ΚΡΙΤΙΑΣ [DK 25] μτφρ. Σκουτερόπουλος
(Μιλάει, ό Σίσυφος). «Υπήρξε μια εποχή κατά την οποία ή ανθρώπινη ζωή ήταν ακατάστατη, γεμάτη θηριωδία, υποταγμένη στη δύναμη· μια εποχή οπού ούτε οι καλοί άνθρωποι επιβραβεύονταν ούτε πάλι οι κακοί τιμωρούνταν. Ύστερα, νομίζω, οι άνθρωποι θέσπισαν νόμους πού όριζαν ποινές, ώστε το δίκαιο να τους εξουσιάζει όλους εξίσου και να έχει την αλαζονεία υπόδουλη του· κι αν τυχόν κάποιος έκανε ένα λάθος, τον τιμωρούσαν. Στη συνέχεια, επειδή οι νόμοι εμπόδιζαν μεν τους ανθρώπους να αδικούν στα φανερά, άλλα ωστόσο οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να αδικούν στα κρυφά, τότε, νομίζω, για πρώτη φορά κάποιος έξυπνος και σοφός άνθρωπος σοφίστηκε για τους θνητούς τον φόβο των θεών, ώστε να υπάρχει κάτι πού να το φοβούνται οι κακοί ακόμη κι όταν κάνουν ή λένε ή διανοούνται κάτι στα κρυφά. Επινόησε έτσι το θείο, ότι δηλαδή υπάρχει ένας δαίμονας πού ζει μια δίχως τέλος ακμή, ένας δαίμονας πού ακούει και βλέπει νοερά, πού στοχάζεται στο έπακρο, πού προσέχει τα πάντα και πού έχει περιβληθεί μια θεϊκή φύση: ο δαίμονας αυτός θα ακούει οτιδήποτε λέγεται ανάμεσα στους θνητούς και θα μπορεί να αντιλαμβάνεται οτιδήποτε γίνεται. Κι αν σιωπηρά σχεδιάζεις κάτι κακό, δεν θα μείνει απαρατήρητο από τους θεούς. Γιατί ο λογισμός τους είναι πολύ δυνατός. Με αυτά τα λόγια παρουσίασε την πιο ελκυστική διδαχή, καλύπτοντας την αλήθεια πίσω από έναν ψεύτικο λόγο. Έλεγε πώς οι θεοί κατοικούν σ' έναν τόπο, για τον όποιο οι άνθρωποι, και μόνο πού τον βλέπουν, νιώθουν τρόμο. Κατάλαβε ότι ακριβώς από εκεί πήγαζαν και οι φόβοι των ανθρώπων, και η επικουρία στις ταλαιπωρίες του βίου, δηλαδή από τον περιστρεφόμενο, εκεί ψηλά, θόλο του ουρανού, οπού έβλεπε ότι ήσαν οι αστραπές και τα φοβερά χτυπήματα της βροντής, και το αστερινό φως του ουρανού, όμορφο, γεμάτο στολίδια, έργο του Χρόνου, του σοφού αρχιμάστορα· είναι ο τόπος οπού πορεύεται ή φωτεινή διάπυρη μάζα του άστρου, και απ’ όπου πέφτει στη γη η υγρή βροχή. Με τέτοιους φόβους έζωσε τους ανθρώπους· με τους φόβους αυτούς έβαλε —στα λόγια του— το θεό να κατοικήσει σε κατάλληλο τόπο, και διαμέσου των νόμων εξάλειψε την ανομία». Και προχωρώντας λίγο παραπέρα ο ποιητής προσθέτει: «Και νομίζω πώς έτσι έπεισε, για πρώτη φορά, τους θνητούς να πιστέψουν ότι υπάρχει των θεών το γένος».