Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν γόνος επιφανούς φαναριώτικης οικογένειας, μέλη της οποίας είχαν λάβει υψηλά αξιώματα στην κεντρική οθωμανική διοίκηση και στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Γεννήθηκε το 1792 στην Κωνσταντινούπολη, από μικρή όμως ηλικία εγκαταστάθηκε στην Πετρούπολη, όπου είχε καταφύγει ο πατέρας του Κωνσταντίνος, πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, όταν έπεσε στη δυσμένεια των Οθωμανών. Στην Πετρούπολη ο Αλέξανδρος σπούδασε με δαπάνες του τσάρου Αλέξανδρου Α΄ και από το 1810 υπηρέτησε ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού. Οι στρατιωτικές του ικανότητες και η ανδρεία του την ώρα της μάχης του στοίχισαν, στη μάχη του Μπάουτσεν (Λειψίας), την απώλεια του δεξιού του χεριού, παράλληλα όμως του επέτρεψαν σε σύντομο διάστημα να κερδίσει τη θέση του υπασπιστή του τσάρου και να ανέλθει στα σκαλοπάτια της στρατιωτικής ιεραρχίας, λαμβάνοντας το 1817 το βαθμό του υποστρατήγου. Τον Απρίλιο του 1820 δέχθηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας, την οποία του πρόσφερε ο εκπρόσωπός της Εμμανουήλ Ξάνθος. Έκτοτε, αφού εξασφάλισε άδεια απουσίας από το ρωσικό στρατό, αφοσιώθηκε στην προετοιμασία και το σχεδιασμό της Επανάστασης, που αρχικά προέβλεπε εξέγερση στην Πελοπόννησο με τη συμμετοχή του ιδίου, εξέγερση των Σέρβων και των Μαυροβούνιων, επανάσταση στη Μολδοβλαχία με το Γιωργάκη Ολύμπιο και το Θεόδωρο Βλαδιμηρέσκου και εμπρησμό του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη. Τα επαναστατικά σχέδια επιβεβαιώθηκαν, με ορισμένες τροποποιήσεις, τον Οκτώβριο του 1820 σε σύσκεψη στο Ισμαήλιο. Τελικά, για λόγους που δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί στις 21 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με λιγοστούς συνεργάτες του ξεκίνησε από το Κισνόβι, την επόμενη 22 Φεβρουαρίου πέρασε τον ποταμό Προύθο και κατέληξε στο Ιάσιο. Εκεί στις 24 Φεβρουαρίου μετά από σύσκεψη με τον ηγεμόνα Μιχαήλ Σούτσο εξέδωσε την προκήρυξη με τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος", που αποτέλεσε και το επίσημο έναυσμα της Επανάστασης. Πρώτο του μέλημα υπήρξε η συγκρότηση αξιόμαχου, εθελοντικού κατά βάση, στρατού και η εξασφάλιση ρωσικής υποστήριξης. Τελικά οι υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις που εισέβαλλαν από τον Απρίλιο του 1821 στις Ηγεμονίες κατόρθωσαν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, μετά από σειρά μαχών (στο Γαλάτσι, Δραγατσάνι, Σκουλένι, Μονή Σέκου) να κάμψουν την ηρωική αντίσταση των επαναστατών και να συντρίψουν τις δυνάμεις τους. Ο Υψηλάντης διέφυγε και προσπαθώντας να κατέλθει στην Ελλάδα συνελήφθη στην Αυστρία. Παρέμεινε σε διάφορες φυλακές μέχρι τις 24 Νοεμβρίου 1827. Πέθανε, βαριά άρρωστος πλέον, στη Βιέννη λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του. Δημήτριος ΥψηλάντηςΟ Δημήτριος Υψηλάντης ήταν δευτερότοκος γιος του φαναριώτη ηγεμόνα της Μολδαβίας και της Βαχίας Κωνσταντίνου και αδελφός του "Γενικού Επιτρόπου της Αρχής" της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρου Υψηλάντη. Γεννήθηκε το 1793 στην Κωνσταντινούπολη όπου έκανε και τις πρώτες του σπουδές. Ακολούθως σπούδασε στο Βουκουρέστι και στο Παρίσι και υπηρέτησε ως αξιωματικός στο ρωσικό στρατό. Συμμετείχε στις πρώτες επαναστατικές ενέργειες στις Ηγεμονίες, σύντομα όμως αποφασίστηκε να μεταβεί στην Πελοπόννησο και να αναλάβει τα ηνία της Επανάστασης ως εκπρόσωπος του αδελφού του Γενικού Επιτρόπου. Έφτασε στην Ύδρα στις 8 Ιουνίου 1821 έχοντας μαζί του έγγραφα του Αλέξανδρου και 300.000 γρόσια, εισφορές κυρίως της οικογένειάς του στον Αγώνα. Στις 12 Ιουνίου απηύθυνε την πρώτη του διακήρυξη προς του Έλληνες και στις 19 Ιουνίου έγινε δεκτός από τους πρόκριτους, στρατιωτικούς και κληρικούς της Πελοποννήσου στο Αστρος, με τους οποίους όμως σύντομα ήρθε σε σύγκρουση, καθώς απαίτησε τη διάλυση όσων πολιτικών αρχών δεν είχαν διοριστεί από τον ίδιο. Ακολούθως εγκατέστησε το στρατηγείο του στα Τρίκορφα προκειμένου να συντονίζει την πολιορκία της Τρίπολης. Το κλίμα οξύτητας και αντιπαράθεσης με τους πρόκριτους της Πελοποννήσου συνεχίστηκε χωρίς να πάρει ακραίες μορφές. Στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1821 εκλέχθηκε πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος τη στιγμή που πρόεδρος του Εκτελεστικού Σώματος εκλεγόταν ο Αλ. Μαυροκορδάτος. Η παρουσία του στα πολιτικά πράγματα συνεχίστηκε, παράλληλα με τη στρατιωτική του δράση στο πλευρό των οπλαρχηγών, κατά τη Β΄ και τη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, όπου μάλιστα η αντίθεσή του προς την έκκληση στην Αγγλία να μεσολαβήσει για την κατάπαυση των εχθροπραξιών τον οδήγησε στην έκπτωση από κάθε στρατιωτικό και πολιτικό αξίωμα. Αποκαταστάθηκε το Μάρτιο του 1827 και λίγο αργότερα ο Ι. Καποδίστριας του ανέθεσε την αρχηγία των στρατευμάτων της Ανατολικής Ελλάδας. Από τη θέση αυτή διακρίθηκε σε μάχες εναντίον των Τούρκων, ενώ το Σεπτέμβριο του 1829 διεξήγαγε και την τελευταία νικηφόρα μάχη του Αγώνα στην Πέτρα Βοιωτίας. Αντιπολιτεύτηκε τον Καποδίστρια και μετά το θάνατό του τελευταίου ορίστηκε, τον Απρίλιο του 1832, μέλος της Διοικητικής Επιτροπής. Πέθανε στο Ναύπλιο στις 5 Αυγούστου 1832.

Αρχή κεφαλαίου Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα