έχει ο προφορικός άνθρωπος για τη λέξη.
Εξετάζοντας τη γλώσσα από κοινωνιολογική σκοπιά θα πρέπει να τη δούμε ως αποτέλεσμα διαδικασιών που είτε οδηγούν σε συμφωνίες οικονομικές και κοινωνικές μεταξύ των ατόμων, είτε σε συγκρούσεις μεταξύ ατόμων, ομάδων και κοινωνικών τάξεων. Οι κοινωνικο-οικονομικές διαδικασίες, σε πολιτικό αλλά και σε οικονομικό επίπεδο προσδιορίζουν ένα σύστημα τάξεων και κατά συνέπεια ένα σύστημα που παράγει, διανέμει και επηρεάζει την ιδεολογία, την κουλτούρα και τη γλώσσα[5]. Έτσι η γλώσσα μπορεί να νοηθεί ως αποτέλεσμα των συνολικών δομών ενός κοινωνικοοικονομικού συστήματος και του τρόπου που σε αυτό προσδιορίζονται οι επικοινωνιακές σχέσεις. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να δούμε και την δημιουργική δύναμη της γλώσσας, τη γλώσσα ως ενέργεια.
Πώς όμως μπορεί να συμβιβαστεί η μοναδικότητα της ανθρώπινης γλώσσας με την απομάκρυνσή της από την πραγματικότητα; Στοιχεία όπως η αφαίρεση, η γενίκευση και η κατηγοριοποίηση μπορούν να λειτουργούν αναπαραστατικά της πραγματικότητας; Η εμπειρία καθώς απομακρύνεται από την αμεσότητα και μετασχηματίζεται μέσω της αφαίρεσης ή της γενίκευσης παύει να ενέχει το στοιχείο της βίωσης. Η γλώσσα αποκτά συμβατικό χαρακτήρα, χάνοντας έτσι την ολότητα των πραγμάτων. Φτάνουμε λοιπόν να μιλάμε, να λέμε λέξεις χωρίς να βιώνουμε. Η εμπειρία είναι έμμεση ?αν μπορεί να υπάρξει τέτοια εμπειρία και αγγίζουμε τελικά τον κόσμο μέσα από την αφαίρεση. Είναι ο λόγος το μοναδικό στοιχείο της γλώσσας που μας μεταφέρει νοήματα και έννοιες μέσω σημείων και συμβόλων; Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε ποια η θέση του ομιλητή και του ακροατή στην πραγμάτωση μιας συγκεκριμένης επικοινωνίας; Λειτουργούν αφαιρετικά και γενικευτικά; Και αυτό σημαίνει μη άμεση βίωση της επικοινωνίας τους μέσω μιας ολικής γλώσσας, που οι λέξεις θα είναι μόνο ένα κομμάτι της; Ακόμα όμως και αν τα σύμβολα παραμένουν παρόντα, ακόμα και αν βιώνουμε έμμεσα συμβολικά και διαμεσολαβητικά την πραγματικότητα, ακόμα και αν αποτελούμε μέρος ενός πολιτισμού συμβόλων, ακόμα και τότε συνεχίζει να υπάρχει η άμεση βίωση με τις υποκειμενικές διαστάσεις της η οποία προσδίδει στην έννοια της ελευθερίας μια φυσική διάσταση, έναν ποιητικό και όχι έναν συμβατικό χαρακτήρα.
Την ίδια στιγμή όμως οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι για να ζούμε και να αντιλαμβανόμαστε με πληρότητα, δεν χρειαζόμαστε μόνο την εγγύτητα με τη φύση αλλά και την απόσταση. Και αυτή που προσφέρει την απόσταση στη συνείδηση όσο τίποτα άλλο, είναι η γραφή. Η τελευταία, διαφέρει από την ομιλία ως προς το ότι δεν πηγάζει αναπόφευκτα από το ασυνείδητο. Η διαδικασία με την οποία η ομιλούμενη γλώσσα γίνεται γραπτή ακολουθεί συνειδητά κατασκευασμένους κανόνες που μπορούν να διατυπωθούν. Ταυτόχρονα η άκαμπτη οπτική παγιότητα ενός κειμένου εγγυάται τη διάρκειά του και δυνατότητά του να αναστηθεί σε απεριόριστα ζωντανά πλαίσια συμφραζομένων από έναν εν δυνάμει άπειρο αριθμό αναγνωστών.
Η ίδια η γραφή σαν ενέργημα είναι φυσιολογικό και αποτελεί μορφή της ανθρώπινης εκφραστικότητας. Όμως με τη γραφή το μυαλό εξαναγκάζεται σε έναν πιο αργό ρυθμό που του δίνει τη δυνατότητα να επεμβαίνει και να επανοργανώνει τις πιο φυσικές διαδικασίες του. Η γραφή καταργεί το χρόνο και επιφέρει ένα είδος κόπωσης στην ψυχή εμποδίζοντας την έκφραση να κινηθεί στους πιο φυσικούς της τρόπους.
Θέτοντας το πρόβλημα της διατήρησης της μνήμης της ανθρώπινης εμπειρίας μέσα από τη γλώσσα, βλέπουμε ότι στις κοινωνίες με προφορική παράδοση ή απουσία γραπτής παράδοσης, παρατηρείται γραφική απεικόνιση σαν αυτή που διακοσμεί πήλινα αγγεία ή και άλλα αντικείμενα. Η επικοινωνία βασίζεται τόσο στην ακουστική αντίληψη του μηνύματος, με την προφορικότητα, όσο και στην οπτική του αντίληψη με την γραφική απεικόνιση[6]. Στη συνέχεια ο γραπτός λόγος υποτάσσει τη γλώσσα κάτω από τη τυπικότητα ενός συστήματος γραφής. Η γλώσσα εδώ γίνεται συμβατική παράσταση, γραμμική, αφήνοντας έξω όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την προφορικότητα και κατά συνέπεια αφήνοντας έξω την ουσία της γλώσσας, που είναι η πραγματικότητα στη φυσική της διάσταση, στις σχέσεις της με τα πράγματα. Οι λέξεις, οι εικόνες αλγεβρώνονται και προσαρμόζονται στις ανάγκες μας, κοινωνικές γενικά ή στενότερα επιστημονικές-πρακτικές,και στο βαθμό που αυτά αποτελούν γλώσσα, νομίζουμε ότι μας φέρνουν σε επικοινωνία, πράγμα όμως που σε ελάχιστο βαθμό συμβαίνει στον πολιτισμένο, γραμματισμένο σύγχρονο κόσμο που έχει σχεδόν ολότελα απολέσει την ικανότητα να διακρίνει την ουσία από το όνομα. Λογαριάζοντας μάλιστα πόσο εξαρτάται η γλώσσα από τη γραφή ή πόσο η κινηματογραφική ή η τηλεορατική γλώσσα μόνο απεικονίζει, πρέπει να κοιτάξουμε μήπως η γλώσσα μας κείται πιο πολύ στο παρελθόν και μήπως στ? αλήθεια, για να παραδοξολογήσουμε, ζούμε σε κάποιο συμβατικό χτες και όχι σήμερα. Γιατί σήμερα αυτά που μένουν είναι γραφή ?η οποία δεν είναι καθόλου ζωγραφική γραφή αλλά απλά τυπογραφικά και οικονομικά σημάδια-, τα χαρτιά, η χάρτινη γλώσσα, μια παιδεία χωρίς τίποτα παιδικό ή έστω δασκαλικό και θεάματα όχι δημιουργικά αλλά αντιγραφικά. Αυτή η απομάκρυνσή μας από τα πράγματα και η προοδευτική εξουδετέρωση της πραγματικότητας σφίγγει πια αποπνικτικά τον πολιτισμό μας. Η γραφή έφερε μαζί με τα άλλα και το επικίνδυνο είδος της πνευματικής αυθεντίας: τον άνθρωπο που, ενώ δεν είναι λαϊκός, φυσικός δηλαδή, θέλει να ορίζει τη γλώσσα και τα όσα αυτή κάνει. Ένας αυστηρός τρόπος γραφής συντηρεί ένα άκαμπτο χαρακτηριστικό περίγραμμα της απεικόνισης στο σύνολό της και αφήνει τα πάντα να προσληφθούν μέσα από απλές εκφράσεις σε αυστηρή ακολουθία σαν μια κλειστή ενότητα που δεν ξεπερνά την ατομικότητα.
