Οι πρώτες επίσημες σημαίες της Ελλάδας

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω

Όταν συστήθηκαν οι πρώτες διοικήσεις και οργανώθηκαν τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα απέκτησαν και σημαία. Η σημαία του Αρείου Πάγου, της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ήταν τρίχρωμη (βλ. Εικόνα 10): πράσινο-λευκό-μαύρο, με σύμβολα πάνω της το σταυρό, καρδιά φλεγομένη και άγκυρα, που ερμηνεύονται ως ελπίδα και πίστη στο Σταυρό και την δίκαια υπόθεση του Γένους. Αγνότητα του σκοπού της επαναστάσεως και φλόγα για την ελευθερία. Τέλος σταθερότητα στον τελικό σκοπό και απόφαση για Θυσία.

Η Δυτική Χέρσος Ελλάς είχε και αυτή τη σημαία της αλλά δεν είναι εξακριβωμένη η μορφή της και τα χρώματά της. Κατά πάσα πιθανότητα έφερε παράσταση του Αχελώου στη μεταμόρφωσή του σε ταύρο. Πάντως στην περιγραφή της δοξολογίας που έγινε στο Μεσολόγγι την 1η Αυγ. 1821, όταν έφθασε εκεί η είδηση της παραδόσεως του κάστρου της Μονεμβασίας (23 Ιουλ. 1821) αναφέρεται η ύπαρξη «εθνικής σημαίας». Στη χειρόγραφη εφημερίδα της εποχής, την «Αιτωλική» (αρ. 1 της 10ης Αυγ. 1821) περιγράφεται η τελετή «... η λιτανεία μετά των αγίων εικόνων, προοδευούσης της μουσικής, του τιμίου σταυρού και της εθνικής σημαίας και ψαλλόντων των ιερέων μετά μεγάλης κατανύξεως...» και μετά την επιστροφή στην εκκλησία, γράφει, «εσυντροφεύθη η Εθνική Σημαία μετά της μουσικής εις το Δημόσιον Παλάτιον» για να τελειώσει εκεί ο επίσημος πανηγυρισμός.

Η Πελοποννησιακή Γερουσία δε φαίνεται να απέκτησε ποτέ δική της σημαία γιατί υπερίσχυαν οι σημαίες των Πελοποννησίων αρχηγών. Το πιθανότερο όμως είναι να χρησίμευσε προσωρινά ως σημαία της, η σημαία με τα Φιλικά σύμβολα -σε αντίθεση μάλιστα με τη σημαία που πρότεινε ο Δημ. Υψηλάντης, την τρίχρωμη με τον Σταυρό και τον Φοίνικα.

Τον Ιανουάριο του 1822 συνήλθαν στην Επίδαυρο οι «παραστάτες του Έθνους», όπως κλήθηκαν οι αντιπρόσωποι των διαφόρων ελληνικών τμημάτων και στο όνομα της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδας κήρυξαν «την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν του Ελληνικού Έθνους ενώπιον Θεού και Ανθρώπων».

Στο πρώτο «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» * που ψήφισαν, (άρθρα ρδ' και ρε' ) ορίζονται τα χρώματα της ελληνικής σημαίας.

ρδ ' . Τα χρώματα του εθνικού σημείου και των σημαιών της Θαλάσσης και ξηράς διορίζονται τα εξής: κυανούν και λευκόν.

ρε' . Το Εκτελεστικόν Σώμα Θέλει προσδιορίσει τον σχηματισμόν των σημαιών, και του εθνικού σημείου.

Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά του Οργανικού Νόμου της Επιδαύρου, ο Πρόεδρος του Εκτελεστικού Αλεξ. Μαυροκορδάτος, εξέδωσε στις 15 Ματρίου 1822, στην Κόρινθο, την υπ' αρ. 540 διακήρυξιν της «Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος» και καθόρισε τον τύπο της σημαίας της ξηράς και της Θαλάσσης. * α) Των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου Θέλει έχει εμβαδόν κυανούν το οποίον Θέλει διαιρείσθαι εις τέσσαρα ίσα τμήματα δι ενός σταυρού λευκοχρόου διασχίζοντας εκείνα τα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού.

