Κατάληψη Παλαμιδίου (27/28 Νοεμβρίου 1822)
[...] Προ τινων ημερών είχε λάβει την ιδέαν ο Στάικος με τους λοιπούς καπεταναίους δια να κάμουν την έφοδον εις το Παλαμίδι και είχε κάμει τας αναγκαίας κλίμακας (σκάλας) ετοίμους, αλλ' επερίμενε να βεβαιωθή έτι μάλλον δια την κατάστασιν των φρουρούντων, δια να έχη βεβαίαν και την επιτυχίαν άνευ μεγάλου κινδύνου. Αλλά και οι δύο αυτοί Αλβανοί και η γυνή τον ενεθάρρυναν εις τόσον βαθμόν λέγοντες ότι αν δεν επιτύχη η έφοδος να φονεύση αυτούς. Επείσθη λοιπόν και ειδοποιήσας τους περί αυτόν την νύκταν των 29 Νοεμβρίου προς τας 30, ημέραν της εορτής του Αποστόλου Ανδρέα, επλησίασεν μετά του αδελφού του Αθανασίου Στάικου εις τα τείχη του Παλαμιδίου, έχοντες μεθ' ευατών τριακοσίους πενήντα στρατιώτας ατρομήτους και αποφασισμένους οίκοθεν να αποθάνουν. Και αμέσως επήραν μίαν σκάλαν, ένας καλόγηρος Αγιορείτης Παφνούτιος λεγόμενος και ο Ιωάννης Πορτοκάλης από Βυζίτσι της επαρχίας Καρύταινας, και υπήγον και την έθεσαν εις την Γιουρούς τάπιαν και αμέσως αναβαίνει ο Δημήτρης Μοσχονησιώτης με τον Πορτοκάλην ως τολμηρότεροι των άλλων, και ευρίσκουν ένα μόνον Τούρκον ημιθανή. Ώρμησαν κατ' αυτού με το ξίφος και αυτός επικαλείται αμέσως έλεος. Ήρπασεν ο Μοσχονησιώτης τα όπλα του, παίρνει και τον ίδιον εις τα επάλξεις του φρουρίου και λέγουν προς τον Στάικον, ότι δεν υπάρχει υποψία ούδ' αντίστασις, και ούτως αναβαίνει ο Στάικος με ένα τέκτονα Κρανιδιώτην Εμμανουήλ Σκρεπετόν, όστις εγνώριζεν όλα τα εντός του Παλαμιδίου, και με περίπου των 50 στρατιωτών. Δια μοχλών και άλλων εργαλείων ήνοιξαν την θύραν έσωθεν και εισήλθεν ο Θανάσης <Στάικος> μ' άλλους τριακοσίους. Αμέσως λοιπόν έθεσαν τας αναβάθρας εις την Δοβήλ τάπιαν και εισήλθον αρκετοί στρατιώται με τον Θανάσην και Μοσχονησιώτην και αμέσως παρεδόθηκαν οι εις αυτήν φρουρούντες Οθωμανοί. Ακολούθως έβαλον τας κλίμακας εις την Καρά τάπιαν και ανέβηκαν αρκετοί* αλλ' ατυχώς εκρημνίσθη ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Βυζάντιος και συνετρίβη ο εις των ποδών του* και αυτοί παρεδόθηκαν αμαχητί.

Εις την αυτήν στιγμήν τους έβαλαν και εις την Τζιζδάρ τάπιαν και βλέποντες αυτούς οι Τούρκοι ανεβαίνοντας, ετράπησαν εις φυγήν και διευθύνθηκαν εις την πόλιν κάτω. Υπήγον αμέσως εις την Μπεζεργιάν τάπιαν και άμα είδον τας ανοβάθρας οι Τούρκοι εφώναξαν ότι παραδίδονται, αλλά να τους χαρισθή η ζωή. Και ανοίξαντες την θύραν εισήλθον οι Έλληνες.

Πηγή: Κανέλλος Δεληγιάννης Απομνημονεύματα, τ.2, επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτης, Αθήνα χ.χ., σ. 119-120




Αρχή κεφαλαίου Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα