Ο
κατά κόσμον Αθανάσιος Βαξεβανίδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη) περί το 1860. Οι γονείς του κατάγονταν από τον Κάμπο της Χίου. Αποφοίτησε από τη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1887 (έλαβε το πτυχίο το 1892), αφού υπέβαλε
διατριβή με τίτλο "Ότι η ψυχή αθάνατος". Τον Μάρτιο του 1892
χειροτονήθηκε Διάκονος από τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Ιωακείμ και προσελήφθη στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος. Την 1 Ιανουαρίου 1894
χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον ίδιο Μητροπολίτη και
διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Χαλκηδόνος. Τον Σεπτέμβριο του 1896
διορίστηκε Πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Αντιοχείας. Στις 12 Δεκεμβρίου
1896 εξελέγη τιτουλάριος Επίσκοπος Μελιτουπόλεως έχοντας συνυποψηφίους τους
Αρχιμανδρίτες Καλλίνικο Διλβέη και Σμάραγδο Χατζηευσταθίου. Στις 15 Δεκεμβρίου 1896
χειροτονήθηκε στον Ιερό Ναό Αγίας Ευφημίας Χαλκηδόνος τιτουλάριος Επίσκοπος
Μελιτουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Κυζίκου. Τη χειροτονία
τέλεσε ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ιωακείμ, συμπαραστατούμενος από τους
Μητροπολίτες Γάνου και Χώρας Διονύσιο, Καρπάθου και Κάσου Σωφρόνιο και π.
Δισκάτης Ιωάννη. Ανέλαβε το τμήμα Δαρδανελλίων της Μητροπόλεως Κυζίκου. Τον
Οκτώβριο του
1899 λόγω διαφωνίας του με τον Μητροπολίτη Κυζίκου Νικόδημο κλήθηκε από την
Ιερά Σύνοδο και εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στις 17 Φεβρουαρίου 1900 εξελέγη
Μητροπολίτης Κώου έχοντας συνυποψηφίους τους Επισκόπους Αρδαμερίου Σωφρόνιο
και Αβύδου Νικόδημο. Στις 14 Φεβρουαρίου 1908 εξελέγη Μητροπολίτης Καστορίας.
Εκοιμήθη στις 15 Ιουλίου 1911. |