β) Η δε κατά θάλασσαν σημαία Θέλει είσθαι διττή, μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν δια τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν Θέλει διαιρείσθαι εις εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμοιβομένων (= να εναλλάσσονται) εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού, εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού, θέλει σχηματισθή τετράγωνον κυανόχρουν διηρημένον εν τω μέσω δι' ενός σταυρού λευκοχρόου. Της δε δια τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδόν Θέλει είσθαι κυανούν, εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού θέλει σχηματισθή ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι ενός σταυρού κυανοχρόου.

Εκτός από το ψήφισμα αυτό και το ρδ’ άρθρο του Οργανικού Νόμου της Επιδαύρου, καμία άλλη ένδειξη ή έγγραφο συμπληρωματικό δεν έχει βρεθεί για τη σημαία, ώστε να αιτιολογήσουμε βάσιμα την προτίμηση των χρωμάτων, του κυανού και του λευκού και το είδος και το σχήμα των σημαιών της ξηράς και της θάλασσας. Ότι ο σταυρός ήταν το κύριο γνώρισμα της εθνικής σημαίας, όπως καθορίστηκε, εύκολα μπορεί να εξηγηθεί, αλλά για τις παράλληλες εναλλασσόμενες κυανές και λευκές γραμμές μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.

Υπάρχουν πολλές και διάφορες εκδοχές: ότι τα χρώματα κυανούν και λευκό συμβολίζουν τον ουρανό και τον αφρό των κυμάτων της Θάλασσας από την οποία περιβάλλεται η Ελλάς. Ότι το λευκό συμβολίζει την αγνότητα της ελληνικής επιχειρήσεως και το κυανούν την ουράνια δύναμη. Άλλες εκδοχές είναι ότι το λευκό και το κυανό χρησιμοποιήθηκαν κατά την επανάσταση για να δηλώσουν τη δικαιοσύνη και την πίστη το κυανό και την ηθική καθαρότητα και αγνότητα του σκοπού το λευκό. Ακόμα ότι τα χρώματα κυανό και λευκό δεν είναι τίποτα άλλο από το συνδυασμό της βράκας του ναυτικού και της φουστανέλλας. Ερμηνεία για τη χρήση των εννέα παράλληλων γραμμών δεν μπορεί να δοθεί, μόνον ότι ο αριθμός εννέα εθεωρείτο ανέκαθεν ιερός και ότι οι παράλληλες κυανές και λευκές γραμμές συμβολίζουν τη θάλασσα με τους κυματισμούς της.

Κύριος πάντως λόγος της αντικατάστασης της τρίχρωμης σημαίας του Υψηλάντη με το Φοίνικα, κατά τον Τρικούπη, είναι ότι η Εθνική Συνέλευση θέλησε χάριν των συμφερόντων του Έθνους να εγκαταλείψει όλα τα Φιλικά σύμβολα που έως τότε έφεραν οι σημαίες της επανάστασης, για να δώσει την αίσθηση στην Ευρώπη, ότι πρόκειται για καθαρά απελευθερωτικό αγώνα του Έθνους και όχι για επαναστατικό κίνημα μυστικής εταιρείας, όπως αρχικά Θεώρησαν οι Αυλές της Ευρώπης την Ελληνική Επανάσταση. Για το Θέμα αυτό υπάρχει και προφορική παράδοση των Εταιριστών που μάλιστα διατυπώνεται και σε έγγραφη περιγραφή της εποχής ως εξής: “Ο Πολύμητις Μαυροκορδάτος, υπογράφvn το ψήφισμα της αντικαταστάσεως της Yψηλαντείου σημαίας δια της «κυανολεύκοy», εγέλα κάτω από τα μουστάκια του. «Αφού χρυσοί μου διπλωμάται, σας κάμνει τόσον κακόν η σημαία της Φιλικής Εταιρείας, σας την αλλάζω ευχαρίστως με τα χρώματα της φουστανέλλας και της βράκας. Επειδή όμως Θα μου σκοτίζετε το κεφάλι με τις νόταις σας, σας την ονομάζω «κυανόλευκον» και δεν είμαι υποχρεωμένος να σας εξηγήσω, τι Θα ειπή «κυανόλευκος», να το εύρητε σεις, παντογνώσται διπλωμάται. * Μετά την εισαγωγή της κυανόλευκης σημαίας παύει βαθμιαία να παρατηρείται η σύγχυση των χρωμάτων και των σχημάτων της ελληνικής σημαίας. * Αλλά και μετά την καθιέρωση της εθνικής σημαίας δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται παράλληλα και οι άλλες σημαίες των τοπικών πολιτευμάτων, αφού αυτά συνυπήρχαν και αναγνωρίζονταν κατά το πρώτον έτος της επανάστασης. Ακόμα, οι οπλαρχηγοί, ιδιαίτερα στη Ρούμελη, εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν τα μπαϊράκια τους, τις πολύχρωμες πολεμικές τους σημαίες. Ο Άρειος Πάγος με επιμονή είχε ζητήσει την χρήση της τρίχρωμης σημαίας του, παράλληλα με την εθνική στην περιοχή του και αυτή είναι η εντολή που δίνει στον πληρεξούσιό της Γεώργιο Αινιάνα όταν μεταβαίνει στη Συνέλευση των χιλιάρχων και λοιπών αρχηγών της Πελοποννήσου και της Στερεάς.

