Ο Σεβασμιώτατος
Μητροπολίτης-Έξαρχος των Ρωσικών Παροικιών Δυτικής Ευρώπης |
Ο κατά κόσμον Βιατσελάβ Μιχαήλοβιτς Τυχωνίτσκι γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου 1873 στο χωριό Μπιστρίτσα της Επαρχίας Ορέλ του Κυβερνείου Βιάτκας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Ακαδημία του Καζάν το 1898. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1897 εκάρη μοναχός. Διάκονος χειροτονήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 1897 και Πρεσβύτερος στις 22 Φεβρουαρίου 1898 από τον Αρχιεπίσκοπο Καζάν Αρσένιο. Εστάλη στην Επισκοπή Όμσκ και υπηρέτησε στην ιεραποστολή της Κιργιζίας (1898-1906). Στις 6 Μαΐου 1901 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη. Το 1906 τοποθετήθηκε Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Σούπρασλ της Επισκοπής Γροδνό (σήμερα στην Επισκοπή Μπιελοστόκ της Εκκλησίας της Πολωνίας). Στις 3 Ιουνίου 1907 χειροτονήθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκυ της Αγίας Πετρουπόλεως τιτουλάριος Επίσκοπος Μπιελοστόκ, Βικάριος της Επισκοπής Γροδνό. Το Φθινόπωρο του 1915 αναγκάστηκε λόγω του πολέμου να εγκαταλείψει την Επισκοπή Γροδνό και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Τον Σεπτέμβριο του 1918 επέστρεψε στο Γροδνό, τμήμα της ανεξάρτητης πλέον Πολωνίας. Αντιτάχθηκε στην ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Πολωνίας. Το 1923 κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη δολοφονία του υποστηρικτή του Αυτοκεφάλου Μητροπολίτου Βαρσοβίας Γεωργίου αλλά αθωώθηκε. Στις 30 Νοεμβρίου 1923 προήχθη σε Αρχιεπίσκοπο. Στις 14 Οκτωβρίου 1924 εκδιώχθηκε από την Πολωνία και μετέβη στην Τσεχοσλοβακία. Από εκεί κατόπιν προσκλήσεως του Μητροπολίτου Ευλογίου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία μετέβη στη Νίκαια της Γαλλίας. Του ανατέθηκε η διοίκηση των ενοριών της Νότιας Γαλλίας. Κατά τη σύγκρουση του Μητροπολίτου Ευλογίου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εν Υπερορία το 1926 πήρε το μέρος του πρώτου. Έτσι και οι δύο αποκηρύχθηκαν από τη Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν Υπερορία. Το 1930 με απόφαση του τοποτηρητή του Πατριαρχικού θρόνου της Μόσχας Μητροπολίτη Σεργίου ορίστηκε τοποτηρητής της Επαρχίας Δυτικής Ευρώπης στη θέση του Μητροπολίτου Ευλογίου, ο οποίος παύθηκε. Ο ίδιος αρνήθηκε τον διορισμό και μαζί με τον Μητροπολίτη Ευλόγιο προσχώρησαν το 1931 στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδρύοντας την Εξαρχία Ορθοδόξων Ρωσικών Παροικιών Δυτικής Ευρώπης. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1945 κατόπιν συζητήσεων με το Πατριαρχείο Ρωσίας υπήγαγαν την Εξαρχία στο Πατριαρχείο Ρωσίας. Μετά την κοίμηση του Μητροπολίτου Ευλογίου του 1946 το Πατριαρχείο Ρωσίας όρισε ως Έξαρχο Δυτικής Ευρώπης τον Μητροπολίτη Σεραφείμ Λουκιανώφ ενώ ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ευλόγιος στη διαθήκη του είχε ορίσει ως διάδοχό του τον Αρχιεπίσκοπο Βλαδίμηρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Βλαδίμηρος αντιτάχθηκε στην απόφαση του Πατριαρχείου Ρωσίας και συγκάλεσε Κληρικολαϊκή Συνέλευση, η οποία αποφάσισε την εκ νέου υπαγωγή της Εξαρχίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στις 28 Ιανουαρίου 1947 η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον όρισε Έξαρχο. Στις 7 Ιουνίου 1947 προήχθη σε Μητροπολίτη. Παρά τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να ενώσει όλες τις ενορίες της Ρωσικής Διασποράς υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Διατηρούσε καλές σχέσεις με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εν Υπερορία. Εκοιμήθη στο Παρίσι στις 18 Δεκεμβρίου 1959. |
Αναθεώρηση: Δευτέρα, 18 Σεπτεμβρίου 2023.