Η κοινωνία των ανθρώπων, εκεί όπου η συμβατική ονοματοποιία είναι νόμος, δεν αφήνει περιθώρια για μια «πιστή» απεικόνιση της πραγματικότητας. Αντίθετα μέσω της «κανονικής» γλώσσας της, παίζει με την πραγματικότητα και μας εξαπατά. Δεν αποτυπώνει την ύπαρξη μας στην ολότητά της αλλά μέσα από συμβατικά ονόματα, γραμματικούς τύπους και κανόνες σύνταξης εμποδίζει το υποκείμενο να βιώνει την μαγεία των ήχων και των εικόνων. Σύμφωνα με τον Μάριο Μαρκίδη[7], η γλώσσα πρέπει να αποδίδει έργο, να εξαργυρώνεται και να ψαρεύει ανθρώπους ανά πάσα στιγμή. Μόνο τότε η ποίηση, ο μύθος, η φαντασία, η μαγεία και η τρέλα μπορούν να λειτουργήσουν ενάντια στην αυθαιρεσία απέναντι στη φύση, ενάντια στο θεσμό και την εξουσία που απορρέει από αυτόν. Μια στεγνή, κοινότοπη, «αντιποιητική γλωσσική προσωπικότητα» αναπαριστά το υπάρχον μερικά, με συμβάσεις και κώδικες. Η ίδια προσωπικότητα αδυνατεί να αφεθεί στη μαγεία ενός ποιήματος, μιας εικόνας ή ακόμα στη μαγεία ενός δοξαριού. Αγνοεί τα δυνατά μονοπάτια που του παρέχει η γλώσσα για να εκφραστεί και χρησιμοποιώντας το τυπικό λεξικό και την τυπική γραμματική χάνει τα σημαίνοντα της φύσης του, χωρίς ποτέ να γνωρίσει ότι αυτά αποκτούν την αξία τους μόνο με τη φαντασία και το λόγο.
[1] Βλ. Hofst?tter, Peter (1978): Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Α. Λιβάνης, σ. 227.
[2] Βλ. Morris, Desmond (1998): Ανθρωποπαρατήρηση, μτφρ. Λύμη Μαρίνα. Αθήνα: Αρσενίδη, σ. 8.
[3] Βλ. Αριστοτέλης (1995): Μικρά Φυσικά. Αθήνα: Κάκτος, σσ. 37-41.
[4] Αυτός είναι ο ορισμός της γραφής που αναφέρεται στην TheNewEncyclopediaBritannica (1985), V. 29, p. 982. Παράλληλα ο όρος συμβατικά υποδηλώνει τη δυνατότητα να είναι κατανοητά και να επενεργούν στα άτομα που επικοινωνούν.
[5] Βλ. Βέλτσος, Γ. (1976): Κοινωνία και Γλώσσα. Αθήνα: Παπαζήση, σ. 43.
[6] Βλ.Calvet, Louis-Jean (1995): Η προφορική παράδοση, μτφρ. Μαριαλένα Καρυολέμου. Αθήνα: Μ. Καρδαμίτσα.
[7] Βλ. Μαρκίδης Μάριος, (1997): Ο εξανθρωπισμός της γλώσσας. Αθήνα: Έρασμος, σ. 122.
Νέοι και Ρατσισμός
Αν το επιμέρους έχει, σε επίπεδο μικροδομής και μικροκλίμακας, τη δική του ιδιόμορφη σύσταση και εργονομία, είναι ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο του όλου -της κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει ότι είναι αδύνατο να ερμηνευτεί χωρίς την προσφυγή σ' αυτή την ολότητα. και σ' αυτή την ολότητα η εξατομίκευση των απόψεων των νέων για το ρατσισμό, στο επίπεδο των αποτελεσμάτων και όχι των αιτιών, οδηγεί στη μετατροπή φαινομένων όπως η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η αντιρατσιστική πολιτική, σε εμπορεύματα που ελκύουν συγκεκριμένες -συμβολικά αλλά και χειροπιαστά- υλικές και ανταλλακτικές αξίες. Έτσι μόνο αν κάποιος αποτινάξει μερικούς από τους μύκητες που παρασιτούν επάνω στις παλαιές αξίες και προσπαθήσει να διακρίνει τη μορφή που είχαν αυτές στα μάτια εκείνων που τις δημιούργησαν (Wilson, 1999, σ. 259), θα μπορέσει να κατανοήσει το ρόλο της επικρατούσας εξουσιαστικής δομής και ταυτόχρονα να αναγνωρίσει την αδυναμία του να νοιώθει ελεύθερος μόνο στις στιγμές που αντιμετωπίζει κάποια κρίση ή πρόκληση.
Κλείνοντας σημειώνουμε ότι η καλλιέργεια ενός αντιρατσιστικού πνεύματος με τον εξορθολογισμό του ρατσισμού και τον συσχετισμό του με κοινωνικές συμπεριφορές αγγίζει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων. Η ανάληψη δράσης ενάντια στο ρατσισμό οφείλει να πάει πιο πέρα από την επιβολή ηθικών και νομικών ποινών. Οφείλει να καταπολεμήσει τις συνθήκες δημιουργίας της ρατσιστικής συμπεριφοράς και μια τέτοια δράση δεν μπορεί να είναι παρά κοινωνική και συνάμα μια πράξη αυτοαποδοχής και αντίληψης του εαυτού μας μέσα από τον άλλο, αφού εμείς και οι άλλοι αλλάζουμε συνέχεια θέσεις.