«Να εμποδίσεις να μη περιφέρεται η τρίχρωμη σημαία εις την περιφέρειαν του Αρείου Πάγου αλλά μόνον η εθνική», γράφει σε έγγραφό του την 6η Μαρτίου 1822 ο Άρειος Πάγrος προς τον Γ. Αινιάνα. * Αλλά και ο Δημ. Υψηλάντης στις 9 Απριλίου 1822 γράφει από το Δαδί στο Βουλευτικό. «Περί δε της μορφής και του χρώματος της σημαίας, όποιοι ποτέ και αν ήσαν οι λόγοι των νεωτερισάντων [=αυτών που εισήγαγαν την καινοτομία], ούτ' εναντιώθην ποτέ ούτ' εναντιούμαι. Την σωτηρίαν της Ελλάδος θεωρώ ουχί εις τα χρώματα, αλλά εις τας πράξεις και την απαθή και ειλικρινή αφιέρωσιν προς την κοινήν του έθνους ωφέλειαν και δόξαν. Μάλιστα δε βλέπων ενταύθα σημαίας διαφόρων ειδών, τας μεν λευκάς, τας δε ποικίλων χρωμάτων και στοχαζόμενος ότι δεν συμφέρει, ουδέ πρέπει τοιαύτη ανομοιότης, επρόσταξα ν' ακολουθήσωσιν όλοι την νέαν. Ανάγκη όμως να ετοιμασθώσιν αυτού αρκεταί και να σταλώσιν εις τα διάφορα στρατιωτικά σώματα και να γράψει περί αυτών η Βουλή προς τον Άρειον Πάγον». * Τα χρώματα της εθνικής σημαίας επαναλήφθηκαν και στο Νόμο της Επιδαύρου από τη Β’ Έθνική Συνέλευση στο Άστρος το 1823. * ηγ‘. Τα χρώματα του εθνικού σημείου και των σημαιών της Θαλάσσης και της ξηράς είναι το κυανούν και το λευκόν.

ηδ'. Ο σχηματισμός των σημαιών και του εθνικού σημείου Θέλει είσθαι κατά την περί τούτου προεκδοθείσαν Διαταγήν της Διοικήσεως (εννοεί το ψήφισμα της 15 Μαρτίου 1822).

Προσθέτει όμως ότι: «εκτός των σημαιών τούτων άλλος να μη μεταχειρίζονται οι Έλληνες, τόσον εις την γην όσον και εις την θάλασσαν».

