Ο
κατά κόσμον Αντώνιος Βικέντεβιτς Μάρτος
γεννήθηκε στο χωριό Ζαβίταγια της Επαρχίας Σλούτσκ του Νομού Μίνσκ της
Λευκορωσίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1904. Αποφοίτησε από τη Θεολογική σχολή Βαρσοβίας
το 1930. Στις 4 Ιανουαρίου 1927 εκάρη μοναχός στη Λαύρα του Ποτσαέβου. Διάκονος
χειροτονήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1928 από τον Αρχιεπίσκοπο
Γροδνό και
Νοβογρουδόκ Αλέξιο (της Εκκλησίας της Πολωνίας τότε) και Πρεσβύτερος τον Μάρτιο
του 1929 από τον Επίσκοπο Κρεμένετς Σίμωνα (επίσης της Εκκλησίας της Πολωνίας).
Υπηρέτησε στην Εκκλησία της Πολωνίας. Το 1938 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Το 1942 εντάχθηκε στη λεγόμενη "Αυτόνομη Εκκλησία της Λευκορωσίας". Στις 8
Μαρτίου 1942 χειροτονήθηκε στον Καθεδρικό Ναό του Μίνσκ τιτουλάριος Επίσκοπος
Βίτεμπσκ, τοποτηρητής της Επισκοπής Νοβογρουδόκ. Το 1944 μετά την κατάληψη της
Λευκορωσίας από τα Σοβιετικά στρατεύματα εγκατέλειψε τη Λευκορωσία και μετέβη
στο Μόναχο. Το 1945 εντάχθηκε στη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας εν
Υπερορία. Τον Σεπτέμβριο του 1946 τοποθετήθηκε τοποτηρητής της Επισκοπής Βορείου
Γερμανίας με έδρα το Αμβούργο. Το 1950 τοποθετήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος
Μελβούρνης, Βικάριος της Επισκοπής Αυστραλίας. Το ίδιο έτος τοποθετήθηκε
Επίσκοπος Βρισβάνης, Βικάριος της Επισκοπής Αυστραλίας. Τον Οκτώβριο του 1953
τοποθετήθηκε τοποτηρητής των ενοριών της Βορείου Αφρικής της Ρωσικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας εν Υπερορία. Τον Φεβρουάριο του 1954 εξελέγη Επίσκοπος Έδμοντον δεν
μπόρεσε όμως να μεταβεί στον Καναδά λόγω άρνησης των αρχών. Το 1956 εξελέγη
Επίσκοπος Αργεντινής και Παραγουάης. Τον Αύγουστο του 1957 προήχθη σε
Αρχιεπίσκοπο. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1969 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Σύδνεϋ, Αυστραλίας και Νέας
Ζηλανδίας. Στις 23 Ιουλίου 1970 τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1971
εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Μπουένος ’υρες και Αργεντινής. Εκοιμήθη στο Μπουένος ’υρες
στις 3 Νοεμβρίου 1983. |