Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης πρώην Νικομηδείας κυρός Φιλόθεος. (1833-1917).
(Οικουμενικό Πατριαρχείο).

Ο κατά κόσμον Θεόδωρος Βρυέννιος γεννήθηκε στα Ταταύλα Κωνσταντινουπόλεως το 1833. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1856 έχοντας ήδη χειροτονηθεί Διάκονος. Υπό την προστασία του γέροντός του Μητροπολίτου Κυζίκου Ιωακείμ και του Γεωργίου Ζαρίφη συνέχισε τις Θεολογικές και Φιλοσοφικές σπουδές του στα Πανεπιστήμια Λειψίας, Βερολίνου και Μονάχου (1856-1861). Κατόπιν διορίστηκε Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης (1861-1867). Στις 23 Μαρτίου 1863 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Β΄ και έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Το ίδιο έτος αναδείχθηκε Σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1867. Τον Δεκέμβριο του 1867 διορίστηκε Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής (1867-1875). Το 1875 μετέβη στη Βόννη της Γερμανίας ως μέλος της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο συνέδριο των Παλαιοκαθολικών. Ενώ βρισκόταν στην Ευρώπη εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών. Με δυσκολία αποδέχθηκε την εκλογή. Χειροτονήθηκε στον βαθμό του Επισκόπου στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως στις 31 Αυγούστου 1875. Τη χειροτονία τέλεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Β΄, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Κυζίκου Νικόδημο, Χαλκηδόνος Καλλίνικο, Πισιδίας Καισάριο, Λήμνου Ιωακείμ, Βελεγράδων Άνθιμο και Κώου Γερμανό. Στις 24 Αυγούστου 1877 εξελέγη Μητροπολίτης Νικομηδείας. Στις 23 Νοεμβρίου 1910 παραιτήθηκε λόγω γήρατος και εφησύχαζε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης όπου και εκοιμήθη στις 18 Νοεμβρίου 1917.

Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.