Έμπαινε λοιπόν τέρμα στη χρήση άλλων σημαιών εκτός της εθνικής, της κυανόλευκης με το σταυρό. Λογικά θα πρέπει να Θεωρήσουμε ότι από τότε έλειψε η πολυμορφία των σημαιών. Όμως και πάλι αργότερα, το 1827, στο «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος», της Γ' Εθνικής Συνελεύσεως στην Τροιζήνα, στο άρθρο 149 επαναλαμβάνονται τα ίδια. * «Τα χρώματα του εθνικού σημείου και των σημαιών της Θαλάσσης και της ξηράς είναι το κυανούν και το λευκόν. Ο σχηματισμός των εθνικών σημαίων και του εθνικού σημείου Θα είναι κατά την προεκδοθείσαν διαταγήν της Κυβερνήσεως και εκτός των σημαιών τούτων άλλος να μη μεταχειρίζονται οι Έλληνες, μήτε εις την γην, μήτε εις την Θάλασσαν.»

Είναι λοιπόν δυνατόν να υποθέσει κανείς ότι και τότε ακόμα υπήρχαν κάποια κατάλοιπα των σημαιών που έφεραν τα διάφορα σώματα και οι διάφοροι αρχηγοί στις διάφορες περιοχές.

Με Θέσπισμα της 23ης Απριλίου Ι822 συγκροτήθηκε το Πρώτο Πεζικό Σύνταγμα με δύο Τάγματα από πέντε λόχους με ομοιόμορφο οπλισμό και λόχο πυροβολικού υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Tarella και του Αντισυνταγματάρχη Gubernatί. * Από τη Διοίκηση δόθηκαν στα Τάγματα δύο σημαίες κυανόλευκες- οι οποίες πρέπει να Θεωρηθούν από τις παλαιότερες ελληνικές σημαίες που κατασκευάστηκαν. Ο όρκος δόθηκε με επίσημη τελετή, κοντά στον Ακροκόρινθο, στις 12 Μαϊου, αφού αναγνώσθηκε ο οργανισμός του σώματος. Ο Αριχεπίσκοπος ευλόγησε τις σημαίες οι οποίες παραδόθηκαν στα δύο σώματα . Σημαιοφόροι των δύο αυτών ταγμάτων του Τακτικού ήταν ο Δ. Μικέλης και ο Α. Αντωνίου από την Χιμάρα και οι δυο, που διέσωσαν και τις σημαίες από την καταστροφή του Πέτα (4 Ιουλίου 1822). * Τις ημέρες εκείνες έφθασαν και εκατόν είκοσι περίπου φιλέλληνες από διάφορα μέρη της Ευρώπης και σχημάτισαν ένα λόχο υπό τον Συνταγματάρχη Dania, οργανωμένο και οπλισμένο κατά τον ευρωπαϊκό τρόπο. Οι φιλέλληνες μαζί με τους Επτανησίους προσκολλήθηκαν στο Τακτικό.

Μόλις οργανώθηκε αυτό το Α' Σύνταγμα με τα δυο τάγματα και τους φιλέλληνες κίνησε για τη Δυτική Ελλάδα στις 26 Μαϊου, και όλων αρχηγός ήταν ο Στρατηγός Νοrman με σημαιοφόρο τον Βέλγο Botte. Οι φιλέλληνες είχαν την δική τους σημαία.

Η μία από αυτές τις σημαίες σώζεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (το κεντρικό τμήμα μόνο της σημαίας με την επιγραφή Α’ Σύνταγμα Πεζικόν). Η άλλη χάθηκε στη μάχη του Πέτα με σημαιοφόρο τον Γερμανό Teichman, που κρατούσε την σημαία κατακουρελιασμένη μέχρι την τελευταία στιγμή και πολεμούσε με αυτή. χρησιμοποιώντας την ως λόγχην. Σκότωσε πολλούς εχθρούς έως ότου έπεσε νεκρός. * Και στη γερμανική Λεγεώνα δόθηκε σημαία ελληνική όμοια με εκείνη του Α' βαρέως Πεζικού. Σε αυτήν και στο ευαγγέλιο έδωσαν τον όρκο οι φιλέλληνες σύμφωνα με τον αρ. 20 Κώδ. Νόμων / 14 Ιαν. 1823.

