Print
 
Η αρχαία Έλυρος
...
 
Ιστορικά Στοιχεία

 

Από τον ΣΤΑΥΡΟ ΝΙΚ. ΜΑΔΕΡΑΚΗ, ΔΡ. ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

Πότε ήλθαν οι πρώτοι άνθρωποι και εγκαταστάθηκαν στον λόφο της Κεφάλας, όπου είναι θαμμένη η Έλυρος, δεν ξέρομε και όσα λέγονται στηρίζονται στον μύθο ή στα λίγα ερείπια, που βλέπομε και σήμερα, τα οποία δεν είναι όλα τις ίδιας εποχής και τα περισσότερα ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους (67 π.Χ.-330 μ. Χ.) και στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες (330 – 7ος και 8ος μ.Χ. αιώνας περίπου) ή τυχαία αρχαία ευρήματα. Μόνον όταν γίνουν συστηματικές ανασκαφές, θα μάθομε περισσότερα. Η Έλυρος κατά τους αρχαίους, τους ρωμαϊκούς, τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους και μέχρι την Αραβοκρατία θα ακολουθούσε την ιστορική πορεία και των υπολοίπων πόλεων της Κρήτης, αν και μόνον το όνομά της ξέρομε από τις πηγές, κυρίως επιγραφές και άλλες έμμεσες μαρτυρίες. Δεν μπορεί όμως η πόλη να ιδρύθηκε μετά την Κάθοδο των Δωριέων και στην Κρήτη, δηλ. γύρω στα 1000 ή λίγο αργότερα, όπως συμπεραίνομε από τον μύθο του θεού Απόλλωνα. Ο ίδιος ο μύθος και η παρουσία προϊστορικών ονομάτων και πόλεων στην περιοχή:  Ζυμπρούς, Μάζα, Υρτακίνα, Λισσός, πιθανότατα Συΐα, αλλά και Έλυρος, κατά τελευταίες απόψεις, το ίδιο το όνομα της επαρχίας: Σέλινο, η ύπαρξη ορυχείων χαλκού και χρυσού στον Καμπανό, τα Τεμένια, την Κάντανο και τη Σκλαβοπούλα (Πωλ Φωρ-Γ. Τσουγκαράκης), αλλά και κινητά ευρήματα, που είδα στα παιδικά μου χρόνια, δεν ξέρω όμως την τύχη των, μάς κάνουν να θεωρήσομε λογικό ότι οι πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Κεφάλα μια δυο χιλιάδες χρόνια πριν φθάσουν οι Δωριείς και υπήρχε σημαντική εγκατάσταση προϊστορική, όπως και στις άλλες περιοχές της Κρήτης, όπου αναπτύχθηκε ο Μινωικός και Μυκηναϊκός Πολιτισμός. Εξάλλου η Έλυρος, όπως και οι άλλες πόλεις γύρω της και τα λιμάνια Λισσός, Συΐα, Ποικιλασσός  και παραπέρα η Τάρρα, σήμερα στα Σφακιά, αποτελούσαν όμως στα αρχαία χρόνια ενιαίο χώρο, ήταν ανοικτή προς την Αφρική και την Ανατολή, τις μεγάλες κοιτίδες του αρχαίου πολιτισμού και τις πλούσιες πηγές πρώτων υλών. Αυτά βέβαια θα μάθομε καλύτερα, μόνον όταν και η Έλυρος έχει την τύχη να αναστηθεί από την  αρχαιολογική σκαπάνη. Μέχρι τότε λοιπόν ας περιοριστούμε στην αρχαία παράδοση και στον μύθο, στον οποίο κάνει σύντομη αναφορά ο Παυσανίας.

Ο αρχαίος περιηγητής, ο οποίος παίρνει τις πληροφορίες του από τους ιερείς του Μαντείου των Δελφών, μάς πληροφορεί με  δύο λόγια ότι και στον καιρό του (2ος αιώνας μ.Χ.) υπήρχε στα βουνά της Κρήτης η Έλυρος με την ευκαιρία της περιγραφής ενός αφιερώματος των ελυρίων στο Μαντείο των Δελφών: Το άγαλμα μιας χάλκινης αίγας, την οποία εθήλαζαν ο Φυλακίδης και ο Φίλανδρος, δύο νήπια, παιδιά του Απόλλωνα και της κόρης του Μίνωα  Ακακαλλίδας ή Ακάλλης, στην πραγματικότητα όμως μιας αρχαίας θεάς μινωίτισσας, που εξέπεσε και έγινε νύμφη και ταυτίζεται από μερικούς μυθογράφους με την Άρτεμη, αργότερα δε έγινε κόρη του Μίνωα. Η Ακακαλλίδα, «η κυρά με τον νάρκισσο» ή «το λουλούδι του ναρκίσσου», όπως μεταφράζεται το όνομα, φυσικά είναι μια παράξενη μυθική προσωπικότητα και θεωρείται από τους μυθογράφους μητέρα των ιδρυτών πέντε το λιγότερο κρητικών πόλεων: Ελύρου, Τάρρας, Κυδωνίας,  Οάξου, Μιλάτου. Τους ήρωες, ιδρυτές αυτών των πόλεων, εγέννησε η τρίτη κόρη του Μίνωα η «…Ακακαλλίς, η «Ίρις»,  και ανάστησε μαζί με αίγες, σκύλες και λύκαινες» (Πωλ Φωρ). Την Ακακαλλίδα, όπως πιθανότατα διηγούνταν και στην εποχή του  Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.) οι ιερείς του Μαντείου των Δελφών  και εκείνος μάς διηγείται με τη σειρά του (Παυσανίας. Βιβλίο 10,16,5), εγνώρισε ο Απόλλωνας στο σπίτι του Καρμάνορα, μεγάλου ιερέα και καθαριστή, στην Τάρρα, όπου ο Θεός κατέφυγε, για να τόν καθαρίσει από την αμαρτία για τον φόνο του αρχαίου φιδοθεού, κυρίου του Μαντείου των Δελφών, του Πύθωνα, τον οποίο ο Απόλλωνας σκότωσε και τού πήρε το Μαντείο (Παυσανίας, 2.7,7). Βλέπετε στους παλιούς καιρούς εκείνους οι θεοί και οι άνθρωποι ζούσαν μαζί, είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλο και επειδή και οι θεοί αμάρταναν, είχαν ανάγκη τους ανθρώπους, για να τούς καθαρίσουν από τις αμαρτίες των και να συγχωρηθούν. Αυτή τη δουλειά έκαναν σοφοί και άγιοι της εποχής, που με προσευχές και καθαρμούς απάλλασσαν, συγχωρούσαν τις αμαρτίες ακόμη και των θεών. Ένας από τους πιο ονομαστούς καθαρτές μαζί με τον Επιμενίδη στην αρχαιότητα είναι και ο Καρμάνορας, όπως μάς διηγούνται οι αρχαίοι μύθοι και στον οποίο αναφέρεται και ο Παυσανίας, ο οποίος άκουσε τις ιστορίες από τους ιερείς του Μαντείου των Δελφών (Παυσανίας, 2,30,3, όπου αναφέρεται για την εγγονή του τη Βριτόμαρτη ή Δίκτυννα, και10,7,2, για τον γιο του τον Χρυσόθεμη, πρώτο νικητή σε μουσικό αγώνα στα Πύθια). Ένας άλλος μεγάλος νομοθέτης, καθαρτής-ιερέας και ποιητής και μουσικός, που καθάρισε από λοιμό τη Σπάρτη ήταν ο ελύριος Θαλήτας (7ος αιώνας π.Χ.), όπως μας πληροφορεί η εγκλοπαίδεια «Σούδα», όσο κι αν τον ποιητή διεκδικεί και η Γόρτυνα παίρνοντας την πληροφορία από τον Παυσανία, ο οποίος μάς λέγει ότι  κάποιος συγγραφέας Πολύμνηστος από τον Κολοφώνα, πόλη της Μ. Ασίας, του οποίου το έργο έχει χαθεί, λέγει ότι ο Θαλήτας ήταν από τη Γόρτυνα (Παυσανίας 1,14,4). Από τον ίδιο πιθανώς παίρνει την πληροφορία για τον Θαλήτα και ο Πλούταρχος και οι άλλοι συγγραφείς, μερικοί  μάλιστα από τους οποίους λένε ότι ήταν από την Κνωσσό. Θα πρέπει όμως πάντοτε, όταν μιλούμε για θέματα, όπως αυτό του Θαλήτα και πολλά άλλα, ότι οι πηγές μας συνήθως είναι πτωχότατες και πολλές φορές αντιφατικές και παίζει ρόλο και το πόσο γνωστή είναι μια πόλη ή ένα πρόσωπο, πράγμα, που συντελεί, πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα μάλιστα στους αρχαίους, να αποδίδομε πράγματα στον περισσότερο γνωστό, όπως ήταν η Γόρτυνα, και όχι στον λιγότερο, όπως η Έλυρος, γιατί «…σε περιπτώσεις αβεβαιότητας η κοινή γνώμη επιλέγει την πιο φημισμένη πόλη» (Ρόμπερτ Πάσλεϋ), όπως έγινε και γίνεται και με τον ελύριο Θαλήτα.

