Δεν είχε φέξει ακόμα, όταν εβούιξε τριγύρω: "Προσοχή, προσοχή! Όλοι οι άντρες κρυφτείτε!". Δεν πρόλαβαν. Μέσα στο μισοσκόταδο δεν εξεχώριζες καλά. "Μπλόκος!" φώναζαν, "μπλόκος! Μας κυκλώσανε παντού!". Βγαίνανε οι γυναίκες, τις λόγχιζαν μπρος στο κατώφλι τους. Αποσπούσανε τα παιδιά από τους πατεράδες. Τους άντρες, τους εσέρνανε απ' τα πόδια κι απ' τα μαλλιά. Μέσα στο μισοσκόταδο ξεχώριζες ένα βογγητό, δεν έβλεπες το πρόσωπο. Ξημερωθήκανε οι άντρες όλοι γονατιστοί. Ώσπου έσκασε ο ήλιος, ήρθε τότε κι η μάσκα. Ένα πανί κατάμαυρο της σκέπαζε την κεφαλή, φαίνονταν μόνο μάτια, κι έδειχνε με το δάχτυλο. [...] Έδειχνε με το δάχτυλο η μάσκα και προχωρούσε. Στήσανε πολυβόλα, και τους εγάζωσε η ριπή. Εσβάρνιζε το αίμα. Tους άλλους που απομείνανε, τους βάλανε στη μέση, και μαζί με τον ήλιο που εβάδιζε στον ουρανό, τραβούσαν προς τη δύση. Δεν τους ξανάδε κανείς, επέρασαν πολλά σύνορα, εχάθηκαν στην Ευρώπη, μέσα στα στρατόπεδα. Τρέχανε πίσω οι μάνες, και κανά δυο που γλίτωσαν, τρέχανε να κρυφτούνε σε φούστες και σε πιθάρια, να μην τους ξαναβρούν. (Μ. Αξιώτη, Εικοστός Αιώνας, Aθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 123-124) Τώρα πια ο θάνατος περιφερόταν στους δρόμους με κίτρινη μάσκα, τον νιώθαν οι άνθρωποι πίσω από τα βήματά τους και δε γύριζαν να τον κοιτάξουν ο φόβος σήμαινε ενοχή. Είχανε φτάσει οι εχτροί σ' αυτό το σημείο, να μη μπορούν να σταθούν παρά μόνο σκοτώνοντας. Την πρωτομαγιά 1944 πήραν διακόσους από το στρατόπεδο του Χαϊδαριού και τους σκοτώσαν αράδα στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Φορτώσαν τα πτώματα, ζεστά σε καμιόνια και τα περάσαν μέσα από το συνοικισμό, τρέχαν ποτάμι τα αίματα όθε περνούσαν, κι ο κόσμος έκλεινε τα παράθυρα δε βαστούσε να βλέπει. Μερικοί σκοτωμένοι δεν είχαν καλά καλά ξεψυχήσει. (Α. Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, Αθήνα, Κέδρος 1984, σ. 383) |