Εκτός από το Τακτικό και ο λόχος πυροβολικού που συγκροτήθηκε το 1823 έλαβε από επιτροπή διορισμένη από την Κυβέρνηση την σημαίαν του, πάνω στο κανονοστάσιο της ξηράς του φρουρίου του Ναυπλίου.

Το σώμα αυτό εξεστράτευσε υπό την ηγεσία του Εμμαν. Καλλέργην και φέρον την σημαίαν του εισήλθεν εις Καλάμας. Είτα δε παραδοθέντος του φρουρίου και μη έχοντες το δικαίωμα οι πυροβοληταί να εξέλθουν με την σημαίαν ανεπεπταμένην, ο διοικητής του λόχου επιθυμών να διατηρήσει την ιερή παρακαταθήκην που του ενεπιστεύθη η πατρίς, αφήρεσε το δόρυ και λαβών μεθ' εαυτού τον σιδηρούν σταυρόν και το ύφασμα της σημαίας, περιεζώσθη αυτά έσωθεν των ενδυμάτων αυτού και ούτω η σημαία διασωθείσα δεν έπεσε εις χείρας του εχθρού. * Το ιππικό του Φαβιέρου είχε τη δίκιά του σημαία. Ήταν πολυτελέστατη, χρυσοκέντητη από τις παρισινές δεσποινίδες του Φιλελληνικού Κομιτάτου δοσμένη στον επίλαρχο Regnault de St. Jean d' Angely (αργότερα στρατάρχη της Γαλλίας).. Η σημαία έπεσε στα χέρια εις του εχθρού, στις 13 Μαρτίου 1825, κατά την άτυχη εκστρατεία του Φαβιέρου στην Κάρυστο της Ευβοίας στη θέση Λυκόρεμα (βλ. Πηγή 11).

Η πολεμική σημαία, σε όλους τους στρατούς και σ' όλες τις εποχές, έχει ιδιαίτερη θέση. Κάθε σώμα που κρίθηκε άξιο να φέρει σημαία κατά την ώρα της μάχης την έχει ανοικτή αναπεπταμένη και δεν την αποχωρίζεται. Για τούτο βλέπουμε στην ιστορία, άπειρα θύματα ηρωικά που πέφτουν υπερασπίζοντας τη σημαία. Στην επίθεση προηγείται πάντοτε η σημαία και η ιδέα μόνο ότι το σώμα είναι δυνατόν να γυρίσει από τη μάχη χωρίς σημαία, διεγείρει την φιλοτιμία των στρατιωτών.

Σώμα που έχασε τη σημαία του δεν δικαιούται άλλης, εκτός εάν κυριεύσει άλλη εχθρική. Το πυροβολικό συνήθως δεν έχει σημαία - αντί σημαιών υπάρχουν τα πυροβόλα, τα οποία δεν εγκαταλείπονται.

Σημαία έστειλε και το Γαλλικό φιλελληνικό κομιτάτο της Μασσαλίας στους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, με τον πλοίο Επαμεινώνδας, στις 7 Αυγ. 1826. Η σημαία παραδόθηκε στον στρατηγό Νότη Μπότσαρη παρουσία των Σουλιωτών και των μελών της Κυβερνήσεως

Κατά την Καποδιστριακή εποχή διατηρείται ο τύπος της Ελληνικής σημαίας - κυανόλευκης με το σταυρό. Μόνη αλλαγή ήταν η εξομοίωση της σημαίας των εμπορικών πλοίων, με τη σημαία των πολεμικών (Ψηφ. ΙΒ ' αρ. 3529 της 30 Ιουλίου 1828) γιατί κρίθηκε ότι τα εμπορικά είχαν χρησιμοποιηθεί ως πολεμικά στον αγώνα. Δίκαια λοιπόν οι νησιώτες, Θεωρούσαν υποτιμητική τη διάκριση στη σημαία. Στο εξής τα πολεμικά πλοία θα διακρίνονταν από τα εμπορικά με την ύψωση στο κατάρτι τους του πολεμικού σημείου (επισείων - flamme).