Οπωσδήποτε η περιοχή της Ελύρου και των άλλων πέντε πόλεων: Τάρρα, Ποικιλασσός, Συΐα, Λισσός, Υρτακίνα, αποτελούσαν ένα σύνολο πόλεων, όποιο κι αν ήταν το μέγεθός των, οι οποίες συνδεόταν με στενότατους θρησκευτικούς, πνευματικούς, πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς, είχαν κοινό νόμισμα, ήταν δηλ. μια μικρή Ευρωπαϊκή Ένωση στην εποχή των, αν  όχι από τα μινωικά χρόνια ή παλαιότερα. Αυτό δείχνουν ο μύθος και η λατρεία του Απόλλωνα και της Βριτόμαρτης-Δίκτυννας με θρησκευτικό κέντρο τη Λισσό, όσα διηγούνται για τον Καρμάνορα, τον Θαλήτα, οι κοινοί τόποι λατρείας και η συνεχής παράδοση. Παρά το ότι οι ανασκαφές και η αρχαιολογική έρευνα στους χώρους αυτούς είναι ατυχώς ακόμη ευκαιριακές και η πληροφόρησή μας τουλάχιστον για τις δύο σπουδαιότερες πόλεις, την Έλυρο και την Υρτακίνα, στηρίζεται σε τυχαία ευρήματα, νομίσματα και επιφανειακές παρατηρήσεις, (Για τις υπόλοιπες πόλεις δεν είναι σπουδαιότερες οι έρευνες. Η ανασκαφή μεγάλου οικήματος και η εύρεση υαλουργείου στην Τάρρα, η ανασκαφή της βασιλικής των Αγίων Παντελεήμονα και Δημητρίου στη Συΐα, του Ασκληπιείου στη Λισσό δεν αρκούν.), ή στηρίζονται σε πληροφορίες αρχαίων και νεωτέρων (μετά το 1500 μ.Χ. κυρίως) συγγραφέων, κυρίως περιηγητών, οι οποίοι συνήθως αντιγράφουν ο ένας τον άλλον. Μόνον αν στηριχθούμε στον μύθο  πρώτα πρώτα και τη λατρεία του Απόλλωνα  και της Βριτομάρτιδας, μπορούμε να έχομε ένα σταθερό πλαίσιο, αλλά και μια καλή αφετηρία για τον έλεγχο του κύρους των απόψεών μας και για να ενδιαφερθεί η Αρχαιολογική Υπηρεσία και για την ξεχασμένη αυτή περιοχή, ξεκινώντας μάλιστα από τα σωζόμενα και ορατά και σήμερα αρχαία κατάλοιπα. Όταν μάλιστα όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω στηρίζονται και από το κύρος του Μαντείου των Δελφών και αν  λάβομε υπόψη μας ότι και το όνομα Έλυρος είναι προελληνικό όνομα, όπως υποστηρίζει ένας από τους σημαντικότερους ερευνητές της κρητικής ιστορίας, ο Πωλ Φωρ, που δημοσιεύει πίνακα με 93 προελληνικά ονόματα κρητικών πόλεων, από τον οποίο πίνακα λείπει μόνον το όνομα της Ποικιλασσού ή Ποικιλασσίου, οι απόψεις μας για την Έλυρο παίρνουν άλλους δρόμους.

