Ο Παναγιώτατος
Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης |
Ο κατά κόσμον Δημήτριος Μανιάτης γεννήθηκε στην Πρίγκηπο των Πριγκηποννήσων της Προποντίδας στις 16 Νοεμβρίου 1874. Σπούδασε τη Θεολογία στη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Το 1902χειροτονήθηκε Διάκονος από τον θείο του Μητροπολίτη Φιλιππουπόλεως Φώτιο. Υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος της Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως. Το 1904 χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον ίδιο Μητροπολίτη και έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Υπηρέτησε ως Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως από το 1904 μέχρι το 1906. Το 1906 διορίστηκε Γενικός Πατριαρχικός Επίτροπος των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βουλγαρία, των οποίων οι Μητροπολίτες είχαν εκδιωχθεί από τις έδρες τους. Το 1914 υπέστη επίθεση από τους Βουλγάρους, κακοποιήθηκε και κατόπιν εκδιώχθηκε από τη Βουλγαρία. Στις 21 Ιουνίου 1915 χειροτονήθηκε στην Κοζάνη τιτουλάριος Επίσκοπος Ειρηνουπόλεως, Βοηθός Επίσκοπος της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος, συμπαραστατούμενος από τους Επισκόπους Κίτρους Παρθένιο και Αρδαμερίου Ιωακείμ. Στις 18 Απριλίου 1919 τοποθετήθηκε Αρχιερατικώς Προϊστάμενος Σταυροδρομίου. Στις 20 Μαρτίου 1924 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και στις 17 Ιανουαρίου 1925 Μητροπολίτης Δέρκων. Στις 7 Οκτωβρίου 1929 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Εκοιμήθη στις 29 Δεκεμβρίου 1935. |
Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.