Ο Φοίνιξ, από την αρχή της Ελληνικής Επαναστάσεως αλλά ιδιαίτερα κατά την Καποδιστριακή εποχή, επικράτησε ως μοναδικό σύμβολο. Δημιουργήθηκε όμως κάποια αντίθεση προς τον Κυβερνήτη επειδή αντικατέστησε την Αθηνά. Αλλά ο Φοίνιξ πολύ πριν από την Επανάσταση χρησίμευσε με τον μυθικό του συμβολισμό, στην ιδέα της Ελληνικής αναγέννησης. Ήδη τον ΙΣΤ' και ΙΖ' αιώνα πολλοί που σπούδαζαν στην Ιταλία ιδίως, οραματίζονταν, σκέπτονταν και έγραφαν υπέρ της απολύτρωσης του Γένους. Υπήρξε δε και ο Πάνδημος, νέος 18 ετών, από την Κρήτη που έγραψε ποιημάτιο ιταλικά, για την απαλλαγή της ιδιαίτερης πατρίδας του από τις ξενικές επιδρομές και την απελευθέρωσή της από τον τυραννικό ζυγό.

Αυτός και άλλοι νέοι Έλληνες σπουδαστές στην Πάδοβα, θέλησαν να έχουν ένα «διαρκές σύμβολο παρηγορίας» και διάλεξαν τον μυθικό Φοίνικα, με το σταυρό στο κεφάλι του, που έβλεπε σε δέσμη ακτίνων φωτός, που προέρχονταν από άγρυπνο οφθαλμό. Με τον μυθικό αυτό συμβολισμό, της αναγέννησης του Φοίνικα από τη στάκτη του, προοιωνίζονταν την ανάσταση του Έθνους. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο, αν ο Καποδίστριας που σπούδασε στην Πάδοβα, χρησιμοποίησε τον Φοίνικα ως σύμβολο του νέου κράτους. * Όμως κατά το 1831 και 1832, με τη δολοφονία του Κυβερνήτη και την κρίση που ακολούθησε, παρουσιάζονται διάφορες επαναστατικές σημαίες. Στη Σπάρτη και τη Μάνη υψώνεται σημαία λευκή με την παράσταση του Λυκούργου, ενώ στην Περαχώρα οι Συνταγματικοί έχουν σημαία ερυθρή με λευκό σταυρό και δύο κυανές ταινίες επάνω και κάτω και την επιγραφή: «Ένωσις - Σύνταγμα» και σφραγίδα με την Αθηνά.

Τέτοιες σημαίες σώζονται στο Μουσείο. Οι σημαίες αυτές «εγκαινιάστηκαν» σε μικρή εκκλησία της Περαχώρας και μετά τη Θεία λειτουργία οι στρατιώτες έδωσαν τον ακόλουθο όρκο: «Σύνταγμα - Ορκίζομαι σε Σε και Θέλω αποθάνει δι' εσέ, τον θάνατον δεν ψηφώ το Σύνταγμά μου να ζήσει επιθυμώ». * Τις παραμονές της εκλογής του πρώτου βασιλέα, υψώνονται σημαίες κυανόλευκες με Φοίνικα καίγεται και ξαναγεννιέται από τη στάκτη του και την επιγραφή «Οθων Α’ Ηγεμών της Ελλάδος».

Κατά την Οθωνική εποχή, αλλά και την εποχή του Γεωργίου, η ελληνική σημαία δεν αλλάζει. Ρυθμίζονται μόνο λεπτομέρειες της σημαίας των πολεμικών και των εμπορικών πλοίων (Β. Δ. 4 Απρ. 1833 και Β. Δ. 28 Δεκ. 1863). Η πολεμική σημαία του στρατού ξηράς παραμένει πάντα η ίδια, όπως ορίστηκε από την «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος» του 1822, ενώ οι βασιλικές σημαίες φέρουν αντίστοιχα τους θυρεούς του Όθωνος και του Γεωργίου.

