Εισαγωγή
Η ταχύτατη διείσδυση της Πληροφορικής σε όλους τους τομείς και η επιτυχία των νέων τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών τα τελευταία είκοσι χρόνια βασίζεται, κατά κύριο λόγο, πάνω σε τρία σημεία τα οποία ορίζουν ταυτόχρονα και τον καινοτόμο χαρακτήρα τους: προσομοίωση (simulation), αλληλεπιδραστικότητα (interactivity), πραγματικός χρόνος (real time). Η πραγματικότητα αναπαράγεται από τον υπολογιστή, τρισδιάστατα, με εκπληκτικό και άγνωστο μέχρι τώρα ρεαλισμό (Ζωγόπουλος 2005). Σε αντίθεση με τα πρώτα υπολογιστικά συστήματα, όλες οι σύγχρονες εφαρμογές του υπολογιστή εμπλέκουν τον άνθρωπο στην αυτοματοποιημένη διαδικασία. Ολοένα και περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες (εργασία, καθημερινή ζωή, κατάρτιση, έρευνα) χρησιμοποιούν συστήματα επικοινωνίας ανθρώπου – μηχανής. Η μετάδοση δεδομένων σε μεγάλες αποστάσεις με πολύ υψηλές ταχύτητες, αλλάζει τις παραδοσιακές δομές επικοινωνίας και εργασίας.
Στα πλαίσια αυτά, δημιουργείται μια σειρά από σημαντικά ερωτήματα όπως:
• ποιες αλλαγές λαμβάνουν χώρα με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών;
• ποιοι τομείς είναι αυτοί που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις;
• ποια τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα της ένταξης και διείσδυσης των τεχνολογιών στις ανθρώπινες δραστηριότητες;
• είναι έτοιμες οι διάφορες κοινωνίες να δεχθούν τις ραγδαίες αυτές αλλαγές;
• με ποιους τρόπους θα ενταχθούν οι τεχνολογίες στην κοινωνική οργάνωση ώστε να μην οξυνθούν τα κοινωνικά προβλήματα και να μη δημιουργηθούν νέα; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα δεν μπορούν να προκύψουν εύκολα και άμεσα όπως γίνεται αντιληπτό, λόγω του πολυδιάστατου και πολυμορφικού χαρακτήρα τους. Στην εισήγηση αυτή, θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε και να αναφέρουμε τις μεταβολές που επέρχονται με την εισαγωγή και χρήση των νέων τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Ένταξη των Νέων Τεχνολογιών και μέσων επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία
Αρχικά, αναφορικά με τις προεκτάσεις της επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διδασκαλία που στηρίζεται σε αμφίδρομη επικοινωνία έχει τα εξής θεμελιώδη γνωρίσματα: η δράση του εκπαιδευτικού είναι ορθολογική και συστηματική, η κωδικοποίηση προσαρμόζεται στο επίπεδο των εκπαιδευόμενων, η λήψη και αποκωδικοποίηση του μηνύματος επιτυγχάνεται με ενεργητική συμμετοχή του εκπαιδευόμενου. Η διδασκαλία αρχίζει με συνειδητή απόφαση που αφορά σκοπούς και περιεχόμενο, μετασχηματισμό του περιεχομένου σε μορφή κατανοητή εκ μέρους των εκπαιδευόμενων, παρουσίασή του στην αίθουσα διδασκαλίας και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που οδηγεί σε αυτεπίγνωση και επανάδραση. Άρα,η διδασκαλία πρέπει να στηρίζεται σ” ένα εκλογικευμένο σχέδιο δράσης. Ένα τέτοιο σχέδιο έχει ως προϋπόθεση βαθιά γνωσιολογική υποδομή η οποία επιτρέπει και στηρίζει τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο εκπαιδευτικός. Ο προβληματισμός αυτός σχετίζεται τόσο με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της εκπαίδευσης όσο και με την πορεία πραγμάτωσής τους. Το κρίσιμο σημείο της γνωσιολογικής βάσης είναι η τομή περιεχομένου και παιδαγωγικής προσέγγισης δηλαδή, η ικανότητα του εκπαιδευτικού να μετασχηματίζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας που αυτός κατέχει σε μορφές οι οποίες από παιδαγωγική άποψη, είναι δυναμικές (Ζωγόπουλος 2001). Η επικοινωνία, η συνεργασία, η διαδραστικότητα και η όλη δόμηση και οργάνωση της γνώσης δεν έχουν το ίδιο νόημα για όλους (Hofstede 1996).
Η διδασκαλία λαμβάνει το χαρακτηρισμό της σκόπιμης ενέργειας από τρεις επιμέρους ενέργειες. Πρώτο, αυτή αρχίζει με πρόθεση πραγμάτωσης συγκεκριμένων στόχων. Στο τέλος της διδασκαλίας αναμένεται ότι ο εκπαιδευόμενος θα μπορεί να επιδεικνύει συμπεριφορά (δηλαδή να λέγει ή να δρα) την οποία δεν είναι σε θέση να επιδείξει κατά την έναρξη της διδασκαλίας. Η συμπεριφορά αυτή σχετίζεται με γνωστικές λειτουργίες και συναισθηματικές καταστάσεις ή αφορά δεξιότητες. Δεύτερο, επιδιώκεται κατά συστηματικό τρόπο η πραγμάτωση των στόχων με μεθοδευμένη κωδικοποίηση και αποτελεσματική μετάδοση. Αποφασίζονται δραστηριότητες και επιλέγονται μέσα τα οποία αναμένεται να διευκολύνουν την πραγμάτωση των στόχων. Η αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων αυτών και των μέσων διακριβώνεται συνεχώς κατά την διάρκεια της πορείας και γίνονται οι απαραίτητες διορθωτικές παρεμβάσεις. Περαιτέρω, η επεξήγηση – παρουσίαση νέων γνώσεων και πληροφοριών γίνεται με εμπεριστατωμένες παρεμβάσεις οι οποίες συνδυάζουν λεκτική και εκφραστική συμπεριφορά, ακριβώς για να είναι αποτελεσματικές. Τρίτο, η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων είναι τόσο συνεχής όσο και τελική και προγραμματισμένη εκ των προτέρων. Στόχος της αξιολόγησης είναι η διακρίβωση του βαθμού στον οποίο πραγματώθηκαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα της διδασκαλίας. Υπό το πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης θα κριθεί η αναγκαιότητα επανάδρασης και θα μεθοδευτεί η νέα παρέμβαση.