Πέρα από τα παραπάνω οι ιστορικές πληροφορίες, τις οποίες έχομε για την Έλυρο και τις άλλες πόλεις είναι ευκαιριακές και τυχαίες. Ξέρομε βέβαια ότι, όπως όλες οι πόλεις της Κρήτης, η Έλυρος καλούνταν και συμμετείχε στους Πανελλήνιους Αγώνες και ότι τον 5ον αιώνα ο Δάμιππος ενίκησε στον δρόμο στους Ολυμπιακούς αγώνες, ότι το Κοινό των Ορείων πιθανώς κάνει την εμφάνιση του στο τέλος του 5ου αιώνα, αν και μαρτυρείται για πρώτη φορά το 293/2. Στο Κοινό, που συμμετείχαν όλες οι πόλεις της περιοχής, είχε θρησκευτικό κέντρο τη Λισσό, κοινό νόμισμα και φαίνεται να έζησε και αργότερα, αφού το όνομα «Όρειοι», βουνίσιοι, έφτασε μέχρι και τη Βενετοκρατία και αποτελούσε το όνομα της επαρχίας Σελίνου πιθανώς, όπως θα πω και στη συνέχεια. Το Κοινό είχε σχέσεις με τη Αφρική (Αίγυπτος-Λιβύη), μια δε επιγραφή, που βρέθηκε στη Λισσό αναφέρεται σε συμμαχία με το βασιλιά της Κυρήνης Μάγα (Inscriptiones Creticae, II, XVII,1). Μέσα στην ιστορική πραγματικότητα της Κρήτης, που χαρακτηρίζεται από τους συνεχείς εμφυλίους πολέμους και τις συνεχείς αλλαγές συμμαχιών μεταξύ των κρητικών πόλεων, αλλά και των ξένων δυνάμεως (Ελληνιστικών Κρατών της Ανατολής, που δημιουργήθηκαν μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου το 323 π.Χ.), και η Έλυρος και οι άλλες πόλεις δεν μπορεί παρά να συμμετείχαν στους συνεχείς εμφυλίους ή όχι πολέμους και στις ευκαιριακές συμμαχίες και ελύριοι να πολεμούσαν με άλλους κρητικούς μισθοφόρους στα διάφορα αντίπαλα στρατόπεδα. Οι κρητικοί ήταν, όπως ξέρομε, φημισμένοι πολεμιστές, κυρίως τοξότες, και το τόξο ήταν το εθνικό όπλο των ακόμη και όταν πολύ αργότερα διαδόθηκαν τα πυροβόλα όπλα, όπως μάς πληροφορούν και βενετοί αξιωματούχοι στον 16ον-17ον αιώνα μ. Χ. (Μοτσενίγο). Ξέρομε τυχαία ένα δύο ονόματα ελυρίων μισθοφόρων στον στρατό των Πτολεμαίων, επίσης ότι το 183 π. Χ. η Έλυρος με 31 ακόμη κρητικές πόλεις συμμαχεί με τον Ευμένη Β΄, βασιλιά της Περγάμου. Στα 221 οι Όρειοι συνεργάζονται με τη Λύττο στον πόλεμο με την Κνωσσό και Γόρτυνα, οι οποίες προσπαθούσαν να υποτάξουν στην εξουσία των ολόκληρη την Κρήτη. Στα  330-326 π. Χ. και την Κρήτη πλήττει μεγάλη σιτοδεία και μεταξύ των πόλεων, που παίρνουν σιτάρι για βοήθεια, όπως μάς πληροφορεί μια επιγραφή από την Κυρήνη, είναι η Έλυρος και η Υρτακίνα, πράγμα, που δείχνει ότι οι πόλεις ανήκαν στον φιλομακεδονικό συνασπισμό, καλύτερα στον Πανελλήνιο Συνασπισμό υπό τον Μ. Αλέξανδρο, που πολεμούσε εναντίον των Περσών. Εκτός αυτές τις λίγες ιστορικές πληροφορίες, που τυχαία έφτασαν μέχρι τις ημέρες μας, πρέπει να υποθέσομε ότι οι Όρειοι ανήκαν στο Κοινό των Κρηταίεων, μιαν ένωση των κρητικών πόλεων, την οποίαν άλλοι τοποθετούν στον 5ον, άλλοι στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Την λειτουργία του Κοινού δεν ξέρομε ακριβώς, φαίνεται όμως ότι συνετέλεσε πολλές φορές στη διευθέτηση πολλών προβλημάτων και εμφυλίων πολέμων, που αποτελούσαν κανόνα για την Κρήτη, μεταξύ των πόλεων. Το 67 π.