Με το Β.Δ. 4 Απρ. 1833 καθορίζεται η πολεμική ναυτική σημαία (enseigne). Αποτελείται από πέντε κυανές και τέσσερις λευκές οριζόντιες ταινίες. Στην εσωτερική άνω γωνία σχηματίζει τετράγωνο κυανό με λευκό σταυρό, που φέρει στο κέντρο τα παράσημα του κράτους δηλαδή τον θυρεό με τους 21 ρόμβους του βασιλικού οίκου της Βαυαρίας (10 κυανοί και 11 αργυρόχροοι). Ο επισείων (flamme) είναι επιμήκης κυανός με ένα μικρό λευκό σταυρό. Η βασιλική επιλέμβιος σημαία (etendard) είναι τετράγωνη ισόπλευρη και το κυανό της δάπεδο διαχωρίζεται με λευκό σταυρό, στο κέντρο του οποίου υπάρχει ο βασιλικός Θυρεός με στέμμα. Η εμπορική σημαία είναι παρόμοια με την πολεμική αλλά δεν φέρει τα παράσημα του κράτους.

Ακόμα, με μεταγενέστερες διαταγές της επί των Ναυτικών Γραμματείας της Επικρατείας (αρ. 3658 / 20 Απρ. 1841) ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες της κατασκευής και των διαστάσεων των σημαιών αυτών και με το ΒΔ 28 Αυγ. 1859 κανονίζεται η χρήση των διακριτικών της πολεμικής αλλά και της εμπορικής σημαίας.

Με την άφιξη του Γεωργίου Α' η Ελληνική σημαία δεν μεταβάλλεται. Ορίζονται μόνο με Β.Δ. 28 Αυγ. 1863 το σχήμα και οι αναλογίες διαστάσεων της επίσημης βασιλικής σημαίας καθώς και το νέο έμβλημα του κράτους. Για τις σημαίες των Φρουρίων και του πολεμικού Ναυτικού ορίζεται να φέρουν μόνο το στέμμα.

Τέλος η πολεμική σημαία των Ταγμάτων καθορίζεται με το Β.Δ στις 9 Απρ. 1864 και διατηρείται έως σήμερα η ίδια για τα Συντάγματα -Κυανόλευκη με σταυρό, μεταξωτή με χρυσά κρόσσια και με τον Άγιο Γεώργιο.- Ο Άγιος Γεώργιος δεν είναι μόνο ο πολεμικός άγιος, ο τροπαιούχος μεγαλομάρτυς, αλλά ενσαρκώνει και το ιδανικό του αρχαίου μυθικού ήρωα Περσέα, όπως σημειώνει ο Ν. Γ. Πολίτης. * Από τις σημαίες που σώζονται στη συλλογή του Μουσείου της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, πρέπει να ξεχωρίσουμε τις παλαιότερες που αρχικά κοσμούσαν τις τέσσερις γωνίες της Αίθουσας Τροπαίων των Ανακτόρων. Οι περισσότερες από αυτές δεν είναι σήμερα παρά τμήματα σημαιών με χρωματισμούς αλλοιωμένους και παραστάσεις μισοσβησμένες από το χρόνο. Δεν παύουν όμως να αποτελούν ιερά κειμήλια των αγώνων του Έθνους και σύμβολα Ελευθερίας.

Οι περιπέτειες των σημαιών αυτών είναι σημαντικές. Μετά τη λήξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, την Καποδιστριακή εποχή και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνος, όσες σημαίες είχαν διασωθεί παραδόθηκαν στο οπλοστάσιο του Ναυπλίου και αργότερα αποτεθήκαν στην Αίθουσα Τροπαίων των Ανακτόρων.

Το 1909, ύστερα από τη μεγάλη πυρκαγϊά των Ανακτόρων, αρκετές από τις σημαίες αυτές καταστράφηκαν και άλλες διασώθηκαν σε κακή κατάσταση. Τότε μεταφέρθηκαν στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και παραδόθηκαν στην Ιστορική Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος για να διαφυλαχθούν, μαζί με τα άλλα κειμήλια του Έθνους, στο Μουσείο της. Σημειώνουμε ότι οι σημαίες αυτές συντηρήθηκαν προσεκτικά και ταξινομήθηκαν. Τα τελευταία ιδίως χρόνια έγινε συστηματική εργασία με σύγχρονη τεχνική, από ειδικευμένο προσωπικό του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.