Ο Νικόδημος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στο Σταυροδρόμι Κωνσταντινουπόλεως τον
Μάρτιο του
1826 από γονείς καταγομένους από το Μελένικο (πατέρας) και την Καλιμασσιά
της Χίου (μητέρα). Διάκονος χειροτονήθηκε στις 15 Αυγούστου 1846 από τον Μητροπολίτη
Κυζίκου Ιωακείμ, συγγενή από την πλευρά της μητέρας του, (ή από τον
Μητροπολίτη Προικοννήσου Γεδεών). Υπηρέτησε ως Διάκονος στη Μητρόπολη
Κυζίκου (1848-1850). Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1855.
Το 1856 διορίστηκε Διευθυντής της Θεολογικής Σχολής του Σταυρού Ιεροσολύμων.
Το 1858 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1858 χειροτονήθηκε τιτουλάριος
Επίσκοπος Λαμψάκου, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Κυζίκου. Τον Οκτώβριο
του 1860 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών και στις 24 Μαΐου 1861 Μητροπολίτης
Κυζίκου. Αναδείχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία του Πατριαρχείου ιδίως κατά τη
δεύτερη Πατριαρχεία Γρηγορίου του ΣΤ΄ (1867-1871) και κατά την Πατριαρχεία
Ιωακείμ του Δ΄ (1884-1886). Κατά το διάστημα ασθενείας δε του Πατριάρχου
Ιωακείμ του Δ΄ προήδρευε ο Κυζίκου Νικόδημος των εργασιών της Συνόδου. Ο δε
Γεώργιος Παπαδόπουλος τον κατηγορεί για ανειλικρινή στάση απέναντι στον
Πατριάρχη Νεόφυτο τον Η΄. Το 1884 έγινε αποτυχημένη δολοφονική επίθεση
εναντίον του καθώς επιθεωρούσε τις εργασίες ανέγερσης ναού στην Πέραμο της
Κυζίκου. Εκοιμήθη στα Δαρδανέλλια στις 11 Ιανουαρίου 1900. |