Μάχη στους Μύλους (13 Ιουνίου 1825)
[...] Εγώ πάντοτες εις τέτοιες εποχές δεν κοιμώμαι χωρίς έγνοια. - Είμαι κιοτής και πάντοτες προσέχω να μην χαθώ αδίκως· κ' έχω κι' άλλους εις την οδηγίαν μου και τους χάνω κ' εκείνους. Βλέπω εις τον ύπνο μου κ' έρχεται ένας και μου λέγει: «Σήκου απάνου!» Ξύπνησα, ματακοιμήθηκα. Πάλε τον βλέπω και μου λέγει· «Σήκου!» Ήμουν νοιασμένος και δεν κοιμώμουν. Τότε σηκώνομαι, τηράγω από το παλεθύρι και γιόμωσε ο τόπος Τούρκους· και το περιβόλι όλο γιομάτο. Κ' εμείς - κανείς να είναι έξυπνος· και δεν θ' άφιναν ρουθούνι. Και θα μας σκατοψύχαγαν τόσος κόσμος αδύνατος, οπούταν εκεί και κουβαλιώνταν εις τ' Ανάπλι με τα καΐκια. Τότε βάνω τις φωνές· «Τούρκοι! Τούρκοι!». Οι άλλοι που μ' άκουσαν λέγαν· «Ο Μακρυγιάννης πέθανε από τον φόβον του και δεν κοιμάται· όλο Τούρκους νειρεύεται». Τότε ευτύς εγώ πήρα καμμιά πενηνταριά συντρόφους μου και πάμε από τα τείχη των Μύλων, όπου βαστούν το νερό, και ήταν καλάμια κι άλλα χορτάρια και δεν φαινόμαστε, και παίρνομεν την πλάτη των Τούρκων και τους δίνομεν μίαν φωτιά άξαφνα και σκοτώσαμε καμπόσους· και τους ριχτήκαμεν και με τα μαχαίρια· και τους βγάλαμεν από το περιβόλι κι απ' ούλες της θέσες οπούχαν κυργέψη και της λάβαμεν εμείς πίσου εις την εξουσίαν μας. Οι Τούρκοι μαζώχτηκαν όλοι και πήγαν εις το αριστερόν μέρος και βάλαν τα ντουφέκια τους εις γραμμήν κ' έφκειασαν ίσκιους και κάθονταν εκεί και πρόσμεναν τον Μπραΐμη.

Πηγή: Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, επιμ. Ι. Βλαχογιάννη, επανέκδοση Αθήνα 1964, σ. 238-239



Αρχή κεφαλαίου Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα