Επικοινωνίες μεταξύ των πολιτισμών του Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού με επίκεντρο τη μινωική Κρήτη

Πηγές

Βιβλιογραφία

Αρχική Σελίδα



Χάρτης Πλοήγησης




Οδηγίες Χρήσης


Ανώτερο επίπεδο

Ανώτερο επίπεδο

Πάνω

Κάτω
Μεγέθυνση εικόνας

Η χρυσή εποχή του Μινωϊκού Πολιτισμού είχε διάρκεια τριων περίπου αιώνων, από το 1700 ως το 1450 π.Χ. Η ειρήνη και η ευημερία που επικρατούσαν σε αυτή την περίοδο στην κεντρική και ανατολική Κρήτη επέτρεψαν την ανάπτυξη μεγάλων οικισμών γύρω από τα ανακτορικά κέντρα. Στον χάρτη σημειώνονται οι κύριοι χώροι της μεγαλονήσου, όπου η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως τα λείψανα του πρώτου υψηλής στάθμης ευρωπαϊκού πολιτισμού, που φωτίζουν την ιστορία των νεοανακτορικών χρόνων.


Μεγέθυνση εικόνας

Προσόψεις μινωϊκών σπιτιών επάνω σε πλακίδια από φαγεντιανή. Παρόλο που έχουν ύψος μόλις τριων ως πέντε εκατοστών δίνουν μια εικόνα της αρχιτεκτονικής των ιδιωτικών κατοικιών της Κνωσού. Είναι πολυόροφες με τοίχους κτισμένους από πέτρα, στρώματα πηλού και ξηλοδεσιές. Δεν υπάρχουν παράθυρα στο ισόγειο, ακριβώς όπως και στα ανάκτορα. Τα πλακίδια αποτελούν ίσως ενθέματα κιβωτιδίου με παράσταση πόλεως και κυνηγιού. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Χρυσοί διακόσμητοι διπλοί πελέκεις, σύμβολα της μινωϊκής θρησκείας, αφιερώματα στο ιερό σπήλαιο του Αρκαλοχωρίου. Τα αντικείμενα καταπλακώθηκαν από τους βράχους της οροφής του σπηλαίου που γκρεμίσθηκε κατά το σεισμό του 1600 π.Χ. περίπου. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Οι σφραγιδόλιθοι είναι από τα θαυμαστά έργα της νεοανακτορικής τέχνης. Οι μινωίτες φιλοτεχνούσαν σε σκληρή πέτρα ανάγλυφες μικροσκοπικές μορφές σε διάφορα κινητικά θέματα. Επάνω: χρυσόδετος σφραγιδόλιθος από χαλκηδόνιο με παράσταση λιονταριού και δαμαστών. Στο μέσον: χρυσό δακτυλίδι με λατρευτική παράσταση. Κάτω: χρυσόδετος σφραγιδόλιθος από κύανο. Έχει παράσταση θεού ή ήρωος με λιοντάρι. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Πήλινο ειδώλιο λατρευτού θεότητος με εγχειρίδιο από το "ιερό κορυφής" του Πετσοφά της ανατολικής Κρήτης (τέλος της Προανακτορικής περιόδου και αρχή της Παλαιοανακτορικής, γύρω στον εικοστό αιώνα π.Χ.).Λόφοι και βουνά αποτελούσαν για τους Μινωίτες τόπους λατρείας της θεότητος. Εκεί ανέβαιναν οπι πιστοί με τις συμβολικές προσφορές τους για προσκύνημα και δεήσεις. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Παλαιοανακτορικός πίθος καμαραϊκού ρυθμού από τη Φαιστό. Στο αγγείο, ύψους 50 εκ., υπάρχει διακοσμητικό θέμα που παριστάνει μεγάλο ψάρι να πιάνεται σε δίκτυ. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Ένα αριστούργημα μινωικής τέχνης. Ρυτό εξαιρετικό περίτεχνο από ορεία κρύσταλλο που βρέθηκε στο θησαυροφυλάκιο του ιερού του ανακτόρου της Ζάκρου μαζί με άλλα τελετουργικά σκεύη (1500-1450 π.Χ.). Ο κρυστάλλινος τορνευτός δακτύλιος του λαιμού έχει διακοσμηθεί με επίχρυση φαγεντιανή. Οι κρυστάλλινες πέρλες της λαβής συγκρατούνται με ορειχάλκινο σύρμα. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Η μινωική Κρήτη είχε άμεση επικοινωνία δια θαλάσσης με ολόκληρη της Ανατολική Μεσόγειο. Τα καράβια της θαλασσοκράτειρας έφθαναν στην Αίγυπτο, στα συροπαλαιστινιακά λιμάνια, στη Μικρά Ασία, στα νησιά του Αιγαίου και στον ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο. Φόρτωναν τα περιζήτητα στις αγορές της Εγγύς Ανατολής προϊόντα των μινωικών εργαστηρίων και μετέφεραν από τις ξένες χώρες πρώτες ύλες. Στο χάρτη σημειώνονται οι επικοινωνίες της μινωικής Κρήτης μεταξύ 2000 και 1400 π.Χ. με τα μεγάλα κέντρα της εποχής στο Αιγαίο, στην Ανατολή, την Αίγυπτο και τη Φοινίκη.