Χ. και η Έλυρος και οι Όρειοι ακολούθησαν την μοίρα της υπόλοιπης Κρήτης και υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους. Μόνη πληροφορία, που έχομε για την πόλη την περίοδο αυτή είναι αυτή του Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), που μάς λέγει ότι υπάρχει ακόμη στα βουνά της Κρήτης μια πόλη η Έλυρος και μάς διηγείται σύντομα για τους ιδρυτές της Ελύρου, τους γιους του Απόλλωνα και της Ακακαλλίδας. Το όνομα  της πόλης θα ξαναβρούμε  στον Συνέκδημο του Ιεροκλή (528/35), όπου απαριθμούνται οι 22 πόλεις της Κρήτης, που ίσως υπήρχαν τότε, και θα ξαναβρούμε το όνομα και στις αρχές του 9ου αιώνα, όταν αναφέρεται ότι είναι έδρα επισκοπής. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι υπήρχε η πόλη. Ίσως ένα κάστρο υπήρχε στη θέση της (σε λίγο θα έλθουν οι Άραβες), όπως και αργότερα μέχρι την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς (1211). Παρά το ότι σ’ όλους τους καταλόγους των εκατό κρητικών πόλεων, που ξέρομε από τη Βενετοκρατία (1211-1669), υπάρχει η Έλυρος, κανείς δεν ξέρει, πού βρίσκεται. Ακόμη και  όταν το 1591 επισκέφθηκε την πόλη ο αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και μερικά άλλα Onorio Belli, γιατρός του Γενικού Προβλεπτή Alvise Grimani, φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε από τα σωζόμενα ακόμη ερείπια και μνημεία της πόλης, μίλησε για το μέγεθός της, ταύτισε όμως την πόλη με την Πολυρρήνια, πόλη της Κισάμου. Δεν σώθηκε ή δε βρέθηκε ακόμη ολόκληρο το έργο του Belli και δεν ξέρομε αν έκαμε και ανασκαφές, όπως είναι πιθανό, και ίσως κάποια από τα αγάλματα, που ξέρομε σήμερα ως «Αγάλματα Grimani» (Βιέννη-Βενετία), προέρχονται από την Έλυρο. Ξεχάστηκε λοιπόν η θέση της πόλης σ’ ολόκληρη τη Βενετοκρατία και την Τουρκοκρατία, γιατί βρισκόταν μακριά από τα παράλια και τους δρόμους της εποχής. Γι’ αυτό θα πρέπει να περιμένομε τον Robert Pashley  το 1833 να αναστήσει την Έλυρο. Θα τόν ακολουθήσουν άλλοι αρχαιολόγοι στη συνέχεια, οι πληροφορίες όμως, που μάς δίδουν, στηρίζονται σε επιφανειακές παρατηρήσεις, τυχαία ευρήματα και τη μελέτη των νομισμάτων και κάποιων επιγραφών. Μόνον όταν συστηματικές ανασκαφές γίνουν και αν γίνουν κάποτε, θα μάθομε τί  ήταν η Έλυρος και οι άλλες πόλεις, που αποτελούσαν το Κοινό των Ορείων. Μέχρι τότε ας αρκούμαστε και ας σεβόμαστε ό,τι αφήσαμε και σώζεται από αυτή, ας μη φανούμε νέοι βάνδαλοι και ας μην εξαφανίσομε ό,τι σώζεται, σεβόμενοι και τον ένα από τους σκοπούς, για τους οποίους ιδρύθηκε ο «Φιλοπρόοδος Σύλλογος Έλύρου» το 1906, την επέτειο του οποίου εορτάζομε σήμερα. Ας αρκούμαστε ακόμη στο παραμύθι, που μάς διηγούνταν οι παππούδες και οι γονείς μας, για τον βασιλιά Ελύριο, τα πλούτη και τα μεγαλεία του, τον ρωμαίο Πομπήιο, που παντρεύτηκε την όμορφη ελύρια και δώρισε στην πόλη το θέατρό της, τον Αγρίλιο και άλλες ιστορίες για στοιχειά και θησαυρούς, ωραία ασφαλώς παραμύθια, όχι όμως και ιστορία.

 

Η αναδημοσίευση του άρθρου έγινε από τον ιστότοπο https://sites.google.com/site/arxelyros/elyros/istorika-stoicheia

 

 

Το νόμισμα της Ελύρου

 

 

 

Φιλόσοφος από την Έλυρο, 250 μ.Χ. (ανέκδοτο) Το Λιβυκό Πέλαγος από το αξιοθέατο της Ελύρου Αρχαία Έλυρος, Κρήτη

Ο φιλόσοφος της Ελύρου "250 μ.Χ."              Το Λυβικό Πέλαγος από το λόφο της Ελύρου