Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Νεομάρτυρας, ο Υδραίος (14 Νοεμβρίου)

14 Agios Konstantinos Ydraios a

Ο άγιος Κωνσταντίνος ο Υδραίος γεννήθηκε στην Ύδρα. Γονείς του ήταν ο Μιχαήλ και η Μαρίνα. Στα 18 του χρόνια πήγε στη Ρόδο και εκεί σύχναζε στο κονάκι ενός Τούρκου του ηγεμόνα Χασάν Καπετάν. Ο ηγεμών βλέποντας πόσο έξυπνος και προκομμένος ήταν, τον κολάκευε και του έταζε δώρα και τιμές για να τον κάνει Μωαμεθανό. Πράγματι τα κατάφερε και ο Κωνσταντίνος έγινε Μουσουλμάνος. Αργότερα κατάλαβε το λάθος του και μετανόησε. Έκλαιγε, έκανε ελεημοσύνη και έδειχνε συμπάθεια στους χριστιανούς. Βρήκε κάποιον πνευματικό, εξομολογήθηκε και ζήτησε την ευχή του για να μαρτυρήσει αλλά εκείνος τον απέτρεψε λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ο Κωνσταντίνος έκανε υπακοή και πήγε στην πόλη Κρίμι όπου έμεινε 3 χρόνια ζώντας φανερά ως χριστιανός. Στη συνέχεια πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου η συνάντηση του με έναν πνευματικό τον οδήγησε στο Άγιο Όρος για να προετοιμαστεί σωστά για το μαρτύριο. Εκεί έκανε υπακοή, αγωνιζόταν και παρακαλούσε συνεχώς την Παναγία μπροστά στην εικόνα της την Πορταΐτισσα.

Όταν ένιωσε έτοιμος, παρά το ότι οι γέροντες της μονές του έλεγαν πως δεν ήταν απαραίτητο να μαρτυρήσει, ξεκίνησε για τη Ρόδο. Εκεί εμφανίστηκε στον πρώην αφέντη του, ο οποίος δεν τον αναγνώρισε καν επειδή ήταν ντυμένος με ράσα καλόγερου. Ο Κωνσταντίνος ομολόγησε τον Χριστό και καλούσε τον αφέντη να γίνει και αυτός Χριστιανός. Εκείνος θύμωσε πολύ και διέταξε να τον βάλουν στη φυλακή. Αφού πέρασαν τρεις ημέρες τον ξανακάλεσε σε απολογία και εκείνος πάλι τον αποστόμωσε ομολογώντας τον Χριστό. Αυτό τον εξαγρίωσε και διέταξε στους στρατιώτες να τον δείρουν, να του βγάλουν τις τρίχες του κεφαλιού, να του ξεσκίσουν τις σάρκες και να συντρίψουν τα σαγόνια του στις πέτρες. Έτσι μισοπεθαμένος κλείνεται ξανά στην φυλακή. Την επόμενη μέρα τον ξανακαλεί σε απολογία, και καθώς παρέμεινε αμετακίνητος διατάζει να τον ραβδίσουν και εξουθενωμένο τον οδηγούν ξανά στη φυλακή. Μέσα στη φυλακή, του εμφανίστηκε ο Χριστός και του γιάτρεψε όλες τις πληγές. Την επόμενη που εμφανίστηκε πάλι στον ηγεμόνα ήταν τελείως υγιής και ομολόγησε πως ο ίδιος ο Χριστός του γιάτρεψε τις πληγές. Παρακαλούσε τον ηγεμόνα να γίνει και αυτός χριστιανός θυμίζοντας του πως οι πρόγονοι του ήταν χριστιανοί. Ο ηγεμόνας ντράπηκε που άκουσαν οι άλλοι Τούρκοι πως είχε χριστιανική γενιά και διέταξε καινούρια βασανιστήρια και ξανά εγκλεισμό στην φυλακή. Στη φυλακή μαζί του έφεραν και άλλους έξι χριστιανούς, δύο ιερείς και τέσσερεις Τούρκους. Ένα βράδυ η φυλακή γέμισε φως που περιέλουσε τον Κωνσταντίνο και του έλυσε τα δεσμά. Αυτό προκάλεσε μεγάλη εντύπωση σε όλους και ακόμα και ο ίδιος ο ηγεμόνας φοβήθηκε να μη μαθευτεί το θαύμα αυτό και διέταξε να μείνει κρυφή. Κάποια μέρα ένας Αγαρηνός σήκωσε το χέρι του για να χτυπήσει το μάρτυρα και το χέρι του μαύρισε. Τότε όλοι φοβήθηκαν και σταμάτησαν να τον βασανίζουν.

Πέρασαν άλλοι πέντε μήνες μέσα στη φυλακή. Ένας χριστιανός έφερνε κάθε μέρες τη Θεία Κοινωνία στον Κωνσταντίνο και έτσι έπαιρνε κουράγιο και δύναμη. Ο καιρός περνούσε και ο ηγεμόνας φοβόταν να σκοτώσει τον Κωνσταντίνο επειδή οι Υδριώτες, και ιδιαίτερα ο καπεταν Γεώργιος, είχαν ιδιαίτερη δύναμη ενώπιον του παλατιού. Γι' αυτό του έστειλε γράμμα για να τον συμβουλεύσει τι να κάνει με την υπόθεση του Κωνσταντίνου. Ο μάρτυρας το έμαθε αυτό και έστειλε και εκείνος γράμμα στον καπετάν Γεώργιο να φυλαχθεί και να μην εμποδίσει το μαρτύριο του. Πράγματι ο καπετάν Γιώργης έστειλε γράμμα στον ηγεμόνα λέγοντας του να κάνει με τον Κωνσταντή ό,τι θέλει.

Μια μέρα έβγαλε τον Κωνσταντίνο από την φυλακή και τον έβαλε να κουβαλάει πέτρες. Ο Κωνσταντίνος για να έρθει πιο κοντά στο μαρτύριο έκανε πως φεύγει, και τότε ένας από τους Αγαρηνούς τον πλησίασε και άρχισε να τον χτυπά με το μαχαίρι. Μετά από αυτό τον οδήγησε πάλι στη φυλακή και εκ νέου τον κάλεσε να αρνηθεί το Χριστό, ο μάρτυρας όμως ήταν αμετακίνητος. Ο άγιος καταλαβαίνοντας πως σε τέσσερεις μέρες θα μαρτυρήσει, ζήτησε από ένα χριστιανό που τον επισκεπτόταν να του φέρει τη Θεία Κοινωνία. Πράγματι την τέταρτη μέρα τον έπνιξαν μέσα στη φυλακή. Ο ηγεμονας διέταξε να τον πετάξουν και έδωσε την άδεια στους χριστιανούς να τον θάψουν. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο ναό της Παναγίας στο Βαρούσι και από τη πρώτη στιγμή έγιναν πάρα πολλά θαύματα.

Ακούστε το βίο εδώ: