[...] Ενώ ο Αρχηγός έτρεχεν εκεί, ο Κιουταχής, ακούγων και τούτος αυξανόμενος τον πόλεμον προ μισής ώρας, <τον> είδαμεν <ημείς εκ της θέσεώς μας> ότι με την μεγαλυτέραν ταχύτητα διεύθυνεν όλον το ιππικόν, έως 1.500, και έως 2.000 πεζούς ερχόμενοι προς την εμπόλεμον θέσιν, από τα Πατίσια. Φθάνοντας ο Καραϊσκάκης ιππεύς,
- Ο Αρχηγός ήλθεν!
φωνάζει ο στρατός, και εκινήθη όλος πλέον εις την πεδιάδα, έδιωξαν τους εχθρούς τους εξελθόντας <από την μάνδραν>. Έφθασεν το ιππικόν του Κιουταχή· εσυναθροίσθη και το εδικόν μας περί τον Αρχηγόν· άρχισεν ο πόλεμος να γίνεται πεισματώδης και επίσημος. Προχωρεί ο Αρχηγός με το ιππικόν μας, βοηθούμενον από το πεζικόν, διαβαίνει αναμεταξύ του οχυρώματος του Γκέντζιαγα και ενός άλλου οπού είχον οι Τούρκοι εις την εκβολήν του Κηφισσού, πλησίον - και ήσαν κ' εκεί έως 500 - και διώκει το ιππικόν του εχθρού. Εις την υποχώρησιν του εχθρικού ιππικού και εις την δίωξίν των από τους εδικούς μας, και εις τας <διαφόρους> εξελίξεις του <Ελληνικού> ιππικού, επληγώθη εν τω μέσω των ο Αρχηγός, κατά 4 μ.μ., (ή 10 ώρας) <τουρκιστί>, σχεδόν το δειλινόν, όστις καταβάς [κάτωθεν] του ίππου του, αμέσως συνήλθεν, και ιππεύσας <πάλιν>, επίστρεψεν <προχωρήσας> έως εις την θέσιν οπού έγινεν <έπειτα> το μνήμα του και <πάλιν> εκατέβη. [...]
Μας εδιηγήθησαν ότι τον ηύραν ατάραχον καθ' όλα· ότι οι ιατροί έτρεξαν ευθύς και παρατήρησαν την πληγήν· ότι την πληγήν την έλαβεν από βόλι εις την βαλανίδαν [κάτωθεν από το προκοίλι], εις το υπογάστριον, και η διεύθυνσίς του ήτον προς το μέρος του αφεδρώνος. Ότι αμέσως οπού τους είδεν, τους είπεν:
- Ελάτε να σας φιλήσω,
και άρχισεν να τους παρηγορή με μύρια καλά λόγια, <δια> να τους εγκαρδιώση. Ότι αυτοί δεν εδύνοντο να βαστάξουν τα δάκρυά των, να λάβουν καιρόν να τον ομιλήσουν, και μόνον αυτός τους έλεγεν· ότι περίπου από δύο ώραις <έμενον> μη δυνάμενοι να εβγάλουν λόγον, και εξακολουθών ούτος να ομιλή. Τους είπεν έπειτα...
- Όπως και αν είμαι, εγώ μεταβαίνω εις Αίγιναν, οπού ελπίζω <εκεί> να ιατρευθώ· πλην, εάν πεθάνω, σας παραγγέλλω, εσάς μάλιστα τους παντοτινούς συναγωνιστάς μου, να μένετε ομονοιασμένοι και αχώριστοι· διότι έχετε πολλούς αντιζήλους να παλεύσετε. Τίποτες [δε] δεν θα πάθετε, εάν σταθήτε εν σώμα και μία ψυχή. Να φροντίσετε να φυλάξετε τας θέσεις σας, και να λύσετε την πολιορκίαν των Αθηνών. Και να προσπαθήσετε να μη εντροπιασθήτε εις όλα τα κινήματά σας. Διά κάθε [δε] ενδεχόμενον, αφίνω προς εσάς τους αγαπημένους μου και την διαθήκην μου: Εις τον υιόν μου αφίνω το ντουφέκι μου την Βασιλικίν (γυρίζει και το κοίταξεν)· τα πλούτη οπού απέκτησα από μικρό παιδί είναι αυτό <μόνον>. Τας θυγατέρας μου, αι οποίαι είναι ανήλικαι, και αδύναται να κυβερνηθούν, τας αφιερώνω εις την προστασίαν σας...
Πηγή: Ν. Κασομούλης, Ενθυμήματα στρατιωτικά, επιμ. Γ. Βλαχογιάννης, Αθήνα 1940, τ. 2, σ. 504-505.