Ο
κατά κόσμον Ιωάννης Κασσάρας γεννήθηκε στην Κάλυμνο στις 6 Δεκεμβρίου 1844.
Το 1863 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης υπό την προστασία του Λέρου
Ιγνατίου. Αποφοίτησε από τη
Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1869 αφού υπέβαλε διατριβή με τίτλο "Περί της
επικλήσεως των αγίων καθόλου". Διάκονος χειροτονήθηκε στις 26 Ιουλίου 1864 στο Σιναΐτικο Μετόχι στο Φανάρι της Κωνσταντινουπόλεως από τον Μητροπολίτη
Βελισσού Άνθιμο και Πρεσβύτερος στις 11 Οκτωβρίου 1870 από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο
λαβών και το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε
ως Ιεροκήρυκας στα Χανιά (1869-1870), ως Καθηγητής στο
Ηράκλειο της Κρήτης (1870-1874) και κατόπιν ως Πρωτοσύγκελος της
Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης από το 1874 μέχρι το 1875. Στις 16 Μαρτίου 1875
χειροτονήθηκε Επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους. Την 1 Μαρτίου 1877
κατόπιν επιμόνου απαιτήσεως του Ρώσου Πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ εξελέγη Επίσκοπος Πλαταμώνος (μέχρι το 1881 υπό τη Μητρόπολη
Θεσσαλονίκης από το 1881 υπό τη Μητρόπολη Λαρίσης). Το 1882 μετά την υπαγωγή
του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στο Βασίλειο της Ελλάδος ο Επίσκοπος
Αμβρόσιος και μικρό τμήμα της Επισκοπής Πλαταμώνος υπήχθησαν στην Εκκλησία
της Ελλάδος. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1892 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος πρότεινε τη μετάθεση του Επισκόπου Αμβροσίου στην Αρχιεπισκοπή
Τρίκκης αλλά αυτή δεν εγκρίθηκε από το Υπουργείο. Στις 8 Φεβρουαρίου 1900
μετά την κατάργηση της Επισκοπής Πλαταμώνος και τη συγχώνευσή της με την
χηρεύουσα Επισκοπή Λαρίσης εξελέγη Επίσκοπος Λαρίσης με τον τίτλο "Λαρίσης,
Φαρσάλων και Πλαταμώνος". Το 1909 εκφράστηκε ανοιχτά υπέρ του Στρατιωτικού
Συνδέσμου με αποτέλεσμα να δημιουργήσει πολιτικούς αντιπάλους, οι οποίοι τον
κατήγγειλαν στη Σύνοδο. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο συγκροτήθηκε από
πέντε μόνο Αρχιερείς, στις 27 Ιανουαρίου 1910 τον καταδίκασε σε καθαίρεση.
Ομοίως και το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (στο οποίο όμως συμμετείχαν και οι
πρωτοδίκως δικάσαντες αυτόν Αρχιερείς) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στις
2 Ιουλίου 1910. Έκτοτε ο Αμβρόσιος αποσύρθηκε σε ιδιόκτητο κτήμα στο Μεγάλο
Κεσερλί (Συκούριο). Το 1911 κατέθεσε υπόμνημα προς το Υπουργείο
Εκκλησιαστικών ζητώντας αναψηλάφηση της δίκης. Τελικά στις 10 Φεβρουαρίου
1917 η Ιερά Σύνοδος τον αποκατέστησε στο Επισκοπικό αξίωμα. Εκοιμήθη στο
Συκούριο στις 23 Απριλίου 1918. |