Η μάχη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821)
[...] Ανοιξε ο πόλεμος του Βαλτετσιού. Τους δικούς μας τους πολιόρκησαν οι πέντε χιλιάδες. Ανοίγοντας το τουφέκι εφθάσαμε και ημείς εις τες πλάτες των Τουρκών, ρίξαμε μια μπαταριά να εμψυχωθούν οι μέσα και οι μέσα εχάρηκαν και έριξαν κι εκείνοι, έριξαν και οι Τούρκοι, έγινε κρότος μεγάλος. Οι Τούρκοι, οι εμπροστινές φύλαξες περίμεναν να φύγουν οι Έλληνες, καρτερώντας δύο ώρες και ακούοντας φρικτό πόλεμο οπίσω, επείκασαν, ότι οι Έλληνες εκλείσθησαν και πολεμάν. Ήλθαν και εκείνοι εις την πολιορκίαν των Ελλήνων, έπιασαν ένα καταράχι δέκα μπαϊράκια και εμπόδιζαν την κοινωνία μας με τους μέσα. Ημείς οι οχτακόσιοι εδυναμώσαμε τον τόπο, για να μη μας πάρουν τα οπίσθια οι Τούρκοι. Ο Κεχαγιάς εκαρτέρεσε και αυτός, δεν είδε τίποτες, ήλθε εις το Βαλτέτσι με δυο κανόνια. Πολεμούν οι Έλληνες οι κλεισμένοι. Έφθασε και ο Κολιόπουλος, έκλεισε τον Ρουμπή με τους πέντε χιλιάδες, και δεν είχε ανταπόκριση με τους Τούρκους. Τους έβαλε (ο Ρουμπής) το κανόνι, πλην δεν τους έκανε ζημία.

Ο πόλεμος εστάθη σφοδρός όλη την ημέρα. Οι Τούρκοι επρόσμεναν με τα ψηλώματα να αδειάσουν το Βαλτέτσι οι κλεισμένοι, και ημείς ακαρτερούσαμε να φύγουν οι Τούρκοι. Το βράδι παίρνω μερικούς και πάγω εις το καταράχι, όπου ήτον οι σημαίες των Τουρκών. Επήγα κοντά, τους τουφέκισα, με δίδουν τέσσερα τουφέκια - οι Έλληνες οπίσω δεν εκατάλαβαν: «Ζωντανούς θα σας πιάσω, εγώ είμαι ο Κολοκοτρώνης». - «Τι είσαι σύ;» - «Ο Κολοκοτρώνης!» - Αδειασαν τον τόπο. Τότε εμβήκαμεν εις το Βαλτέτσι, εδώσαμε φυσέκια, ψωμί, ό,τι αναγκαία ήτον εις εκείνους. Ες τες δύο ώρες της νυκτός ήλθαν διακόσιοι εδικοί μας και έριξαν μία μπαταρία* ενομίζαμε ότι είναι Τούρκοι, και ήτον Έλληνες. Εξενυκτήσαμε και τα δύο μέρη, ο ένας πώς θα φύγει ο άλλος. Εξημερώσαμε εις τον πόλεμο. Βάνω το κιάλι και τηράω, βλέπω τους Τούρκους εις ένα μέρος, ο Ρουμπής ήτον αποκλεισμένος. Την αυγή ο Κεχαγιάς έβαλε το κανόνι εις το ταμπούρι του Μπεηζαντέ του Ηλία. Το κανόνι προσπέρναε το ταμπούρι του Ηλία και έπερνε το ταμπούρι του Ρουμπή. Αν το χαμήλωνε, θα τον έπερνε.

Ο Ρουμπής εστενοχωρήθη να γυρίσει με γιουρούσι, ανάμεσα των δύο ταμπουριών των Ελλήνων. Επείκασα ότι θέλει να φύγει, τον εζυγώσαμε κοντά. Κάνει γιουρούσι ο Ρουμπής - από την τρομάρα τους αφήνουν τουφέκια. Πέφτουν ανάμεσα των δύο, του σκοτώνουν ως τρακόσιους, ημείς από πίσω. Επέσαμε από κοντά, επετάχτηκαν και οι κλεισμένοι Έλληνες, τους μάσαμε μπλαστοί, τους μονομεριάσαμε, τους ακολουθούσαμε. Οι Έλληνες έπεσαν εις τα λάφυρα και εις τους σκοτωμένους και δεν ακολουθούσαν με προθυμία. Ο Νικηταράς έντεσε να είναι εις τα Βέρβενα με οχτακοσίους* έρχεται, δεν έφθασε εις ώρα, τους εκυνηγήσαμε έως που τους εβγάλαμε εις τον κάμπο. Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος. Αν εχαλιόμεθα, εκινδυνεύαμε να (μη) κάμομε ορδί πλέον.

Πηγή: Θεοδ. Κολοκοτρώνης, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, Αθήνα 1846, επανέκδοση με επιμ. Τ. Γριτσόπουλου, Αθήνα 1981, σ. 68-69.



Αρχή κεφαλαίου Προηγούμενη σελίδα Επόμενη σελίδα