Ο
κατά κόσμον Βικέντιος Μάνγκρα γεννήθηκε στο Σαλίστε-Σαλταμπάγκιου (Săliște-Săldăbagiu)
της Κοινότητας Καπάλνα της Κομητείας Μπιχόρ (τότε στην Αυστροουγγαρία) στις
25 Μαΐου 1850. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή του Αράντ το 1872 και στη
συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα Νομικής στην Οράντεα. Υπηρέτησε ως Καθηγητής
στο θεολογικό Ινστιτούτο του Αράντ από το 1875 μέχρι το 1893 ενώ κατά τα έτη
1882-1883 διετέλεσε προσωρινός Διευθυντής του Ινστιτούτου. Το 1893
απομακρύνθηκε από τη θέση του Καθηγητή κατ' απαίτηση της Ουγγρικής
κυβέρνησης. Το 1879 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Χόντος-Μποντρόγκ (στην
Κομητεία του Αράντ). Διάκονος χειροτονήθηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1879 από τον
Επίσκοπο Αράδου Ιωάννη και Πρεσβύτερος την 1 Ιανουαρίου 1880. Το 1906 έλαβε
το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Το 1901 εξελέγη Επίσκοπος Αράδου αλλά εξαιτίας
της πολιτικής του δράσης η Ουγγρική κυβέρνηση ακύρωσε την εκλογή του. Έλαβε
ενεργό δράση στο Ρουμανικό εθνικό κίνημα εντός της Αυστροουγγαρίας. Ωστόσο
από το 1910 και μετά ήταν με το μέρος της Ουγγρικής κυβέρνησης. Στις 16
Οκτωβρίου 1916 χειροτονήθηκε στην Οράντεα Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας. Τη
χειροτονία τέλεσε ο Επίσκοπος Αράδου Ιωάννης, συμπαραστατούμενος από τον
Επίσκοπο Καρανσεμπές Μύρωνα. Εκοιμήθη στη Βουδαπέστη την 1 Οκτωβρίου 1918
λίγο πριν την ένωση της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία συνεπεία καρδιακής
νόσου. Μετά την ένωση της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία η συνεργασία του με
τις Ουγγρικές αρχές καταδικάστηκε τόσο έντονα, ώστε οι Επίσκοποι που τον
χειροτόνησαν έφτασαν στο σημείο να θεωρήσουν την εκλογή του αντικανονική.
Μόνο μετά το 1982 επί Μητροπολίτου Τρανσυλβανίας Αντωνίου αποκαταστάθηκε το
όνομά του στα Δίπτυχα της Μητροπόλεως Τρανσυλβανίας. |