Η μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου 1821)
Επιστολή των εφόρων της Αμφισσας προς τους Υδραίους

[...] Ο καπετάν Οδυσσέας με τους ρηθέντας Σουλιώτην και Κατζικογιαννόπουλα και με όλα τους τα παλληκάρια, καθώς και ο καπετάν Πανουριάς και Δυοβουνιώτης με τα εδικά τους τα παλληκάρια, όλοι ομού συμποσούμενοι ως 155, ήτον και από την χώραν και χωριά Σαλόνων ως 1000, αυτοί όλοι ευρισκόμενοι εις το χάνι της Γραβιάς εις τας 5 του τρέχοντος, έμαθον ότι οι ρηθέντες εχθροί έρχονται κατεπάνω τους. Τότε ο μεν Οδυσσεύς με 130 άνδρας (20 ήτον εδικά του παλληκάρια, 12 ήτον του Πανουργιά και Δυοβουνιώτη και οι λοιποί ήτον χωριάταις και Γαλαξιδιώταις 30) εκλείσθηκαν εις το χάνι, και εις ταις ράχαις οπού παρασταίνουν ένα ημικύκλιον διαχωριζόμενον από ένα στενωπόν δύσβατον δρόμον, το μεν δεξιόν μέρος το έπιασαν ο Χρήστος Σουλιώτης και τα τρία αδέλφια Κατζικογιαννόπουλα με τους εδικούς τους 60 άνδρας και μέρος χωριάταις* το δε αριστερόν ο Πανουριάς και Δυοβουνιώτης με τους εδικούς τους 50 άνδρας και ομοίως με χωριάταις* και το στενωπόν το έπιασαν από ένα και άλλο μέρος χωριάταις και ολιγοστοί Γαλαξιδιώταις και οι εχθροί εμοιράσθηκαν εις 3 μέρη* προηγούντο οι ιππείς και ηκολούθουν οι πεζοί. Ούτω λοιπόν παραταχθέντες περί το μεσημέρι άρχισαν την μάχην* και από τους εχθρούς εφονεύθηκαν υπέρ τους 300 και ελαβώθηκαν (οι πλείστοι θανασίμως) υπέρ τους 600* ολιγοστοί εβαρέθηκαν από τους άκλειστους. Από δε τους εδικούς μας εφονεύθηκαν τρεις και ένας ελαβώθηκε. Με τόσην λύσσαν εμάχοντο οι εχθροί, οπού πάντοτε ο επόμενος επατούσε τον πεσόντα προηγούμενον, και ο μέγας σωρός των πεσόντων εχρησίμευσεν εις τους εχθρούς μας δια προφύλαξιν εναντίον των εδικών μας εγκλείστων. Ο πόλεμος εστάθη συνεχής έως τα μεσάνυχτα* και προς το ξημέρωμα με εφόρμησιν έφυγον οι εδικοί μας έγκλειστοι χωρίς να βαρεθή ούτε ένας. Εις αυτήν την μάχην εσκοτώθηκαν και ελαβώθηκαν τα πλέον καλλίτερα παλληκάρια, και τόση δειλία εκυρίευσε τους εχθρούς, ώστε δεν ετόλμησαν να δευτερώσουν, αλλά εις τα πέριξ χωριδάκια εις τας υπωρείας έρημα όντα έβαλαν φωτιά, και μέρος έκαυσαν, εις δε τα βουνήσια δοκιμάζοντες να τα καύσουν, και ευρίσκοντες αντίστασιν επέστρεφον φονευόμενοι πέντε, δέκα και περισσότεροι* ώστε απεφάσισαν την φυγήν, και από εκεί από ολίγοι έφυγαν εις Πατρατζίκι και Ζητούνι, και ημείς εσυνάχθημεν και τους πήραμεν από κοντά.

Πηγή: Α. Λιγνός (έκδ.), Αρχείον της Κοινότητος  Ύδρας 1778-1832, τ. 7,1821, Πειραιάς 1926,  σ. 95-96.



Αρχή κεφαλαίου Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα