Ο
Αμβρόσιος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στο Βαφεοχώρι του Βοσπόρου το 1841. Ήταν
νεώτερος αδελφός του Μητροπολίτη Κυζίκου Νικοδήμου. Σπούδασε στη Θεολογική
Σχολή του Σταυρού Ιεροσολύμων και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από την
οποία αποφοίτησε το 1864. Υπηρέτησε ως Ιεροκήρυκας της Κοινότητος Πέραν
Κωνσταντινουπόλεως και ως Διευθυντής της Ελληνικής Σχολής Βάρνης. Το 1868
προσελήφθη από τον αδελφό του στην υπηρεσία της Μητροπόλεως Κυζίκου. Στις 8
Δεκεμβρίου 1868 σε ηλικία μόλις 27 ετών χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος
Λαμψάκου, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Κυζίκου. Τη χειροτονία τέλεσε ο
Μητροπολίτης Κυζίκου Νικόδημος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες
Βερροίας Σωφρόνιο, Δράμας Αγαθάγγελο, Φιλαδελφείας Μελέτιο και Βοδενών
Νικόδημο. Στις 28 Δεκεμβρίου 1871 εξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου και
Σιατίστης έχοντας συνυποψηφίους τους Επισκόπους Παμφίλου Διονύσιο και
Αργυρουπόλεως Αθανάσιο. Στις 24 Αυγούστου 1877 εξελέγη Μητροπολίτης Χίου. Στις 24
Αυγούστου 1881 εξελέγη Μητροπολίτης της νεοσύστατης Μητροπόλεως Νικοπόλεως και
Πρεβέζης, έχοντας συνυποψηφίους τον Μητροπολίτη Αίνου Άνθιμο και τον
Επίσκοπο Μυρέων Αμβρόσιο. Εκοιμήθη στις 4 Ιουνίου 1885 εκ δυσεντερίας στη Λευκάδα όπου είχε
μεταβεί προς περίθαλψη της υγείας του. |