Ο
κατά κόσμον Στόικο Βλαντισλάβωφ γεννήθηκε το 1739 στην κωμόπολη Κότελ
(Kotel, Καζάνι) της Βουλγαρίας (στην Οθωμανική αυτοκρατορία τότε).
Νυμφεύθηκε και αρχικά εργάστηκε ως ράφτης. Το 1762 χειροτονήθηκε
Πρεσβύτερος. Το 1765 γνωρίστηκε με τον μοναχός Παΐσιο Χιλανδαρινό, του
οποίου έγινε μαθητής και δημιούργησε το πρώτο αντίγραφο του συγγράμματος του
Παϊσίου με τον τίτλο "Σλαβοβουλγαρική ιστορία". Κατά τα έτη 1770-1775
πραγματοποίησε ταξίδια στο Άγιον Όρος. Το 1792 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή
Αγίου Νικολάου Καπινώβου (στη Μητρόπολη Τορνόβου). Στις 17 Σεπτεμβρίου 1794
χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Ιησού Χριστού
Αρβανιτοχωρίου (Arbanasi) Επίσκοπος Βράτσης. Τη χειροτονία τέλεσε ο
Μητροπολίτης Τορνόβου Ματθαίος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους
Λοφτσού Άνθιμο και Πρεσλάβας Νεόφυτο. Το 1797 ξέσπασε στο Βιδίνιο το στασιαστικό
κίνημα του Οσμάν Πασβάνογλου κατά τη διάρκεια της οποίας αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει τη Βράτσα και να διαμείνει για τρία χρόνια στο Βιδίνιο. Τον
Σεπτέμβριο του 1800
τέθηκε σε αργία, επειδή εισήλθε άνευ αδείας στην περιφέρεια της Μητροπόλεως
Βιδύνης και λειτουργούσε εκεί. Το 1803
μετέβη στο Βουκουρέστι και υπέβαλε παραίτηση, η οποία ωστόσο δεν έγινε
αποδεκτή λόγω οικονομικών εκκρεμοτήτων στην Επισκοπή Βράτσης. Τελικά ύστερα
από μεσολάβηση του Μητροπολίτου Ουγγροβλαχίας Δοσιθέου η Ιερά Σύνοδος έκανε
αποδεκτή την παραίτησή του στις 3 Σεπτεμβρίου 1803. Στις 2 Δεκεμβρίου 1803
εκδόθηκε Πατριαρχικό γράμμα που τον απάλασσε από τις οικονομικές του
υποχρεώσεις. Το 1806 εκδόθηκε
σε απλή βουλγαρική γλώσσα το βιβλίο του "Κυριακοδρόμιον". Κατά τον
Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1806-1812) επέδειξε φιλορωσική στάση. Κατά τα τελευταία
έτη της ζωής του αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι κοντά στο Βουκουρέστι.
Εκοιμήθη στις 23 Σεπτεμβρίου 1813. Στις 31 Δεκεμβρίου 1964 η Εκκλησία της
Βουλγαρίας τον κατέταξε στους αγίους. |