Οι διώξεις σε βάρος των Ελλήνων Εβραίων Όταν ακούστηκαν οι Γερμανοί και κατέβαιναν στην Ελλάδα, άρχισε και στη μικρή κοινότητα των Εβραίων αυτής της πόλης ο μεγάλος τρόμος. Όλοι ξεπουλούσαν, άλλοι φκιάχνανε λίρες, όλοι φώναζαν να σκορπίσουν και να κρυφτούνε μέσα στους Ρωμιούς. Η κοινότητα τρανταζόταν ολόκληρη, ακόμα λίγο και θ' άρχιζε το σωτήριο σκόρπισμα. [...] Τους πήραν όλους. Και τον κουφό το χαμάμη, και τις γριές και τους γέρους και κείνους που θέλανε να δουλέψουνε το Σάββατο και τους άλλους όλους που δεν πιάνανε τη φωτιά και τα μικρά τα παιδιά τους με τα σπυριά και του Σαμπεθάι Καμπιλή τα παιδιά και το Σιέμο και τον ίδιο τον Σαμπεθάι Καμπιλή. Kαι χαθήκαν όλοι -τέσσερις χιλιάδες ψυχές, έξω από εκείνους τους λιγοστούς, μετρημένους στα δάχτυλα, που δεν θέλησαν ν' ακούσουν το Σαμπαθάι Καμπιλή και τα σπάσανε τα σκοινιά του και φύγανε, κρύφτηκαν μες στους Ρωμιούς ή πήγανε στο βουνό που τους φώναζαν οι εαμίτες. Μέσα σε λίγες ώρες η κοινότητα των Εβραίων βούλιαξε ακέρια. Mε τη Συναγωγή της, τα μαγαζιά της, τους παράδες τους μαζωμένους πεντάρα πεντάρα. Η μικρή μας πόλη με πιασμένη την ανάσα άκουσε το σπαραγμό και το θρήνο που υψώθηκε απ' τα Οβραίικα. (Δημ. Χατζής, "Σαμπεθάι Καμπιλής", στο: Φραγκ. Aμπατζοπούλου, Η λογοτεχνία ως μαρτυρία. Έλληνες πεζογράφοι για τη γενοκτονία των Εβραίων, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1995, σ. 93) Από τη Θεσσαλονίκη στο ’ουσβιτς Από το Φεβρουάριο του 1943, όλοι οι Εβραίοι υποχρεωθήκαμε να φοράμε κίτρινο άστρο. Και από τις αρχές Μαρτίου μας απαγόρευσαν να βγαίνουμε από τα γκέτο, δηλαδή ορισμένες συνοικίες όπου μας ανάγκασαν να περιοριστούμε. [...] Στο μεταξύ, από τις 15 Μαρτίου 1943, είχαν αρχίσει να φεύγουν οι αποστολές των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία. Φυσικά δεν υποψιαζόμασταν τι μας περίμενε. [....] Mας στοίβαξαν σε βαγόνι για ζώα, 80 άτομα σε κάθε βαγόνι, μ' ένα βαρέλι για τις σωματικές μας ανάγκες κι ελάχιστα τρόφιμα. H διαδρομή κράτησε οχτώ μέρες. Πολλοί γέροι κι άρρωστοι πέθαναν στο ταξίδι. Φτάσαμε στο ’ουσβιτς-Μπιρκενάου. [...] Mας φόρεσαν κάτι ριγωτές στολές και μας χάραξαν με τατουάζ έναν αριθμό στο αριστερό μας χέρι. Ο δικός μου αριθμός είναι ο "111.383". Mας κράτησαν δέκα μέρες καραντίνα. Ρωτήσαμε τους κάπο, που ήταν Πολωνοί ή Γερμανοί ποινικοί κατάδικοι, πότε θα ανταμώσουμε τους δικούς μας. Αυτοί γελούσαν ειρωνικά, μας έδειχναν τα κρεματόρια με τα ψηλά φουγάρα που έβγαζαν συνέχεια καπνό και μας έλεγαν: "Εκεί είναι οι συγγενείς σας". [...] ’ρχισαν να μας βάζουν σε σκληρές δουλειές. Κουβαλούσαμε βαγόνια με χώματα, σπάγαμε πέτρες, ανοίγαμε δρόμους. Η τροφή ελάχιστη. Έτσι σε μια βδομάδα ήσουν πια έτοιμος για το φούρνο, γιατί συχνά, ιδιαίτερα όταν έφταναν καινούργιες αποστολές, έκαναν διαλογές κι εξόντωναν τους παλιότερους κατάδικους που είχαν εξαντληθεί από τις βαριές δουλειές. Σε μια απ' αυτές τις νέες αποστολές, που έφταναν συνέχεια, είδα μια μάνα να κρατά ένα μωρό στην αγκαλιά και να σέρνει απ' το χέρι ένα άλλο μεγαλύτερο παιδί που ρωτούσε: "Μαμά, πού θα μας πάνε;" Κι εκείνη απάντησε: "Πρώτα θα κάνουμε μπάνιο κι ύστερα θα συναντήσουμε το μπαμπά, τον παππού, τη γιαγιά και τους άλλους". [...] Στις 18 ιανουαρίου του 1945 εκκενώσαν το ’ουσβιτς, γιατί πλησίαζαν οι Ρώσσοι. Μας πήγαν πεζοπορία δυο μέρες ως το Γκλάιβιτς, εκτελώντας όποιον δεν μπορούσε να περπατήσει. Aπό κει μας φόρτωσαν σε βαγόνια, με 25 κάτω από το μηδέν, και μας μοίρασαν σε διάφορα στρατόπεδα. Εγώ απελευθερώθηκα από τα αμερικανικά στρατεύματα στο Γκουζεντσβάι της Αυστρίας, που είναι παράρτημα του στρατοπέδου Μαουτχάουζεν. Εγώ είχα φτάσει στα όρια της εξάντλησης. [...] Όταν ήρθαν οι Αμερικάνοι και μάζευαν τα πτώματα, με πέρασαν κι εμένα για πεθαμένο. Είδαν όμως ότι οι σφυγμοί μου χτυπούσαν ακόμη και κατάλαβαν πως ζω. Εγώ είδα τους φίλους να στέκονται πάνω μου και να μου φωνάζουν: "Ξύπνα, Σάμη! Λευτερωθήκαμε! Μη μας αφήνεις τελευταία ώρα!" Κρατούσαν μια ελληνική σημαία που έφτιαξαν με κουρέλια που μάζεψαν από εδώ κι από εκεί και τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο: "χαίρε, ω, χαίρε ελευθεριά". Ήμουν, όπως μου είπαν αργότερα, 28 κιλά. Oι Αμερικανοί με περιποιήθηκαν καλά επί τρεις μήνες, με ορούς και αποστειρωμένο αίμα. Όταν συνήλθα και στάθηκα στα πόδια μου, μ' έστειλαν στη Γαλλία, όπου έγινα τελείως καλά, και ύστερα γύρισα στην αγαπημένη μου Ελλάδα, φιλώντας το χώμα της και κλαίγοντας από χαρά. (Σαμ Προφέτα, "Θεσσαλονίκη-’ουσβιτς", περ. Το Δέντρο, τευχ. 37-38, Μάρτιος-Απρίλιος 1988, στο: Φραγκ. Αμπατζοπούλου, Το Ολοκαύτωμα στις μαρτυρίες των Ελλήνων Εβραίων, Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1993, σ. 142-146) |