Η ιστορία της ελληνικής σημαίας αρχίζει από τους χρόνους της Άλωσης μαζί με τους πόθους του υπόδουλου Ελληνισμού για την ελευθερία, διαμορφώνεται στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Ένα από τα πρώτα. δημοτικά τραγούδια, Ο Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως, που εξέφραζε το αίσθημα του Ελληνισμού, αναφέρεται στη σημαία, το σύμβολο του αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού (βλ. Πηγή 1). Το μήνυμα είναι σαφές: όταν υψωθεί η σημαία με το Σταυρό, οι υπόδουλοι Έλληνες θα τρέξουν, όλοι μαζί, να ενωθούν με επαναστατική ορμή για την κατάκτηση της ελευθερίας τους. Ο ανώνυμος δημιουργός φαντάζεται, λοιπόν, μια σημαία στην οποία θα δεσπόζει ο σταυρός και κάτω από την οποία θα συσπειρωθούν όλοι οι Έλληνες στον κοινό αγώνα που θα φέρει την ελευθερία. Αυτό πιστεύουν οι Έλληνες και ο ανώνυμος ποιητής το εκφράζει, με τη φράση «ως οι πολλοί το λέγουν». Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και πριν την Επανάσταση του 1821, δεν έλειψαν τα επαναστατικά κινήματα του Ελληνισμού. Ανοργάνωτα όμως και ασυντόνιστα καταπνίγονταν στο αίμα αν και οι εξεγέρσεις συνεχίζονταν έως την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Σε όλες αυτές τις επαναστάσεις, υψωνόταν και από μία σημαία που συνήθως ήταν ένα αυτοσχέδιο δημιούργημα της επινόησης του εκάστοτε αρχηγού. Όλες όμως είχαν κοινά χαρακτηριστικά και κύριο γνώρισμα το σταυρό. Το λαϊκό αίσθημα συνέδεε το έθνος και την ελευθερία με τη θρησκεία και το σταυρό. Αλλά και στις επαναστάσεις που υποκινήθηκαν από εξωτερικούς παράγοντες, κοντά στη σημαία του Αγίου Μάρκου ή τη λευκή Ρωσική ή την τρίχρωμη Γαλλική ή την ερυθρόλευκη των Ιπποτών της Ρόδου, οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν πάντα τις δικές τους σημαίες με το σταυρό και αυτές ακολουθούσαν. Οι πρώτοι που παρουσιάζονται με σημαίες στα χρόνια της δουλείας είναι οι Σπαχήδες της Ηπείρου. Στους χριστιανούς αυτούς στρατιώτες - ιππείς, που είχαν συνθηκολογήσει κατά την κατάκτηση, είχαν παραχωρηθεί προνόμια από τους Τούρκους, με την απαράβατη όμως υποχρέωση να εκστρατεύουν όταν ο Σουλτάνος τούς καλούσε. Οι Σπαχήδες συγκεντρώνονταν στα Γιάννενα με τις χριστιανικές τους σημαίες, που έφεραν την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και έφθαναν έως την Πίνδο, όπου στρατολογούσαν. Όταν όμως υπερέβαιναν τα όρια της περιοχής, δίπλωναν τις σημαίες τους και ακολουθούσαν τις οθωμανικές. * Την εποχή, ωστόσο, του σουλτάνου Μουράτ Δ' αποφασίστηκε ο εξισλαμισμός των ελλήνων σπαχήδων. Στα χρόνια που ακολούθησαν, άλλοι εξισλαμίστηκαν και έχασαν τις σημαίες τους, άλλοι εξοντώθηκαν και άλλοι κατέφυγαν