Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης πρώην Ρασκοπρεσρένης κυρός Νικηφόρος. (1862-1918).
(Οικουμενικό Πατριαρχείο).

Ο κατά κόσμον Νικόλαος Πέριτς γεννήθηκε στο χωριό Μπαράντα του Δήμου Οπόβου της Επαρχίας Νοτίου Βανάτου της Βοϊβόνιτνας της Σερβίας (στην Αυστροουγγαρία τότε) στις 4 Δεκεμβρίου 1862. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1880 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Βρατσέβσνιτσα (στην Επισκοπή Ζίτσης). Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος και την 1 Μαρτίου 1881 Πρεσβύτερος. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1892. Επέστρεψε στη Σερβία και υπηρέτησε στην Αρχιεπισκοπή Βελιγραδίου. Στη συνέχεια διορίστηκε Ηγούμενος στην Ιερά Μονή Ραβάνιτσα. Κατόπιν υπηρέτησε ως καθηγητής στο Σερβικό Γυμνάσιο της Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Σκοπίων (1897) επί Μητροπολίτου Σκοπίων Μεθοδίου και ως Εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίων Αποστόλων Φερίκιοϊ Κωνσταντινουπόλεως. Στις 16 Ιανουαρίου 1901 εξελέγη Μητροπολίτης Ρασκοπρεσρένης με 10 ψήφους έχοντας συνυποψηφίους τον Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Χάλκης Αρχιμανδρίτη Ειρηναίο Παντολέοντος (2 ψήφοι) και τον Αρχιερατικό Επίτροπο Γευγελής της Μητροπόλεως Βοδενών Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Μοσχόπουλο. Στις 21 Ιανουαρίου 1901 χειροτονήθηκε στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Κωνσταντινούπολη Μητροπολίτης Ρασκοπρεσρένης. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος, συμπαραστατούμενος από τους Μητροπολίτες Βερροίας Κωνστάντιο, Μηθύμνης Στέφανο, Βάρνης Πολύκαρπο και Λιτίτσης Νικηφόρο. Ήρθε σε σύγκρουση με τη Σερβική διπλωματία λόγω του ότι επάνδρωσε την Ιερά Μονή Ντετσάνι με Ρώσους μοναχούς από τον Άγιον Όρος και στις 2 Φεβρουαρίου 1911 παραιτήθηκε. Κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου συνελήφθη από τις Βουλγαρικές αρχές και οδηγήθηκε στη Βουλγαρία. Εκοιμήθη στη Σόφια ή στην Ιερά Μονή της Ρίλας την 1 Φεβρουαρίου 1918.

Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.