Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αλτάισκ κυρός Μακάριος (1835-1926).
(Πατριαρχείο Ρωσίας).

Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Αντρέγεβιτς Νέβσκη γεννήθηκε στο χωριό Σάπκινο της Κομητείας Κοβρώβου του Κυβερνείου Βλαδίμης την 1 Οκτωβρίου 1835. Στις 11 Μαρτίου 1861 εκάρη μοναχός της Πνευματικής Αποστολής της Εκκλησίας της Ρωσίας στο Αλτάισκ. Διάκονος χειροτονήθηκε στις 17 Μαρτίου 1861 και Πρεσβύτερος στις 19 Μαρτίου 1861. Επιμελήθηκε την εκτύπωση λειτουργικών και άλλων Θεολογικών βιβλίων στη γλώσσα των Αλτάι. Στις 29 Δεκεμβρίου 1883 διορίστηκε επικεφαλής της Πνευματικής Αποστολής στο Αλτάισκ. Στις 12 Φεβρουαρίου 1884 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Μπίησκ, Βικάριος της Επισκοπής Τόμσκ. Συγκρούστηκε με τους Παλαιόπιστους του Αλτάισκ, οι οποίοι έκαψαν την οικία του Επισκόπου στο Μπίησκ. Ο ίδιος του κατάφερε και σώθηκε από τη φωτιά. Στις 26 Μαΐου 1891 εξελέγη Επίσκοπος Τόμσκ και Σεμιμπαλαντίνσκ. Το 1895 ο τίτλος της Επισκοπής του μεταβλήθηκε σε "Τόμσκ και Μπαρναούλης". Στις 6 Μαΐου 1906 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Τον Οκτώβριο του 1908 ο τίτλος της Επισκοπής του μεταβλήθηκε σε "Τόμσκ και Αλτάισκ". Στις 25 Νοεμβρίου 1912 προήχθη σε Μητροπολίτη και εξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας και Κολόμνας. Στις 20 Μαρτίου 1917 παύθηκε ως φιλομοναρχικός και εκπρόσωπος του παλαιού καθεστώτος. Κατηγορήθηκε επίσης ότι είχε διασυνδέσεις με τον Ρασπούτιν. Περιορίστηκε στην Ιερά Μονή Ουγκρέσης, στα περίχωρα της Μόσχας. Στις 19 Αυγούστου 1920 εξελέγη Μητροπολίτης Αλτάισκ. Δεν μετέβη στο Αλτάισκ, έφερε μόνο τον τίτλο. Το 1925 οι Σοβιετικές αρχές έκλεισαν την Ιερά Μονή Ουγκρέσης και ο Μητροπολίτης Μακάριος εγκαταστάθηκε στο χωριό Κοτέλνικι κοντά στο Λιουμπερτσή της Μόσχας. Στο χωριό αυτό εκοιμήθη την 1 Μαρτίου 1926.

Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.