Μεγέθυνση εικόνας

Εμπορικές ανταλλαγές και πολιτιστικές σχέσεις είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα στην Κρήτη και τα μεγάλα κέντρα της Ανατολής. Στη Μεσοποταμία έφθαναν μινωικά εμπορεύματα. Στον θολωτό πάλθ τάφο του Πλατάνου της Μεσαράς βρέθηκε βαβιλιωνιακός σφραγιδόλιθος της δυναστείας του Χαμμουραμπί. Στη μία όψη (επάνω) εμφανίζεται η θεά Ιστάρ και στην άλλη (κάτω) θεός ή δυνάστης. (Μουσείο Ηρακλείου)


Μεγέθυνση εικόνας

Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης, πλάι ακριβώς στον μικρό κόλπο της Ζάκρου, βρέθηκε το τέταρτο ανάκτορο. Η μινωική πολιτεία απλώνεται επάνω σε δύο λοφίσκους στην άκρη μιας στενής κοιλάδος με ελαιώνες και περιβόλια. Οι έρυνες απέδειξαν ότι η Ζάκρος υπήρξε σπουδαία ναυτική βάση και είχε αναπτύξει στενές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή και με την Αίγυπτο. Στο λιμάνι της ξεφορτώνονταν οι πρώτες ύλες από το εξωτερικό. Από εκεί γίνονταν και οι εξαγωγές των προϊόντων της μινωικής βιοτεχνίας στις ξένες αγορές (αποκλειστική αερογραφία).


Ο γεωγραφικός παράγοντας

Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, στο νοτιότερο τμήμα της ανατολικής Μεσογείου, και το φυσικό της περιβάλλον έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη γένεση, την εξέλιξη και το χαρακτήρα του μινωικού πολιτισμού.

H γεωγραφική της θέση, κοντά στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, την έφερε από νωρίς σε επαφή με τους πρώιμους μεγάλους πολιτισμούς, από τους οποίους άντλησε τα νεότερα πολιτιστικά επιτεύγματα. Ο νησιωτικός όμως χαρακτήρας της Κρήτης και το εύκρατο μεσογειακό κλίμα συνέβαλαν παράλληλα στην πολιτιστική διαφοροποίηση του μινωικού πολιτισμού σε σχέση με τους ανατολικούς πολιτισμούς.

Επικοινωνίες με επίκεντρο τη μινωική Κρήτη

Κατά την Προανακτορική εποχή (3000-2000 π.Χ.) χρονολογούνται τα πρώτα εισηγμένα στην Κρήτη προϊόντα που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Αίγυπτο.

Κατά την Ανακτορική περίοδο (2000-1400 π.Χ.) η οργάνωση και ο έλεγχος του εμπορίου πέρασε εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία των μινωικών ανακτόρων. Εκεί συλλέγονταν τα προϊόντα της αγροτικής παραγωγής και της βιοτεχνίας και κατόπιν κατευθύνονταν προς τις εγχώριες και τις ξένες αγορές. Οι ανταλλαγές προϊόντων με μακρινές χώρες, απ' όπου οι Μινωίτες προμηθεύονταν τις πρώτες ύλες, εξυπηρετούνταν από την άριστα οργανωμένη ναυτιλία και την ίδρυση εμπορικών σταθμών σε σημαντικά λιμάνια της Μεσογείου. Είναι δε πολύ πιθανό ότι οι Μινωίτες είχαν αναλάβει και ένα μέρος του διεθνούς διαμετακομιστικού εμπορίου, μεταφέροντας μαζί με τα δικά τους προϊόντα και αυτά άλλων χωρών.

Η μνήμη της παντοδυναμίας της Κρήτης στη θάλασσα έμεινε ζωντανή στις μεταγενέστερες παραδόσεις, ώστε οι πηγές της Αρχαιότητας να αναφέρονται στη "μινωική θαλασσοκρατορία". Η μαρτυρία αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα που αποκαλύπτουν την έντονη μινωική παρουσία σε ορισμένους μακρινούς νησιωτικούς οικισμούς, όπως το Ακρωτήρι της Θήρας και τα Κύθηρα, οι οποίοι εμφανίζουν το χαρακτήρα σταθερών μινωικών εγκαταστάσεων αν όχι των οργανωμένων αποικιών. Ανάλογα μινωικά στοιχεία εμφανίζονται και σε μια σειρά σημαντικών οικισμών στα παράλια της Μικράς Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου. Μια διακριτική αλλά διαρκής παρουσία των κρητικών προϊόντων εντοπίζεται και στη δυτική Μεσόγειο, σε λιμάνια της Ιταλικής χερσονήσου, στη Μάλτα και τη Σαρδηνία.

Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Ελλάδα, που διατηρούσε εμπορικές επαφές και με την Ανατολή και με τη Δύση, οι σχέσεις της Κρήτης περιορίζονταν κατά το μεγαλύτερο διάστημα της εποχής του Χαλκού μόνο στην Ανατολή. Προς το τέλος της Μινωικής εποχής παρατηρείται όμως μία αντίστροφη τάση. Το κρητικό εμπόριο προσανατολίστηκε περισσότερο προς τη Δύση ενώ εκείνο της ηπειρωτικής Ελλάδας προς την Ανατολή.

Η διακίνηση των μινωικών προϊόντων σε τόσο μεγάλη έκταση δεν εννοείται χωρίς την εγκατάσταση μιας μερίδας του πληθυσμού στο εξωτερικό. Έτσι θεωρείται βέβαιο ότι υπήρχε ένα ποσοστό μόνιμα απασχολούμενων εμπόρων, τεχνιτών, ναυτικών και διπλωματών, οι οποίοι είχαν μόνιμες ή προσωρινές κατοικίες σε διάφορα εμπορικά κέντρα του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου.

Τις επαφές των Μινωιτών με το εξωτερικό δείχνει η παρουσία των χαρακτηριστικών αντικειμένων μινωικής τέχνης, κυρίως της κεραμικής, που εντοπίζονται σε μακρινές περιοχές, και οι σύγχρονες εισαγωγές ξένων προϊόντων στην Κρήτη. Οι βασικότερες πρώτες ύλες που εισάγονταν ήταν τα μέταλλα, οι πολύτιμοι λίθοι και το ελεφαντόδοντο. Μαζί με αυτές εισαγόταν και ένας μεγάλος αριθμός πολυτελών αντικειμένων ανατολικής και αιγυπτιακής προέλευσης. Στις αγορές του εξωτερικού εξάγονταν τα προϊόντα της μινωικής βιοτεχνίας και τα εκλεκτότερα είδη της κρητικής γης. Ανάμεσα στα περιζήτητα είδη ανήκε ίσως και η ξυλεία της Κρήτης που φαίνεται ότι εξαγόταν σε χώρες με πλήρη έλλειψη δασών, όπως η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία, όπου είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε εισηγμένη ξυλεία.

Μία γλαφυρή εικόνα των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού (1600-1050 π.Χ.) μας δίνουν τα ευρήματα από δύο ναυάγια πλοίων στο Ulu Burun και στην Καληδονία, κοντά στη νότια μικρασιατική ακτή. Οι υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στις περιοχές αυτές αποκάλυψαν ένα πλούσιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα προϊόντων διαφορετικής προέλευσης που διακινούνταν ταυτόχρονα στην ανατολική Μεσόγειο.

Επικοινωνίες των μινωιτών με την Αίγυπτο

Μέσα από τις γραπτές πηγές της 18ης αιγυπτιακής δυναστείας αλλά και από μία σειρά μινωικών ευρημάτων στην Αίγυπτο γίνεται φανερή η παρουσία των Μινωιτών στη χώρα του Νείλου. Στον τοιχογραφικό διάκοσμο των τάφων αιγυπτίων αξιωματούχων αναγνωρίζονται Kρήτες, που ονομάζονταν στην Αίγυπτο Κεφτιού, να προσφέρουν δώρα στο Φαραώ, ανάμεσα σε απεσταλμένους άλλων χωρών. Η ταύτιση αυτών των μορφών με τους Μινωίτες γίνεται από το ένδυμά τους, το μινωικό ζώμα και από τα πολυτελή αντικείμενα που μεταφέρουν, στα οποία αναγνωρίζονται χαρακτηριστικά πρoϊόντα μινωικών εργαστηρίων.

Οι πυκνότερες επαφές της Κρήτης με την Αίγυπτο παρατηρούνται κατά τη διάρκεια της 18ης δυναστείας που αντιστοιχεί με τα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερα σημαντικοί για την απόλυτη χρονολόγηση είναι οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι με τα χαρακτηριστικά εμβλήματα των Φαραώ που βρίσκονται συχνά σε τάφους της Κρήτης, καθώς η διαδοχή των βασιλέων της Αιγύπτου είναι σίγουρα χρονολογημένη.

Τα μινωικά προϊόντα στην Αίγυπτο λιγοστεύουν κατά τη Νεοανακτορική περίοδο (1600-1400 π.Χ.), ενώ αντίθετα πληθαίνουν τα προϊόντα των μυκηναϊκών κέντρων. Η στροφή αυτή είναι ενδεικτική για τη μετατόπιση της εμπορικής δύναμης στα χέρια των Μυκηναίων και ίσως σημαίνει ότι τα μινωικά προϊόντα διακινούνταν πια μέσω των μυκηναϊκών εμπορικών σταθμών.