στις βενετσιάνικες κτήσεις και τα νησιά. * Είναι οι μετέπειτα ονομαστοί Έλληνες Στρατιώτες στη Δύση (Stradiotί), που διακρίθηκαν ως μισθοφόροι. Οι έφιπποι αυτοί λογχοφόροι, με ακόλουθους πεζούς αλλά και ελαφρύ ιππικό, έφεραν δόρυ μακρύ με σιδερένια αιχμή ύψους μιας πιθαμής και μικρή τριγωνική σημαία, μονόχρωμη ή δίχρωμη με σταυρό- το βυζαντινό φλάμουλο (από το λατινικό flαmmυlum), δηλαδή σημαία με το σχήμα και το χρώμα της φλόγας. Κατά την Τουρκοκρατία, αναπτύχθηκε ο αρματολισμός. Αρματολοί και κλέφτες είχαν τις σημαίες τους, τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια. Αλλά και οι θαλασσινοί καταδρομείς είχαν τις σημαίες των πλοιαρίων τους, τις παντιέρες όπως τις ονόμαζαν. Τα φλάμπουρα ήταν συνήθως μονόχρωμα και έφεραν το σταυρό. Μ' αυτά παρουσιάζονταν οι Αρματολοί στις γιορτές και τα πανηγύρια, ενώ τα μπαϊράκια ήταν οι πολεμικές τους σημαίες. Αυτά ήταν συνήθως δίχρωμα: το κόκκινο κυριαρχούσε, σε συνδυασμό με το κυανό ή το λευκό, και είχαν πάντα το σταυρό. Πολλές φορές τα φλάμπουρα, αλλά και τα μπαϊράκια, είχαν παραστάσεις με το Χριστό, την Παναγία ή έναν άγιο, πολύ συχνά τον Άγιο Γεώργιο. Ο μαύρος αετός με την κορώνα ή ο δικέφαλος στόλιζαν τα μπαϊράκια μόνο. Δεν έλειπε όμως ποτέ ο σταυρός, που ήταν το κύριο γνώρισμα της κλέφτικης σημαίας (βλ. Πηγή 2 και Πηγή 3). Ο τύπος της σημαίας με τον αετό και το σταυρό φαίνεται να κυριάρχησε στη Ρούμελη -η Ρούμελη περιελάμβανε όλο τον κορμό της Ελληνικής Χερσονήσου- ενώ στο Μοριά, οι σημαίες έφεραν συνήθως τον Άγιο Γεώργιο ή άλλον άγιο (βλ. Εικόνα 29 και Εικόνα 31) και το Σταυρό με το «Τούτω Νίκα» ή το «Ιησούς Χριστός Νικά» κεντημένα ή ζωγραφισμένα πάνω σε λευκό πανί. Τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια φέρονταν όπως οι σημερινές σημαίες πάνω σε κοντάρι με σιδερένιο σταυρό στην κορυφή (επίστεψη) που απέληγε σε λόγχη, ώστε η σημαία να χρησιμοποιείται και ως όπλο αγχέμαχο (βλ. εικόνες 30, 33, 38 και 41). Το κάτω μέρος του κοντού ήταν οξύ (σαυρωτήρ - στύραξ - ουρίαχος), για να μπήγεται εύκολα στο χώμα και να κυματίζει η σημαία. Η δημοτική μας ποίηση είναι γεμάτη από παραδείγματα Αρματολών και Κλεφτών που προσωποποιούνται και ταυτίζονται στα τραγούδια, με τα φλάμπουρα τα ζωηρά για τις γιορτές στον κάμπο και με τα μπαϊράκια τα πολεμικά που κυμάτιζαν στις βουνοκορφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το δημοτικό των Ανδρουτσαίων (βλ. Πηγή 4) καθώς και του Τζιουβάρα, αρματολού στη δυτική Ρούμελη (βλ. Πηγή 5). Ο δικέφαλος αετός δεσπόζει στις σημαίες, ιδιαίτερα τις παλαιότερες, τις πρώτες επαναστατικές, σε συνδυασμό με την πορφύρα, σύνδεσμος του Ελληνισμού με το Βυζάντιο (βλ. Πηγή 6). Παράδειγμα η σημαία του Κ. Κλαδά στη Μάνη (1464), που ήταν κόκκινη με το δικέφαλο αετό στη μέση αλλά και εκείνη του Καλλέργη κατά τον Τουρκοβενετικό πόλεμο στην Κρήτη (1665). * Τη σημαία του περίφημου Κλέφτη Χρήστου Μηλιώνη (1750-1760), την «κορώνα» των απάτητων κορυφών της Ηπείρου, με το δικέφαλο αετό, ψάλλει η δημοτική μούσα: Τι να γένηκε ο Χρήστος ο Μηλιώνης; -ρωτάει το πουλάκι στο μοιρολόγι του- που ήταν κορώνα στα βουνά και φλάμπουρο στους κάμπους, Και μέσα στους Αρματολούς, αετός με δυό κεφάλια, Φοβέρα μαύρη της Τουρκιάς, της Κλεφτουριάς καμάρι * Αλλά και ο σταυραετός -ο αετός με το σταυρό- γνώρισμα των Αρματολών της Ρούμελης υμνείται από τη λαϊκή μούσα, όπως η δαφνοστεφανωμένη σημαία του Λάμπρου Τσεκούρα, Αρματολού των Σαλώνων και της Λιάκουρας (του Παρνασσού): Ένας μεγάλος σταυραετός, εκεί ψηλά βιγλίζει, Κροτεί στα νύχια του σπαθί, κορώνα στο κεφάλι *
Παράλληλα, στις διάφορες επαναστατικές εξεγέρσεις υψώνονται σημαίες με παραστάσεις τοπικών αγίων: στην Κρήτη, σημαία κόκκινη με τον Άγιο Τίτο, στη Χιμάρα, άσπρη με τους Ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ, στη Λευκάδα, λευκή με κόκκινο σταυρό, τον Άγιο Τιμόθεο και την Αγία Μαύρα. Η σημαία της Πάργας ήταν κόκκινη με χρυσοκέντητη Παναγιά βρεφοκρατούσα. Κατά την επανάσταση του Μοριά το 1769 αλλά και γενικότερα στην Πελοπόννησο, επικρατούν οι παραστάσεις με τον Άγιο Γεώργιο ή με το σταυρό και το «Ιησούς Χριστός Νικά», μονόχρωμες σημαίες με το σταυρό, λευκές ή γαλάζιες (βλ. Πηγή 6). Οι Μαυρομιχαλαίοι υψώνουν στη Μάνη σημαία άσπρη με γαλάζιο σταυρό. Οι Κολοκοτρωναίοι, με τα χρυσά τα φλάμπουρα, τις ασημένιες σάλες, είχαν κι αυτοί σταυρό στις σημαίες τους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά, το 1806, είχε σημαία με το σταυρό του Αγίου Άνδρέου και οι Μανιάτες πρόσθεσαν σ' αυτήν διάφορες επιγραφές όπως το «Ελευθερία ή Θάνατος» το «Ιησούς Χριστός Νικά» και άλλα. Ο Τούσιας Μπότσαρης είχε σημαία, δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης, με παράσταση του Άγίου Γεωργίου στη μια πλευρά και του Άγίου Δημητρίου στην άλλη και την επιγραφή «Απόγονοι του Πύρρου» (βλ. εικόνες 27 και 28). Η σημαία αυτή χρησιμοποιήθηκε στους πολέμους των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά. Αργότερα κατά την έξοδο μετά την πολιορκία του Μεσολογγίου περιήλθε στον Κίτσο Τζαβέλλα και μεταφέρθηκε στην Ύδρα. Το 1832 την πήρε ο Κώστας Βέικος και το 1859 επεστράφη στον Τζαβέλλα. Τέλος παραδόθηκε από αυτόν, στην οικογένεια Μπότσαρη στο Μεσολόγγι, στην οποία ανήκε αρχικά. Πολύ χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Γιάννη Σταθά, του ριψοκίνδυνου θαλασσομάχου (1800): Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάνδρας, Είχε πανιά κατάμαυρα και ουρανού παντιέρα. * Ο Σταθάς, Αρματολός του Ολύμπου, ύστερα από τους αγώνες με τον Αλή Πασά και την καταστροφή των αρματολικίων, μαζί με το Νικοτσάρα και άλλους 70, εξόπλισαν ελαφρά πλοιάρια και κυριάρχησαν στο Βόρειο Αιγαίο, με ορμητήριο τη Σκιάθο. Η σημαία του ήταν γαλαζια με λευκό σταυρό. Σαν επιστέγασμα του Αρματολισμού, ο υψηλόκορφος Όλυμπος απάστραφτε στολισμένος με τα μπαϊράκια και τα φλάμπουρα της Κλεφτουριάς: Εγώ 'μαι ο Γέρο Όλυμπος, στον κόσμο ξακουσμένος, Έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες, Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαρί και κλέφτης * Στη θάλασσα, τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας, είχε αναπτυχθεί ένα ακμαίο εμπορικό ναυτικό στα νησιά. Από το 1774, ύστερα από τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η ρωσική σημαία κάλυπτε και προστάτευε τα ελληνικά πλοία. Όμως η Πύλη, για να μη χάσει από τα χέρια της τον εμπορικό στόλο, παραχώρησε προνόμια και σημαία -την γραικοτουρκική (raya) στους Έλληνες ναυτικούς, που δεν δέχονταν να φέρουν την τουρκική. Η σημαία αυτή (βλ. εικόνες 11 και 12) έφερε τρεις οριζόντιες ζώνες, μία κυανή στο μέσο και δύο ερυθρές επάνω και κάτω (βλ. Πηγή 7). Αναγκαστικά όμως δεν έφερε το σταυρό. Ο Λάμπρος Κατσώνης, κοντά στη ρωσική σημαία είχε και τη δική του, άσπρη με το γαλάζιο σταυρό και την παράσταση του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης με το «Εν τούτω νίκα». Κι αργότερα, όταν η Μεγάλη Αικατερίνη έκλεισε ειρήνη με τους Τούρκους, (1792) αυτός ύψωσε και άλλη σημαία αυτοσχέδια, με την επιγραφή «Λάμπρος Κατσώνης -Πρίγκηψ της Μάνης- Ελευθερωτής της Ελλάδος» (βλ. Εικόνα 1). Ο Λάμπρος Κατσώνης στην «φανέρωσή» του προς την Μεγάλη Αικατερίνη μεταξύ άλλων γράφει «Οι 'Ελληνες οι δια του ιδίου αυτών αίματος καταχρωματίσαντες τας ρωσσικάς σημαίας, Θέλουν εξακολουθήσει τον κατά των Τούρκων πόλεμον μέχρις ότου λάβουν τα δίκαια όπου τους ανήκουν». * Στα Επτάνησα, το 1800, για τη σημαία της Ιονίου Πολιτείας, αρχικά έγινε πρόταση να φέρει τον Φοίνικα, αλλά προτιμήθηκε η γαλάζια σημαία με τον φτερωτό Λέοντα του Αγίου Μάρκου που με το πόδι κρατάει το ευαγγέλιο ανοικτό και τις επτά λόγχες, σύμβολο των επτά νησιών. Κατά τη Βενετική κυριαρχία, η σημαία ήταν λευκή, με τον φτερωτό Λέοντα του Αγίου Μάρκου. Μια τέτοια σημαία από τη Ζάκυνθο σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα. Η σημαία που πρότεινε ο Ρήγας ήταν τρίχρωμη: κόκκινο - άσπρο - μαύρο σε τρεις οριζόντιες ζώνες, με το ρόπαλο του Ηρακλέους και τρεις σταυρούς (βλ. Εικόνα 2 και Πηγή 8). |