[...] Οι Τούρκοι ήρθαν από κάτου εις το γιοφύρι της Αλαμάνας και γύρα 'σ αυτά τα μέρη, τα τρογυρινά* κι' όλο ετοιμάζονταν δια να μπούνε μέσα και φύλαγαν κι' αυτές της θέσες. Διαλέγονται δια νυχτός ο αθάνατος Παπά Αντριάς ο Θιοχάρης, ο Παπακώστας, ο Τρακοκομνάς και τους πέφτουν και τους δίνουν ένα χαλασμόν διαβολεμένον* και πέρασαν από πέρα το γιοφύρι πίσου οι Τούρκοι και τους κόπηκε η ορμή τους η μεγάλη, αφού έβλεπαν και τον τόπον εκείνον των Βασιλικών, των Θερμοπύλων κι' όλες αυτές της θέσες οπού ήταν τα κόκκαλα των δύο πασσάδων, οπούρθαν με τον Μπαγεράμπασσα κ' ήταν περίτου από εννιά χιλιάδες Τουρκιά κι' άλλοι τρεις πασσάδες με πλήθος γκαμήλια κι' αμάξια κι' άλλα ζώα φορτωμένα ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, κανόνια κι' άλλα είδη του πολέμου, να μπούνε μέσα - ήταν την πρώτη χρονιά - δια να φοδιάσουνε τα κάστρα κι' όλα τα μέρη. Και τους καρτέρεσαν οι αθάνατοι Έλληνες ως εφτάκοσιοι άνθρωποι, κεφαλές αυτείνων ο γενναίος Γκούρας, Γεροδυοβουνιώτης, Παπά Αντριάς* λαμπρύνεται αυτός 'σ εκείνη την μάχη, χωρίς να κατηγορηθή κανένας.
Πηγή: Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, επιμ. Ι. Βλαχογιάννη, επανέκδοση, Αθήνα 1964, σ. 144-145.
|