Η Αυτού Θειοτάτη
Παναγιότης ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και |
Ο κατά κόσμον Ιωάννης Κοκκώδης γεννήθηκε στην Καλιμασιά της Χίου το 1802. Υπηρέτησε ως γραμματέας των Μητροπολιτών Βελιγραδίου Αγαθαγγέλου (1815-1825) και Σοφίας Ιωακείμ (1822-1830). Ο τελευταίος τον χειροτόνησε Διάκονο. Μετά από υπηρεσία τριάντα και πλέον μηνών προσελήφθη ως Αρχιδιάκονος και γραμματέας του Μητροπολίτου Ιωαννίνων Βενεδίκτου (1826-1830). Τον Δεκέμβριο του 1827 σε ηλικία μόλις 25 ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Δρυϊνουπόλεως και Αργυροκάστρου. Τον Ιούλιο του 1832 προσαρτήθηκε στην Επισκοπή Δρυϊνουπόλεως η καταργηθείσα Επισκοπή Χειμάρρας και Δελβίνου. Έκτοτε έφερε τον τίτλο "Δρυϊνουπόλεως και Χειμάρρας". Τον Ιούλιο του 1835 εξελέγη Μητροπολίτης Ιωαννίνων. Στις 21 Αυγούστου 1838 παύθηκε και εστάλη στο Άγιον Όρος. Διέμενε στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας. Στις 7 Αυγούστου 1840 αποκαταστάθηκε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων. Τον Ιούνιο του 1842 προσαρτήθηκε στην επαρχία του το τμήμα Βελλάς, το οποίο αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Πωγωνιανής. Έκτοτε έφερε τον τίτλο "Ιωαννίνων και Βελλάς". Τον Απρίλιο του 1845 εξελέγη Μητροπολίτης Κυζίκου. Στις 4 Οκτωβρίου 1860 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Στις 18 Αυγούστου 1863 παραιτήθηκε αφού προηγουμένως είχε παυθεί από την Υψηλή Πύλη. Διέμενε στην Αρτάκη της Κυζίκου. Το 1872 εγκαταστάθηκε στο Μουχλιό (Balat) της Κωνσταντινουπόλεως. Στις 23 Νοεμβρίου 1873 εξελέγη για δεύτερη φορά Οικουμενικός Πατριάρχης. Τον Φεβρουάριο του 1878 ασθένησε από καρδιακό νόσημα. Εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Χάλκης στις 5 Αυγούστου 1878. |
Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.