Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ριμνικεάνου κυρός Θεόφιλος (1863-1926).
(Πατριαρχείο Ρουμανίας).

Ο κατά κόσμον Εμμανουήλ Μιχαλέσκου γεννήθηκε στο Ντοροχόι (Dorohoi) της Κομητείας Βοτοσιανίων στις 20 Σεπτεμβρίου 1863. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Βουκουρεστίου το 1889. Στη συνέχεια υπηρέτησε ως Καθηγητής στο Βασλούϊ (1890-1894), στη Ριμνίκου Βίλτσεα (1894-1899) και στην Κωνστάντζα (1899-1900). Το 1900 εκάρη μοναχός στην Ιερά Μονή Σιναΐας. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε ως Εφημέριος στην Κούρτεα ντε Άρτζες (1900-1902), στην Επισκοπή Κάτω Δουνάβεως (1902), στη Ριμνίκου Βίλτσεα (1902-1909) και στο Βουκουρέστι (1909-1912). Την 1 Απριλίου 1912 χειροτονήθηκε στο Βουκουρέστι Χωρεπίσκοπος Πλοεστίου, Βικάριος της Αρχιεπισκοπής Βουκουρεστίου. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας και Πριμάτος Ρουμανίας Κόνων, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Ριμνίκου και Νέου Σεβερίνου Γεννάδιο και Ριμνικεάνου (Ριμνίκου Σαράτ) Βαλεριανό. Στις 3 Ιουλίου 1918 εξελέγη Επίσκοπος Άρτζες. Ωστόσο μετά το τέλος του πολέμου όλες οι αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τη διακυβέρνηση του Αλεξάνδρου Μαργκιλομάν ακυρώθηκαν. Έτσι ο Επίσκοπος Θεόφιλος τοποθετήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος Ριμνικεάνου (Ριμνίκου Σαράτ), Χωρεπίσκοπος της Επισκοπής Μπουζαίου. Το 1921 διετέλεσε τοποτηρητής της Επισκοπής Μπουζαίου και το 1925 τοποτηρητής της Επισκοπής Χουσίων. Εκοιμήθη στο Βουκουρέστι στις 21 Ιουνίου 1926.

Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.