Παρακάτω ακολουθεί εργασία για την Ιστορία της Γ Λυκείου της κατεύθυνσης  στο κεφάλαιο της Μικρασιατικής καταστροφής.Παρατίθενται τα βασικά σημεία του κεφαλαίου και μια πληθώρα πηγών από το INTERNET  για να αξιοποιηθούν από το διδάσκοντα(είναι δύσκολο να αξιοποιηθούν όλες οι πηγές)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ:26-2 2004

 

 

 

 

Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1920 ΥΠΟΓΡΑΦΗΚΕ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ ΣΕΒΡΩΝ.ΕΔΙΝΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
ΣΤΙΣ 15/5 ΑΠΟΒΙΒΑΣΤΗΚΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΠΡΟΩΘΗΘΗΚΕ ΚΑΙ ΣΕ ΆΛΛΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ.
 
ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 192Ο ΗΤΤΗΘΗΚΕ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΣΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΚΑΙ ΕΔΩΣΕ ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ
ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΤΟΥ 1922 ΕΛΗΞΕ,de facto,Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
 
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΦΤΑΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ  

 

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ(ΠΗΓΗ ΠΡΩΤΗ)

Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε προφητέψει ότι "ο αληθινός λυτρωτής ήλιος των Τούρκων θα έλαμπε με όλη του την μεγαλοπρέπεια την αυγή της επίθεσης".
     Η επίθεση ξεκίνησε την 26η Αυγούστου 1922. Την ακολούθησε μια ημέρα που όλα έδειχναν ότι έχουν τελειώσει για τους Ελληνες όπως και η ελπίδα τους να ανατρέψουν την ιστορία χιλίων χρόνων επανεγκαθιστώντας την Ελληνική Αυτοκρατορία που θα περιελάμβανε και την Μικρά Ασία.
Ο Ελληνας διοικητής επιχειρήσεων της εμπροσθοφυλακής  συνελήφθη  και οι Ελληνες  χωρίς αρχηγό άρχισαν να υποχωρούν προς τη Σμύρνη κάτω από την πίεση της Τουρκικής καταδίωξης.
     Ο λόρδος Curzon, βρετανός γραμματέας των εξωτερικών ενημερώθηκε από τον Sir Ηorace Rumbold, τότε Υπατο Αρμοστή στην κατεχόμενη ακόμη Κωνσταντινούπολη, ότι οι Ελληνες διασκορπίστηκαν πλήρως  αφήνοντας πίσω τους αηδιαστικές μαρτυρίες θηριωδίας και βαρβαρότητας. 
Η Τουρκάλα συγγραφέας Halide Edib, που ακολουθούσε τον τουρκικό στρατό έμεινε άναυδη από αυτά που είδε. Περιγράφοντας την Αlasehir, μια μικρή πόλη κοντά στη Σμύρνη, έγραψε:
«Ούτε οι Έλληνες ούτε οι δικοί μας είχαν καιρό να θάψουν τους νεκρούς τους. Ο τουρκικός στρατός πάσχιζε να σώσει τις τουρκικές πόλεις από τη φωτιά. Ο Ελληνικός στρατός έτρεχε να δραπετεύσει  από τις φωτιές που είχε  ο ίδιος ανάψει και από τις κτηνωδίες. Και οι δυο πλευρές δε δείχνουν έλεος .... Γυναίκες σε κατάσταση υστερίας σκάβουν το έδαφος με τα δάχτυλά τους. Είναι σαν να έχει έρθει η κόλαση στη γη.
     Όταν ο τουρκικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη, η πόλη ήταν γεμάτη από Έλληνες πρόσφυγες της ενδοχώρας. Ένα μεγάλο άγημα του ελληνικού στρατού εγκατέλειψε την περιοχή λίγο πριν την άφιξη του τουρκικού στρατού. Ωστόσο, μερικά ελληνικά στρατεύματα έμειναν πίσω. Αυτά μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες βρίσκονταν σε σύγχυση. Μερικοί πήδηξαν στο νερό σε μια προσπάθεια να φτάσουν τα Συμμαχικά πολεμικά πλοία που ήταν ακόμη στο λιμάνι.
     Ο Μουσταφά Κεμάλ μπήκε στη Σμύρνη στις 10 Σεπτεμβρίου 1922 ως ήρωας των Τούρκων. Του διέθεσαν τον οίκο στον οποίο ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε μείνει και είχε ποδοπατήσει την τουρκική σημαία κατά την είσοδό του. Μια ελληνική σημαία είχε απλωθεί πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια της εισόδου του οίκου και ο λαός περίμενε τον Μουσταφά Κεμάλ να περάσει από πάνω. Παρόλα αυτά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας ότι η τιμή μιας χώρας δεν πρέπει να ποδοπατείται και ότι εκείνος δεν θα ακολουθήσει το λανθασμένο παράδειγμα του Κωνσταντίνου.
     Σύντομα η Σμύρνη τυλίχτηκε στις φλόγες: οι Τούρκοι κατηγορούσαν για την πυρκαγιά τους Έλληνες και τους Αρμένιους, οι οποίοι με τη σειρά τους κατηγορούσαν τους Τούρκους. Κανένας από αυτούς που έβλεπαν την  πύρινη λαίλαπα δεν μπορούσε να μαντέψει ότι μέσα σε λίγα χρόνια ο Μουσταφά Κεμάλ και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που θα επανεκλεγόταν στην εξουσία για μια ακόμη φορά, θα έκαναν ειρήνη...

 

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΗΤΤΑ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΠΟΛΕΩΝ(ΣΜΥΡΝΗ,
    ΒΟΥΡΛΑ)
   ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΝ ΔΙΩΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΠΙΣΕΙΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ ΚΑΙ ΟΜΗΡΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ
 
ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΔΟΘΗΚΕ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΕΚΚΕΝΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1922, 900000 ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΦΤΑΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

(Πηγή δεύτερη)

Δ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ   <<Ματωμένα χώματα>>

Το ΑΛΛΟ ΠΡΩΙ ΜΑΣ ΞΥΠΝΗΣΑΝΕ χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς 
ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τούρκικο ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς
δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:
-Τι θα μάς κάνουνε οι Τούρκοι;
Τι θα μας κάνουνε; Αυτή 'ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν τήνε ξεστόμιζε. Από μερικά μπαλκόνια  ξένων σπιτιών ακούστηκαν αδύναμα παλαμάκια και «γιασασίν». Σαν τέλειωσε ή παρέλαση, έγινε νεκρική ησυχία. Η δικιά μας μαούνα ήταν η τελευταία απ' τις εξήντα και βρισκότανε σιμά στην ξηρά. 
Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.
-Μπρε σεις, τι λέει;
-Λέει, νά βγει ο κόσμος και νά πάει στις δουλειές του δίχως νά φοβάται. Κανένας δε θα κακοπάθει.    -Μπορεί ή νίκη νά μερώνει τσ' ανθρώπους, είπε ή μάνα μου . -Οι Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε εντολή νά μην ανοίξει ρουθούνι χριστιανικό.
-Αύτή 'ναι ή αλήθεια. Φτάνει το αίμα. Τί τα γενιτσαριά θα 'χουμε;
-Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά για τα μάτια ηθαρρέψατε πως στέκουνε δω χάμου ;
'0 αδερφός μου ο Κώστας με πλησίασε όλο χαμόγελα και φουσκώνοντας σαν διάνος, μού 'πε
 ειρωνικά:
-Τί γνώμη έχεις τώρα, Μανωλάκη, για το χτήμα π' αγόρασα; Έκανα καλά ή με πέρασε κορόιδο ο μπάρμπα-Θόδωρος;
"Ήμουνα τόσο χαρούμενος πού θα του συγχωρούσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι άλλες τόσες 
ειρωνείες. "

Όλοι στη μαούνα γινήκαμε τώρα μιά παρέα. Βγάλαμε ό,τι φαγώσιμο είχαμε, παστά, 
αυγά, κονσέρβες. Αρχίσαμε τα τραταμέντα και τις τσιρεμόνιες.

Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:
-Φωτιά!
-Φωτιά !
-Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!
Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.
-Είναι κατά την  Αρμενογειτονιά.
-Κατά κει φαίνεται νά 'ναι.
-Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!
-.Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε; .Αφού έγινε πια δική τους...    Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση ;
 Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το 'να με τ' άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνησε νά τρέχει απ' όλα τα στενοσόκακα και τούς βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.
 

-Σφαγή ! Σφαγή !
 -Παναγιά, βοήθα!
 -Προφτάστε !
 -Σώστε μας!
Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! 'Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.

-Τούρκοι! -Τσέτες!

-Μας σφάζουνε!

-Έλεος!

Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν νά 'ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τούς τρελαίνουν οι χαντζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!
 -Βούρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τούς κερατάδες!).
 Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολείς  γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες τού  Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τούς τραβούνε όξω και τούς βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησιές, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις 'Άγιες Τράπεζες και τ' ατιμάζουνε. Απ' τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.

Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, 6ι6λιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων. εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.

"Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε ή Σμύρνη μας! Γκρέμισε ή ζωή μας! Η καρδιά, 
τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα 
νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο,
φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το
ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη ! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! 
Και ξεγυμνώνεται. "Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ' ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου
 και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. "Αχ ο τρόμος!
 Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι τής Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!
Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια τής χαράς για να μη φτάνουν ίσαμε τ' αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πώς μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!  

 

 

   

Aδερφοφάδες"     Ν. Καζαντζάκη (Πηγή τρίτη)

 

Μα ξαφνικά, γιατί ; ποιος έφταιξε ; Καμιά μεγάλη αμαρτία δεν πλάκωσε το χωριό. όπως πάντα οι χωριανοί νήστευαν τις σαρακοστές, Τετάρτη και Παρασκευή δεν έτρωγαν κρέας και ψάρι, δεν έπιναν κρασί, πήγαιναν κάθε Κυριακή στη λειτουργία, έφερναν πρόσφορα, έκαναν κόλλυβα, ξομολογιούνταν και μεταλάβαιναν, γυναίκα δε σήκωνε τα μάτια της να κοιτάξει ξένον άντρα, άντρας δε σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει ξένη γυναίκα, όλοι ακλουθούσαν τη στράτα τού θεού... "Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεΙα του χωριού : «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε ! "Όλοι οι Έλληνες στην 'Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά ! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε ! Δέκα μέρες διορία».
Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού,αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα! Κι ένα πρωί ο γέρο παπα-Δαμιανός, μοναχός του, δεν αφήκε τον τελάλη, μήτε τον άλλο νιότερο παπά, τον Παπα- Γιάνναρο, μοναχός του σηκώθηκε αξημέρωτα, πήρε σβάρνα το χωριό, γύριζε από πόρτα σε πόρτα, φώναζε : «Στ' όνομα του θεού, παιδιά, ήρθε η ώρα ! 

Από
τις βαθιές αυγές χτυπούσαν λυπητερά οι καμπάνες, οληνύχτα οι γυναίκες ζύμωναν, οι άντρες διαγούμιζαν βιαστικά από τα σπίτια τους ό,τι μπορούσαν να πάρουν μαζί τους, κάπου κάπου μια γριούλα έσερνε ακόμα το μοιρολόι, μα οι άντρες, με πρησμένα μάτια, γύριζαν και της φώναζαν να πάψει. Τι φελούν τα κλάματα; είπε ο Θεός θα γίνει, ας γίνει το λοιπόν να ξεμπερδεύουμε ! Και γρήγορα γρήγορα, προτού να λυγίσει η Ψυχή μας και πριν καλά καλά να καταλάβουμε τη συφορά. Ελάτε, γρήγορα χέρια, βρε παιδιά! Ας φουρνίσουμε τα ψωμιά, ας σακιάσουμε όσο αλεύρι μπορούμε, μακρινή πολύ 'ναι η στράτα, ας πάρουμε μαζί μας ό, τι μας χρειάζεται για να ζήσουμε, τσουκάλια, σκάφες, στρώματα, άγια κονίσματα, μη φοβάστε, αδέρφια ! Οι ρίζες μας δεν είναι μονάχα εδώ κάτω στη γης, πιάνουν και τον ουρανό και θρέφονται και γι΄ αυτό η ράτσα μας είναι αθάνατη. Όρτσα το λοιπόν, παιδιά, Κουράγιο !
Φυσούσε αγέρας, χειμώνας καιρός, τα κύματα είχαν αγριέψει, ο ουρανός γεμάτος σύννεφα, Κανένα αστέρι. Οι δυο παπάδες του χωριού, ο γερο-Δαμιανός κι ο μαυρογένης παπα-­Γιάνναρος, πηγαινόρχουνταν μέσα στην εκκλησιά, μάζευαν τα κονίσματα, το άγιο δισκοπότηρο, τ' ασημένιο Βαγγέλιο, τα χρυσοκέντητα άμφια, στέκουνταν κι αποχαιρετούσαν τον Παντοκράτορα, που ενέδρευε ζωγραφισμένος στον τρούλο, ο γερο­ Δαμιανός γούρλωνε τα μάτια και τον κοίταζε. πρώτη φορά είχε δει πόσο ήταν άγριος, πως έσφιγγε τα χείλια του με θυμό και καταφρόνεση και κρατούσε το Βαγγέλιο σαν κοτρόνα κι ετοιμάζουνταν να το σφεντονίσει κατακέφαλα στους ανθρώπους. 

Κούνησε ο γερο-Δαμιανός το κεφάλι ήταν χλωμός, αδύναμος. Ρουφηγμένα τα μαγουλά του, δεν τού 'μεναν στο πρόσωπο παρά δυο μάτια μεγάλα. Τού 'χαν φάει το κορμί η νήστια, η προσευκή κι η αγάπη για τους ανθρώπους. Κοίταζε με τρόμο τον Παντοκράτορα, τόσα χρόνια και πώς να μην τον δει ! Στράφηκε στον παπα-Γιάνναρο : «Έτσι άγριος ήταν πάντα ;» έκαμε να τον ρωτήσει, μα ντράπηκε. 
-Παπα - Γιάνναρε, είπε, κουράστηκα. Μάζεψε εσύ τα κονίσματα που θα πάρουμε μαζί μας και τ' άλλα να τα κάψουμε, παιδί μου, κι ο θεός θα μας συχωρέσει, να τα κάψουμε να μην τα μαγαρίσουν οι Αγαρηνοί. Και μάζεψε τη στάχτη, μοίρασέ τη στους χωριανούς, να την κρατούν φυλαχτό. Κι εγώ θα σηκωθώ να κουρταλώ τις πόρτες και να φωνάζω : Ήρθε η ώρα!
Πήρε να ξημερώσει - μέσα από μαύρα σύννεφα πρόβαλε ο ήλιος, φαλακρός, άρρωστος. Ένα φως θλιμμένο άγλειψε το χωριό, ξεχάσκισαν οι πόρτες, κατάμαυρες. Λάλησαν λιγοστά κοκόρια, για στερνή φορά, απάνω στις κοπριές της αυλής. Άνοιγαν οι στάβλοι, πρόβαιναν τα βόδια, τα μουλάρια, τα γαϊδουράκια και πίσω τους τα σκυλιά κι οι άνθρωποι. Μύριζε το χωριό ψωμί ξεφουρνισμένο.
-Νά 'χετε την ευκή του θεού, παιδιά μου, παρακαλούσε ο γέρο-Δαμιανός και πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο, μην κλαίτε, μη βλαστημάτε. Θεού 'ναι θέλημα, μπορεί και για καλό μας. Σίγουρα για καλό μας! Πατέρας μαθές είναι ο θεός. Γίνεται ένας πατέρας να θέλει το κακό των παιδιών του ; δε γίνεται ! Θα δείτε το λοιπόν, παιδιά μου, πως ο θεός μας έχει ετοιμάσει εκεί πέρα πιο καρπερά χωράφια να ριζώσουμε. Σαν τους Όβραίους ξεσηκωνόμαστε κι εμείς από τη γη των άπιστων και πάμε στη Γη της Επαγγελίας ! Εκεί τρέχει το μέλι και το γάλα και τα σταφύλια γίνονται ένα μπόι ανθρώπου.
Την παραμονή του μισεμού κίνησαν όλοι μαζί, λιτανεία, άντρες και γυναικόπαιδα, για το μικρό χαριτωμένο νεκροταφείο απόξω από το χωριό, ν' αποχαιρετήσουν τους προγόνους. Άνακλαημένος ήταν ο καιρός, τη νύχτα είχε βρέξει και κρέμουνταν ακόμα στα φύλλα της ελιάς σταλαγματιές βροχή. Και κάτω το χώμα ήταν μαλακό και μύριζε. Ο παπα-Δαμιανός πήγαινε μπροστά, ντυμένος τα καλά του άμφια, με το χρυσοκεντημένο πετραχήλι του και με το ασημένιο Βαγγέλιο στην αγκαλιά του, πίσω του ακολουθούσε ο λαός, και στερνός, ουραγός, ο παπα-Γιάνναρος, με το ασημένιο σικλί γεμάτο αγιασμό και με την αγιαστούρα του από φουντωμένο δεντρολίβανο. Δεν έψελναν, δεν έκλαιγαν, δε μιλούσαν, πήγαιναν βουβοί, σκυφτοί και μονάχα κάπου κάπου μια γυναίκα στέναζε, ένα βαθύ Κύριε, ελέησαν! ακούγονταν από κανένα γέρικο στόμα κι οι νέες μανάδες είχαν ανοίξει τον κόρφο τους και βύζαιναν τα μωρά τους. Έφτασαν στα κυπαρίσσια, έδωκε μια ο παπάς, άνοιξε την πορτούλα, μπήκε, και πίσω του ο λαός. Οι μαύροι ξύλινοι σταυροί ήταν μουσκεμένοι, μερικά φαναράκια έκαιγαν στους τάφους, μισοσβημένες φωτογραφίες πίσω από το γυαλί μαρτυρούσαν πως ήταν οι κοπέλες, πως ήταν οι λεβέντες με τα στριφτά μουστάκια, όταν εζούσαν. Κατασκορπίστηκε ο λαός, βρήκε καθένας τον αγαπημένο του τάφο, έπεσαν κάτω οι γυναίκες και προσκύνησαν το χώμα, οι άντρες, όρθιοι, έκαναν το σταυρό τους και σφούγγιζαν με την άκρα του μανικιού τους τα μάτια. Ο παπα-Δαμιανός στάθηκε στη μέση του κοιμητήριου, σήκωσε τα χέρια : - Πατέρες, φώναξε, Παππούδες, έχετε γεια ! Έχετε γεια, φεύγουμε ! Δε μας αφήνουν πια οι Δυνατοί της Γης να ζούμε πλάι σας, να πεθάνουμε και να ξαπλώσουμε πλάι σας, να ξαναγίνουμε κι εμείς χώμα μαζί σας. Μας ξεριζώνουν !

Ανάθεμα στους αίτιους ! Ανάθεμα στους αίτιους ! Ανάθεμα στους αίτιους !
Σήκωσε ο λαός τα χέρια στον oυρανό, σήκωσε βουή μεγάλη: Ανάθεμα στους αίτιους!
ΚυλΙστηκαν όλοι χάμω, φιλούσαν το μαλακωμένο από τη βροχή χώμα, το 'τριβαν στην κορφή τού κεφαλιού τους, στα μάγoυλα, στο λαιμό, έσκυβαν, το ξαναφιλούσαν. Φιλούσαν τους πατέρες και τους παππούδες, φώναζαν : -Έχετε γεια !».
Προχώρησε με την αγιαστούρα του ο παπα-Γιάνναρος και πήρε αράδα να ραντίζει τα μνήματα.
-Έχετε γεια ! Έχετε γεια ! φώναζαν ακολουθώντας οι συγγενείς των πεθαμένων, έχετε γεια, αδέρφια, ξαδέρφια, παππούδες ! Σχωρέστε μας που σας αφήνουμε στα χέρια των Αγαρηνών, δε φταίμε εμείς, ανάθεμα στον αίτιο !  

 

 

 

Η εξέλιξη του προσφυγικού προβλήματος (Πηγή τέταρτη)


ΙΕΕ ΤΟΜΟΣ ΙΕ΄ ΣΕΛ 331

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως των προσφύγων δαπάνησε για την εγκατάσταση των αστών προσφύγων, ως το 1930, δηλαδή μέχρι τη διάλυσή της, το ποσό των 2 δισεκατομμυρίων αγγλικών λιρών. Παράλληλα το κράτος κατέβαλε τη δική του ξεχωριστή προσπάθεια για να συμβάλλει με εγχώριες πηγές στην αποκατάσταση των προσφύγων. Μεταξύ των ετών 1923 και 1928 εξέδωσε έξι δάνεια στο εσωτερικό της χώρας με συνολικό προϊόν 9,3 δισεκατομμύρια δραχμές. Από το ποσό αυτό... απέμειναν σαν άμεσες δαπάνες του κράτους υπέρ των προσφύγων τα 3,2 δισεκατομμύρια δραχμές....
Οι πρόσφυγες με την εγκατάστασή τους αναγνωρίζονταν σαν οφειλέτες για την αξία των παραχωρουμένων. Η προθεσμία για την καταβολή των προσφυγικών χρεών ποίκιλλε από 5 ως 25 χρόνια.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι περιουσίες που είχαν αφήσει οι Έλληνες στη Μικρά Ασία περιήλθαν, σύμφωνα με την ελληνοτουρκική συμφωνία του Ιουνίου 1930, αυτόματα στο ελληνικό κράτος και συμψηφίστηκαν με τα αντίστοιχα δικαιώματα των Οθωμανών ανταλλάξιμων και του τουρκικού κράτους. Με βάση τα στοιχεία του Πεντζόπολου η συνολική αξία των ελληνικών περιουσιών στην Τουρκία έφθανε τα 100 δισεκατομμύρια δραχμές... Παρόλα αυτά ο Ελ. Βενιζέλος, στα πλαίσια της συμφιλιωτικής πολιτικής του με την Τουρκία δέχθηκε ότι οι περιουσίες των Τούρκων στην Ελλάδα ήταν ανώτερες (!) από εκείνες των Ελλήνων στην Τουρκία κατά 125.000
λίρες Αγγλίας...
Η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα ωφέλησε διπλά την ελληνική οικονομία: τόσο σαν μια αιφνίδια αύξηση της προσφοράς ειδικευμένης και φθηνής εργατικής δυνάμεως, όσο και κυρίως σαν μια αιφνίδια σημαντική διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η στέγαση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα, η οδοποιία, οι επικοινωνίες, η παραγωγή υφαντουργικών ειδών πρώτης ανάγκης εμφανίστηκαν αφενός σαν επείγοντες και επιτακτικοί στόχοι κοινωνικής πολιτικής και αφετέρου λειτούργησαν σαν προσοδοφόροι τομείς για τις ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Η αγροτική μεταρρύθμιση προχώρησε βαθύτερα, χάρη στους πρόσφυγες, όπως και ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία. Επίσης, ορισμένοι κλάδοι της οικονομίας όπως η υφαντουργία, η ταπητουργία οι οικοδομές κλπ, αναπτύχθηκαν πολύ ταχύτερα από τους άλλους. Δεν είναι ίσως υπερβολή να δεχθούμε ότι οι πρόσφυγες έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον παραδοσιακό λήθαργο και την εξώθησαν σε μια σειρά από κρίσιμες αναδιαρθρώσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς. Με την παραπάνω έννοια, το προσφυγικό ζήτημα που τέθηκε μετά το 1922 δεν ήταν παρά ένα ισοδύναμο, από ποιοτική άποψη, των οδυνηρών, αλλά συνάμα και ευεργετικών, επιπτώσεων  που επρόκειτο να έχει στην Ελλάδα, μερικά χρόνια αργότερα, η διεθνής κρίση.»      

 

   
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΗΤΑΝ ΠΟΛΎ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΟΥΜΕ  1)ΤΗΝ ΥΨΗΛΗ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ     2)   ΤΟ ΜΕΙΩΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΓΕΝΝΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΕ ΆΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ
 
ΤΟΥΣ ΚΑΤΕΒΑΛΑΝ ΑΡΡΩΣΤΙΕΣ, ΠΕΙΝΑ ΚΑΙ ΚΑΚΟΥΧΙΕΣ. Η ΨΥΧΙΚΗ ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΗ ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΆΛΛΗ ΠΤΥΧΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

 

Η ΧΡΥΣΟΦΟΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ"(Πηγή πέμπτη))
ΙΕΕ   ΤΟΜΟΣ ΙΕ΄ ΣΕΛ 327 

...παρόλο ότι η Ελλάδα «των 5 θαλασσών και των 2 ηπείρων» κατέρρευσε το 1922, εν τούτοις η Ελλαδική οικονομία αποκόμισε από την κατάρρευση αυτή ορισμένα συγκεκριμένα θετικά οφέλη:

Α) ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων εμφανίστηκε σαν μια αξιόλογη και ειδικευμένη φθηνή εργατική δύναμη, πράγμα που αποτέλεσε ένα επιπλέον κίνητρο για την δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων.
Β) η παρουσία των προσφύγων στην Ελλάδα επέφερε επίσης μια αξιόλογη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς. Η τεράστια προσπάθεια για την εγκατάστασή τους στους αστικούς και αγροτικούς χώρους λειτούργησε ταυτόχρονα και σαν μια σπουδαία ευκαιρία για την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόληψη κερδών. Μέσα στα πλαίσια αυτά, η διεύρυνση της πιστωτικής πολιτικής των τραπεζών ... επέφερε μια συνεχή τόνωση της αγοράς...
Γ) η άφιξη των προσφύγων στην Ελλάδα έγινε η αιτία για να επιταχυνθεί και επεκταθεί η διαδικασία διανομής των μεγάλων αγροκτημάτων (τσιφλικιών) στους καλλιεργητές  ...
Γενική συνέπεια από την εγκατάσταση των προσφύγων και τη διανομή των μεγάλων αγροκτημάτων στους άμεσους καλλιεργητές ήταν μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση των εγχώριων πόρων για την εκβιομηχάνιση με βάση την εγχώρια αγορά.

Η «επιχείρηση» αυτή στο σύνολό της ήταν τόσο σημαντική ώστε και ξένα ακόμα κεφάλαια, αγγλικά και αμερικανικά, επενδύθηκαν στην Ελλάδα με σκοπό την αξιοποίηση αυτής της μοναδικής συγκυρίας.
                                                                                                                       

 

   
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥΣ
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΥΠΗΡΞΕ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΞΕΝΩΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ
 
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΤΕΓΑΣΗΣ ΑΝΕΛΑΒΕ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ
Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΟΥΣΕ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΤΟΥΣ ΕΝΤΑΞΗ

 

ΚΡΙΤΗΡΙΑ  ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΩΝ(Πηγή έκτη))
http://www.ionianet.gr/history_.htm 
  

Η φιλοσοφία της Κοινωνίας των Εθνών σχετικά με την αστική εγκατάσταση συμπυκνωνόταν στην άποψη ότι «ο πρόσφυγας της πόλης πρέπει προπάντων να εγκατασταθεί κάπου, όπου θα είναι σε θέση να συνεχίσει την εξάσκηση του επαγγέλματός του ή κάποιου επαγγέλματος, χωρίς το οποίο η εξασφάλιση οποιασδήποτε κατοικίας, εκτός του ότι θα ήταν άχρηστη, θα μπορούσε επίσης να βλάψει και τα συμφέροντά του».
Στο παράδειγμα του συνοικισμού της Ν. Ιωνίας εκφράζεται περισσότερο απ ότι σε οποιονδήποτε άλλο συνοικισμό η φιλοσοφία της Κοινωνίας των Εθνών.
Η περιοχή, γνωστή τότε ως Ποδαράδες, υπήρξε ο χώρος όπου εγκαταστάθηκαν 500 οικογένειες ταπητουργών προσφύγων από τη Σπάρτη της Πισισδίας με σκοπό την οργάνωση της ταπητουργίας και το μπόλιασμά της στην Ελληνική πραγματικότητα. Την καθαρά προσφυγική τεχνογνωσία του Ανατολίτικου χαλιού η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων θεώρησε ως «πανάκεια» για τη λύση του προβλήματος της απασχόλησης των προσφύγων. Για τον σκοπό αυτό με οικονομική ενίσχυσή της ιδρύθηκαν στους προσφυγικούς συνοικισμούς εργοστάσια ταπητουργίας. Για την υλοποίηση του προγράμματος εφαρμογής και διάδοσης της ταπητουργίας, η Ν. Ιωνία ορίστηκε ως κέντρο με αποτέλεσμα σ αυτήν να υπάρξει η μεγαλύτερη συσσωρεύσει βιομηχανικών καταστημάτων. Το έρημο τοπίο των Ποδαράδων που ιδιοκτησιακά ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και είχε ως μόνας κατοικίας τις οκτώ οικογένειες των βοσκών και καλλιεργητών του κτήματος μεταμορφώθηκε με την εγκατάσταση των προσφύγων.


Στα 1230 στρέμματα του κτήματος που αγοράστηκαν από την Ε.Α.Π. και εκχερσώθηκαν με ρυθμούς πυρετικούς, χτίστηκαν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 3864 σπίτια που παραχωρούνται τοκοχρεολυτικά. Ο οικισμός οριοθετήθηκε από τα συνεργεία της ΕΑΠ και διαιρέθηκε σε δύο ζώνες. Στον οικιστικό χώρο και στο χώρο των «εργοστασίων και Λατομείων» στην περιοχή της Ελευθερούπολης.

Μέσα σ έναν ασύλληπτο οικοδομικό οργασμό, όπου σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, δρόμοι κλπ δημιουργούνταν από το μηδέν, η πόλη της Ν. Ιωνίας έβαλε τις ρίζες της.

Παράλληλα, στην περιοχή του σημερινού Περισσού, ο δαιμόνιος εργοστασιάρχης Νικόλαος Κυρκίνης που ήδη από το 1920 είχε ιδρύσει εργοστάσιο Μεταξουργίας στην περιοχή εκμεταλλευόμενος την συγκυρία που πρόσφερε φθηνό εργατικό δυναμικό και με τους ίδιους ταχείς ρυθμούς εφαρμόζει το μεγάλο οικοδομικό του πρόγραμμα της ίδρυσης μιας βιομηχανικής πόλης. Ιδρύει εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής, βαμβακουργίας, ταπητουργίας, ενώ επεκτείνει το αρχικό εργοστάσιο της Μεταξουργίας.

Στην βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης από την άλλη μεριά, γηγενείς επιχειρηματίες συνεταιριζόμενοι με πρόσφυγες επενδύουν στην ευοίωνη προοπτική της ταπητουργίας.

Τα βιομηχανικά οικόπεδα προσφέρονται με ευνοϊκούς όρους από την ΕΑΠ με σκοπό την προώθηση της βιομηχανικής ανάπτυξης της Ελλάδος και της απασχόλησης των αστών προσφύγων.

 Πηγή έβδομη (κείμενα από το αρχείο Π.Δέλτα και άλλων)

Η στέγαση των προσφύγων τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα

 

Κατά τις πρώτες ώρες της μικρασιατικής τραγωδίας, η πρώτη δραστηριοποίηση από πλευράς ελληνικών αρχών ήταν η συλλογή τροφίμων και χρημάτων για να περιθάλψουν τα ράκη που αποβιβάζονταν από το «Καρνάκ» και τη «Φρυγία», τα δυο πρώτα ξένα ατμόπλοια που κατέπλευσαν στον Πειραιά. Όπως ήταν φυσικό, εξίσου πρωταρχική ενέργεια υποδοχής ήταν η παραχώρηση, όπου υπήρχαν, των υπόστεγων του Πειραιά, των προτεσταντικών εκκλησιών της πόλης και κάποιων αιθουσών του Τζάννειου Νοσοκομείου. Και πάρα πολύ σύντομα, στις εφημερίδες της 2ας Σεπτεμβρίου, πλάι στις ειδήσεις για τη «Σμύρνη που καίγεται», τους «χριστιανούς που σφαγιάζονται» και τον Βενιζέλο που «αγωνίζεται να σώσει τη Θράκη», διαβάζουμε στα ψιλά γράμματα ότι στο Υπουργείο Δικαιοσύνης «μελετάται η τροποποίηση του ενοικιοστασίου», στο σημείο που αφορά στην υπενοικίαση των δωματίων. Ακόμη, στο Ελεύθερον Βήμα παρουσιάζεται από τις πρώτες κιόλας μέρες «προσφορά δωματίου εντός κατοικίας», αλλά υπό τον εξής όρο: το δωμάτιο προσφέρεται «για ενοικίαση από οικότροφο προσφυγοπούλα». Τα δείγματα αυτά είναι οι προάγγελοι, κατά κάποιον τρόπο, των επικείμενων επιτάξεων, έστω και αν για την ώρα μάλλον δε φαίνεται να υπάρχει σαφής αντίληψη στο κράτος και στην κοινή γνώμη περί της εκτάσεως των γεγονότων. Στο μεταξύ οι καταλήψεις επεκτείνονται σε κάθε κενό, δημόσιο χώρο.

Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων»,στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, Επιστημονικό Συμπόσιο,εκδ. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας,Αθήνα 1997, σσ. 71-72

 

 


 ΑΡΧΕΙΟ Π.Σ. ΔΕΛΤΑ

Στο μεταξύ είχαν συλλάβει και φυλακίσει Γούναρη, Στράτο και Σία, και είχε σχηματιστεί άλλη κυβέρνηση με πρόεδρο το Σωτήρη Κροκίδα. Υπουργός της περιθάλψεως διορίστηκε ο Απόστολος Δοξιάδης.

Μόλις ανέλαβε το Υπουργείο, έκανε μιαν ανακοίνωση, που ζητούσε απ' όλες τις κυρίες, σωματείων και άλλων, που διέθεταν χρήματα για τους πρόσφυγες, να παν την τάδε μέρα στο υπουργείο του, ώστε να συνεννοηθούν, και να μη σκορπιέται η δουλειά, να συντονιστεί και να γίνεται αποτελεσματικότερη η περίθαλψη.

Εγώ δεν ήμουν σε κανένα σωματείο. Αλλά είχα χρήματα. Πήγα. Ήταν όλες βασιλικές. Ήμουν η μόνη αντίθετη. Γιατί σαν έπεσε ο Βενιζέλος την 1η Νοεμβρίου του 1920 και ήλθε ο Ράλλης και ύστερα από λίγες μέρες ο Γούναρης («Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά!»), έπαυσαν όλες τις βενιζελικές κυρίες απ' όλα τα σωματεία. Τους έστειλαν, δηλαδή, ένα χαρτί όπου έγραφαν, λ.χ. «Παύεται η Ελένη Κολοκυθοπούλου», χωρίς καν τη λέξη «κυρία», σα να ήταν υπηρετικά που διώχνονται για καταχρήσεις.

Βρέθηκα μόνη, σε κύκλο εχθρικό, όπου οι περισσότερες μου ήταν άγνωστες, με μόνο τον υπουργό ομοϊδεάτη.

Ήταν μεταξύ άλλων η κυρία Κεφάλα, η Παπαδοπούλου, το γένος Καραβοπούλου (κόρη του γνωστού τσιγάρα της Αλεξάνδρειας), παντρεμένη [με] δικαστή των μικτών δικαστηρίων της Αλεξάνδρειας, που είχε γίνει το δεξί χέρι της Σοφίας, και με χαιρέτησε προστατευτικά. Ήταν η Νότα Μελά, που ήλθε και κάθησε κοντά μου, και άλλες που δε θυμούμαι.

Ευγενικά, με το γλυκύτερο τρόπο, μας είπε ο Δοξιάδης πως δεν εννοούσε να πάρει από κανένα σωματείο το ταμείο, ούτε να επιβάλει τρόπο εργασίας. Ζητούσε μόνο τη «συνεργασία» μεταξύ των σωματείων, με τρόπο που να μη βοηθούνται διπλά και τρίδιπλα τα ίδια πρόσωπα, ενώ άλλα έμεναν αβοήθητα. Και ρώτησε κάθε κυρία τι ποσά διέθετε.

Η κάθε μια είχε φέρει τους λογαριασμούς της· δήλωνε η μια 5.000 δρχ., η άλλη έξι, άλλη δέκα, μια ένδεκα, άλλη δεκαπέντε. Δεν νομίζω καμιά να είχε είκοσι χιλιάδες. Ήταν αποστραγγισμένα τα ταμεία από τη διαχείριση της Σοφίας. Μόνη εγώ δεν είχα μιλήσει. Τελευταία με ρώτησε ο Δοξιάδης: «Εσείς, κυρία Δέλτα, ποιο σωματείο αντιπροσωπεύετε;»

 Όλες γύρισαν με περιέργεια στη μόνη βενιζελική.

 «Κανένα, κύριε Υπουργέ», του αποκρίθηκα.

 «Γιατί λοιπόν είστε εδώ;»

 «Γιατί έχω χρήματα. Διαθέτω χρήματα που μου έστειλε ο πατέρας μου».

 «Πόσα;»

 «Ενάμισυ εκατομμύριο».

Ανατριχίλα πέρασε στο ακροατήριο. Το περίμενα και το απήλαυσα. Αργότερα, μια μέρα που ξαναντάμωσα την κυρία Κεφάλα, μου θύμισε τη σκηνή. Σκασμένη στα γέλια μου είπε:

 «Εμείς οι κακομοίρες, φθάναμε με τις πενιχρές μας πέντε, κ' έξι και τρεις χιλιαδούλες και νομίζαμε πως φέρναμε βοήθεια, γιατί αντιπροσωπεύαμε κοτζάμ σωματεία. Κι εσείς δεν αντιπροσωπεύατε τίποτα. Και σας ρωτά ο Δοξιάδης γιατί ήσασταν εκεί, και μας βγάζετε ενάμισυ εκατομμύριο. Εμείς δεν ξέραμε πού να χωθούμε! Λέγαμε να μας καταπιεί το πάτωμα! Και το είπατε τόσο ήσυχα, σα να φέρνατε εκατό δραχμίτσες!» Και πρόσθεσε μαριόλικα: «Δεν μπορώ να πω πως η παρουσία σας μας ευχαρίστησε όλες, εμάς τις αντίθετες!» Αυτό το είχα αντιληφθεί από την αρχή και ακόμα περισσότερο όταν έκανα τη δήλωση πως έχω ενάμισυ εκατομμύριο. Σούσουρο πνιγμένο πέρασε ανάμεσα στις παρούσες κυρίες, και άλλη τεντώθηκε, άλλη έσφιξε τα χείλια της, όλες δυσαρεστήθηκαν.

Και σηκώθηκε ο Δοξιάδης, και ήλθε και μου έσφιξε το χέρι, και βουρκωμένος μου είπε: «Αν είχαμε δέκα Μπενάκηδες, ελύαμε το προσφυγικό πρόβλημα». Και τότε, γλυκόξυνα με συγχάρηκαν οι κυρίες, και όσες είχαν πάρει προστατευτικό απέναντι μου ύφος, το έχασαν, οι κακομοίρες!

Ο Δοξιάδης δε μας ζήτησε τα χρήματα μας. Μας είπε μόνο ποιες ήταν οι επείγουσες ανάγκες, και σ' όποια του τις ζήτησε, έδωσε συμβουλές. Μα οι επείγουσες ανάγκες ήταν φοβερές! Ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, χωρίς προστάτη άντρα, φορτωμένα όμως γέρους, τρελούς, σακάτηδες, ηλίθιους, αρρώστους  με σαδική κακεντρέχεια άφησαν οι Τούρκοι να φύγουν όλοι οι ανάπηροι, όλη η σαβούρα, ενώ κρατούσαν ή σκότωναν όλους τους γερούς άντρες  ενάμισυ εκατομμύριο γυναικόπαιδα, πεινασμένα, γυμνά, άρρωστα, στοιβάζουνταν στα σχολεία, στις εκκλησίες, σ' όλα τα κτίρια που μπορούσε να διαθέσει η κυβέρνηση.

Ο Πλαστήρας είχε βγάλει μια διαταγή, κάθε οικογένεια να στεγάσει όσους μπορούσε, έναν, δύο, δέκα, όσους σήκωναν τα μέσα της και μπορούσε να θρέψει. Στο κτήμα του πατέρα μου, στην Κηφισιά, στεγάσαμε 4050 και τους ανοίξαμε συσσίτιο. Εμείς πήραμε 15 στο δικό μας. Ο φτωχός μας περιβολάρης ανέλαβε δυο. Κι έτσι όλη η Αθήνα και ο Πειραιεύς.

Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 132-133

   

 


Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΕΤΑΙ Η ΙΔΙΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μια αποστολή είχε φύγει, όταν ένα απόγεμα παρουσιάστηκε στο σπίτι μας ο Η. Β. Hill, της Αμερικανικής Σχολής. Βρέθηκα στον κήπο σαν ήλθε, και με το πλατύ του ανειλικρινές χαμόγελο, μου άρχισε κουβέντες για τούτα και κείνα, και απαντούσα μετρώντας τα λόγια μου. Και ξεσκεπάζοντας, τέλος, τους σκοπούς του, μου είπε:

 «Έρχομαι εκ μέρους της βασίλισσας Σοφίας. Έμαθε πως διαθέτετε χρήματα και είστε ευδιάθετη να τα ξοδέψετε για τους απόρους. Είναι αλήθεια;»

 «Για τους πρόσφυγες», διόρθωσα. «Ναι, είναι αλήθεια, μου έστειλε χρήματα ο πατέρας μου».

 «Γνωρίζετε τη διαταγή της βασίλισσας, να της σταλούν όσα χρήματα διαθέτουν όλοι για τους απόρους;»

 «Τη γνωρίζω».

 «Της εστείλατε τα χρήματα που διαθέτετε;»

  «Όχι».

 «Νομίζω καλό να της τα στείλετε, θα συγκεντρωθεί η δουλειά σ' ένα ταμείο, σ' ένα χέρι, δε θα σκορπιέται σε άτακτες προσπάθειες όπου πολλοί κάνουν την ίδια δουλειά. Και ξέρετε», πρόσθεσε με το ίδιο διφορούμενο χαμόγελο του, «από διοργάνωση ξέρει η βασίλισσα, και ό,τι κάνει, το κάνει καλά. Δεν θα πάγει στράφι ούτε μια δραχμή...»

 «Ούτε όμως και στους πρόσφυγες», διέκοψα, «και βλέπετε, η διαταγή του πατέρα μου είναι να ξοδευτούν τα χρήματα αυτά για τους πρόσφυγες». Με κοίταζε πάντα με το διπρόσωπο χαμόγελο του που πλάταινε ακόμα το πλατύ του πρόσωπο. Μου άναψε τα αίματα μου.

 «Ακούσετε δω, κύριε Χιλλ», του είπα. «Ξέρω πως τα χρήματα που δίνονται στη βασίλισσα και που ξοδεύει εκείνη, παν όλα στους επιστράτους, που απ' αυτούς περιμένει να την υπερασπίσουν εναντίον της λαϊκής οργής που νιώθει γύρω της. Από μένα δε θα πάρει μια πεντάρα. Ο πατέρας μου μου έστειλε χρήματα να βοηθήσω πρόσφυγες. Δε θα τα δώσω στους δολοφόνους του, τους επιστράτους, που έβγαλε ο Βασιλεύς από τις φυλακές στα Νοεμβριανά για να τον σκοτώσουν. Μ' εμποδίζει η βασίλισσα να εργαστώ. Το κέφι της! Αλλά για να πάρει χρήματα από μένα, ας μην το περιμένει. Και σα θέλετε, πείτε της το, δε θα της δώσω μια πεντάρα. Τα στέλνω πίσω στον πατέρα μου, μα δεν της τα δίνω. Πείτε της το». Μια στιγμή δεν αποκρίθηκε αυτός. Σάστισε νομίζω. Ύστερα είπε:

 «Έχετε άδικο φοβούμαι. Η φτώχια είναι φρικτή, οι ανάγκες μεγάλες».

 «θα κάνω ό, τι μπορώ ιδιαιτέρως».

 «Ναι... ξέρετε πως αυτό απαγορεύεται;»

 «Το ξέρω. Μα για να μου πάρει τα χρήματα η Σοφία με τη βία, δεν υπάρχει τρόπος. Κι εγώ δεν τα δίνω». Πάλι έγινε σιωπή. Και πάλι την έκοψε ο Χιλλ.

 «Πηγαίνω από δω στο Τατόι», μου είπε. «Τελικώς τι θα πω στη βασίλισσα;»

 «Πως τα χρήματα του πατέρα μου δεν τα δίνω».

 «Είναι ο τελευταίος σας λόγος;»

 «Μάλιστα». Και χωριστήκαμε.

Ελευθέριος Βενιζέλος, Αρχείο της Π.Σ. Δέλτα, ό.π., σσ. 124-125

 

 


Το έργο του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα

Ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός αναφέρει ότι πραγματοποίησε έξοδα ύψους 3.000.000 δολαρίων σε μια περίοδο οχτώ μηνών, στη διάρκεια των οποίων, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση, είχε αναλάβει το έργο της διατροφής 800.000 προσφύγων στην αρχή, που βαθμιαία ελαττώθηκαν σε 500.000: ο μέσος όρος για την όλη περίοδο ήταν 600.000 (σημ.: σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, ο αριθμός των προσφύγων που διέτρεφε ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός ήταν τους πρώτους δυο τρεις μήνες 600.000, ενώ σήμερα φτάνει στους 478.000). Πέρα από την περίοδο των οχτώ μηνών που κάλυψε με το έργο του στην Ελλάδα, ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός προτί­θεται να αφήσει στην Ελλάδα τρόφιμα για έξι ακόμα εβδομάδες και έτσι η συνολική περίοδος της δράσης του θα πρέπει να θεωρηθεί για εννιάμισι μήνες. Ένας μέσος όρος 600.000 προσφύγων για εννιάμισι μήνες με συνολικό κόστος 3.000.000 δολάρια σημαίνουν 50 σεντς ανά μήνα για κάθε πρόσφυγα. Αν αφαιρέσουμε από αυτό το ποσό τα έξοδα διαχείρισης, μεταφοράς προσωπικού και υλικού στην Ελλάδα, τα έξοδα για νοσοκομειακά εφόδια κ.λπ., γίνεται φανερό ότι ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός δε θα είχε καταφέρει να διαθρέψει αυτούς τους πρόσφυγες χωρίς την ενεργό και αποτελεσματική συνεργασία της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού λαού.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

    Edward Hale Bierstadt, Η Μεγάλη Προδοσία, εκδ. «Νέα Σύνορα»  Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1997, σσ. 310-329.  

 

 


"Περί επιτάξεως ακινήτων δι' εγκατάστασιν προσφύγων"

Υπό την πίεση των γεγονότων, η Επαναστατική Επιτροπή του Πλαστήρα αποφασίζει την επίταξη κάποιων ακινήτων με Απόφαση της, την 15η Σεπτεμβρίου, δεκαπέντε ημέρες μετά την Καταστροφή. Είναι το πρώτο από τα πολλά βήματα που θα συμπεριλάβει η προσφυγική αποκατάσταση, που θα κάνει τον Αμερικανό διπλωμάτη και για ένα διάστημα πρόεδρο της ΕΑΠ, Χένρυ Μοργκεντάου να πει, με το γνωστό λυρικό του ύφος: «...το μικρό ελληνικό έθνος των πέντε εκατομμυρίων ψυχών υποδέχθηκε τους πληγωμένους από τη δυστυχία αδελφούς του με αταλάντευτο θάρρος και ανοιχτές αγκάλες», αναφερόμενος στο έργο της περίθαλψης.

Σε αυτή την Απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου στηρίζονται οι επόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις. Και στις 11 Νοεμβρίου του ίδιου έτους εμφανίζεται το πολύ βασικό ΝΔ «Περί επιτάξεως ακινήτων δι' εγκατάστασιν προσφύγων»:

Έχοντες υπόψη την υπ' αριθμ. 1 § της από 15 Σεπτεμβρίου 1922 αποφάσεως της Επαναστατικής Επιτροπής, προτάσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου, απεφασίσαμεν και διατάσσομεν:

Άρθρον 1ον

Επιτρέπεται η επίταξις εν όλω ή εν μέρει οικημάτων επιπλωμένων και μη, αγροικιών, κτημάτων [.. .κτλ.] και παντός είδους ακινήτων [...] μη κατοικουμένων ή άλλως πως χρησιμοποιούμενων υπό του ιδιοκτήτου. Πολλά είναι όμως τα ερωτήματα που τίθενται; Ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζεται μια επίταξη; Ποιος αποφασίζει την επίταξη ενός οικήματος; Ποιος την εφαρμόζει; Πώς ενημερώνεται ο ιδιοκτήτης; Τι γίνεται με τα ήδη κατειλημμένα από πρόσφυγες οικήματα; Πόσο διαρκεί μια επίταξη; Και πολλά άλλα. Ας τα δούμε με τη σειρά.

Σε ό, τι αφορά τα ποιου είδους και ποιας χρήσης οικήματα επιτάχθηκαν, η απάντηση είναι απλή: παντός είδους και κάθε χρήσης. Δηλαδή, τα πάντα.

Επιτρέπεται η επίταξις [...] αγροικιών, κτημάτων, αποθηκών, νοσοκομείων, μοναστηριακών οικημάτων και παντός είδους ακινήτων κατάλληλων προς προσωρινήν στέγασιν ή νοσηλείαν προσφύγων [...]

Επιτάσσονται οικήματα που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα, σε εταιρείες, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, σε μονές, ναούς και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα. Με αυτόν τον τρόπο επιτάχθηκαν θέατρα, κινηματογράφοι, χαρτοπαικτικές λέσχες, γραφεία, αποθήκες, νοσοκομεία και, φυσικά, κατοικίες. «Μη κατοικούμενες ή άλλως πως χρησιμοποιούμενες». Πάρα πολύ σύντομα γίνεται φανερό ότι με μόνο τις «μη κατοικούμενες» οικίες, το μέτρο της επίταξης δεν επαρκεί. Κι έτσι, έντεκα μόλις μέρες αργότερα, στις 22 Νοεμβρίου, έρχεται νέο ΝΔ βάσει του οποίου ο Υπουργός Περιθάλψεως, αν κρίνει ανεπαρκή την προσωρινή στέγαση, εξουσιοδοτείται να επεκτείνει την επίταξη και επί ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων. Από τη στιγμή αυτή, το προσφυγικό ζήτημα αφορά άμεσα κάθε Έλληνα κάτοικο. Κανείς πλέον δεν μπορεί να μείνει απαθής.

Ο Χένρυ Μοργκεντάου τώρα δηλώνει: «Και το τελευταίο ελληνικό νοικοκυριό άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του και δέχτηκε κάποιους πρόσφυγες. Στην Αθήνα πάνω από πέντε χιλιάδες δωμάτια σε ιδιωτικά σπίτια προσφέρθηκαν σε πρόσφυγες». Ο αριθμός μένει να εξακριβωθεί. Μεγέθη σε εθνικό επίπεδο είναι δύσκολο να βρεθούν. Σε άλλα κείμενα της εποχής αναφέρονται οχτώ χιλιάδες δωμάτια.

Όπως είναι φυσικό ακολουθούν αλλεπάλληλες ρυθμίσεις, που επιχειρούν την οριοθέτηση, την εξειδίκευση και κάποιον εξορθολογισμό του τεράστιου αυτού κεφαλαίου που άνοιξε μονομιάς, συγχρόνως, θα λέγαμε, με τις εξώπορτες της ιδιωτικής κατοικίας.

Βίκα Δ. Γκιζελή, «Επίταξις ακινήτων κατοικουμένων ή οπωσδήποτε χρησιμοποιουμένων», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 7274

 


ΕΠΙΤΑΞΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Η επίταξη γίνεται, κατά πρώτο λόγο, στα ακίνητα που έχουν δωμάτια πλέον του διπλάσιου του αριθμού των ενοίκων. Αφού αυτά εξαντληθούν, η επίταξη θα προχωρήσει «και εις τα λοιπά κατοικούμενα ή οπωσδήποτε άλλως χρησιμοποιούμενα ακίνητα». Δεν είναι γνωστό αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα. Είναι όμως μέσα στις προθέσεις του νομοθέτη. Η ίδια η επιτροπή που θα υποδεικνύει τα κατά την κρίσιν της κατάλληλα ακίνητα, θα καθορίζει συγχρόνως και τον αριθμό των διαθέσιμων δωματίων και τον αριθμό των προσφύγων που θα εγκατασταθούν σ' αυτά. Ποιος θα είναι ο αριθμός των δωματίων; Ο νόμος λέει:

[...] Της επιτάξεως θα εξαιρείται αριθμός δωματίων ίσος προς τον αριθμό των πραγματικώς εν τω ακινήτω ενοικούντων πλέον ενός μέχρι τριών δωματίων. Ας φέρουμε ένα παράδειγμα, με σύγχρονους όρους: Το ζευγάρι που, στη σημερινή εποχή, κατοικεί στο διαμέρισμα των πέντε δωματίων θα παραχωρούσε κανένα, ένα ή και δύο δωμάτια. Ο νόμος και πάλι ορίζει το πώς θα καθορίστε! ο ακριβής αριθμός των δωματίων: θα καθοριστεί «κατά την κρίσιν της επιτροπής και αναλόγως της κοινωνικής θέσεως και των αναγκών των ενοίκων του ακινήτου». Επιπλέον παρουσιάζεται ακόμα μια ρήτρα αναπνοής για τους ιδιοκτήτες: «Δεν συνυπολογίζονται [...] δωμάτια χρησιμοποιούμενα προς άσκησιν επαγγέλματος ή επιστημονικής εργασίας των ενοίκων».

 Ένα ακόμη ερώτημα που ανακύπτει είναι ο τρόπος με τον οποίο θα οριστεί ο αριθμός των προσφύγων που θα κατοικήσουν σε αυτά τα δωμάτια. Τον αγνοούμε, αλλά εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν στεγάζονται μονομελείς, αλλά κυρίως δικαιολογημένα πολυμελείς οικογένειες σε κάθε δωμάτιο. Και, επίσης, αντιλαμβανόμαστε ότι κουζίνα, μπάνιο, διάδρομοι, γίνονται, εκ των πραγμάτων, κοινόχρηστοι χώροι.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι και τα έπιπλα επιτάσσονται καμιά φορά μαζί με το ακίνητο. Συγκεκριμένα, κατά την επίταξη συντάσσεται ένα «πρωτόκολλο επιτάξεως» που αναφέρει τη θέση, το είδος, την έκταση και τον αριθμό των δωματίων του ακινήτου. Ανάμεσα σ' αυτά, ορίζεται ότι πρέπει να καταγραφούν αϊ τα υπάρχοντα εντός του ακινήτου έπιπλα ή άλλες κινητές εν γένει εγκαταστάσεις. Άλλο ερώτημα είναι η διάρκεια της επίταξης. Το ΝΔ της 22ας Νοεμβρίου 1922 ορίζει ότι η επίταξη των οικημάτων που ήδη κατοικούνται διαρκεί κατά μέγιστον τέσσερις μήνες. Η διατύπωση είναι ρητή και κατηγορηματική: «Κατ' ουδεμίαν περίπτωσιν η επίταξις [...] δύναται να παραταθεί υπέρ το τετράμηνον, μετά την λήξη του οποίου η υπηρεσία Περιθάλψεως υποχρεούται ν' απομακρύνει διοικητικώς τους στεγαζόμενους πρόσφυγας, εγκαθιστώσα αυτούς αλλαχού». Ο νόμος είναι τόσο κατηγορηματικός όσο ταχεία είναι και η κατάργηση του.

Τον Μάιο του 1923 το τετράμηνο καταργείται. Το σχετικό διάταγμα διευκρινίζει ότι το τετράμηνο καταργείται και για τα ακίνητα που, κατά τη δημοσίευση του διατάγματος, έχουν «εξαντλήσει» το τετράμηνο και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται από πρόσφυγες. Η κατάσταση που υπαγόρευσε τη νομική αυτή διευθέτηση είναι προφανής: το τετράμηνο εξαντλήθηκε, μεταστέγαση δεν υπήρξε, οι πρόσφυγες συνέχισαν να παραμένουν στα επιταγμένα ακίνητα «παρανόμως» και ο νόμος έρχεται αναγκαστικά να προσδώσει την απαραίτητη νομιμότητα.

Το ποιος αποφασίζει μια επίταξη είναι ένα ακόμη ερώτημα. Το ποιος και πώς την εφαρμόζει, είναι ένα άλλο (και δυσαπάντητο) ερώτημα. Η επίταξη διενεργείται με Απόφαση του επί της Περιθάλψεως Υπουργού, ή από εξουσιοδοτημένους Γενικούς Διοικητές, ή Νομάρχες, ή Δημάρχους, ή Προέδρους Κοινοτήτων, της περιφέρειας εντός της οποίας βρίσκεται το προς επίταξιν ακίνητο. Χαρακτηριστική είναι και η παρακάτω αποστροφή του νόμου:

[...] Η απόφασις η καθορίζουσα το επιτασσόμενον ακίνητον κοινοποιείται δια δικαστικού κλητήρας ή δια της Αστυνομίας προς τον ιδιοκτήτην ή νομέα ή κάτοχον, ή τον νόμιμον αυτών αντιπρόσωπον, εν ελλείψει δε ή εν απουσία αυτών εκ του ακινήτου, προς την δημοτικήν ή κοινοτικήν Αρχήν του τόπου ένθα κείται το επιτασσόμενον ακίνητον.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, πολλές φορές, της επιτάξεως έχει προηγηθεί κατάληψη του ακινήτου, οπότε η απόφαση της επίταξης ουσιαστικά γίνεται για να καλύψει τετελεσμένα γεγονότα. Πολλές φορές η επίταξη διενεργείται πριν ακόμη κοινοποιηθεί: «[Η απόφασις κοινοποιείται] το ταχύτερον είτε προ είτε συγχρόνως είτε μετά την υπό των Διοικητικών Αρχών εκτέλεσιν της επιτάξεως». Εξάλλου, στη συνέχεια τα πράγματα εμφανίζονται ακόμη πιο ρητά: Κάθε επίταξη, που έγινε στο διάστημα μεταξύ της 25ης Αυγούστου 1922 και της δημοσιεύσεως του νόμου περί επιτάξεων, κατά την οποία η κατάληψη του ακινήτου από πρόσφυγες είχε λάβει χώρα πριν από την κοινοποίηση της αποφάσεως της επίταξης «λογίζεται έγκυρος και νόμιμος».

Ένα από τα στοιχεία του ζητήματος των επιτάξεων είναι και το θέμα της αποζημίωσης στον δικαιούχο. Το κράτος εκτίμησε, για λόγους προφανείς, ότι για τα επιταγμένα ακίνητα είναι επιβεβλημένο να καταβάλλεται αποζημίωση. Την αποζημίωση στον δικαιούχο την προσδιορίζει ειδική επιτροπή, κάνοντας χρήση κάθε νόμιμου αποδεικτικού μέσου που θα βοηθά στον υπολογισμό της «δίκαιας και εύλογης αξίας» της χρήσεως του ακινήτου, όπως ο νόμος ορίζει. Είναι, άραγε, ποτέ δυνατόν η αποζημίωση να ισοσταθμίζει τις συνέπειες της υποχρεωτικής συγκατοίκησης; Τις πρώτες μέρες της Καταστροφής, στο πλαίσιο του πνεύματος αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας, την πρώτη παροχή στέγης επ' ενοικίω είχαν ακολουθήσει και άλλες προτάσεις. Για παράδειγμα, στο Ελεύθερον Βήμα της Κυριακής 4 Σεπτεμβρίου 1922 είχε ανοίξει στήλη αγνοουμένων προσφύγων, είχε ήδη ξεκινήσει έρανος που υποστηριζόταν από την αρθρογραφία της εφημερίδας, και στις 16 εμφανίστηκε προσφορά γιατρών, εκπαιδευτικών, καλλιτεχνών για ενοικίαση δωματίων σε οικότροφους πρόσφυγες με αντιπροσφορά κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Όταν όμως λίγους μήνες αργότερα η συγκατοίκηση διενεργείται υπό την πίεση του μέτρου της επίταξης, ακόμα και οι καταβολές των αποζημιώσεων δεν επαρκούν ούτε λειτουργούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Έχουν διασωθεί πολλές εγκύκλιοι που παραθέτουν οδηγίες «δια την ταχυτέραν εκτίμησιν των εις ιδιοκτήτας οφειλομένων αποζημιώσεων εξ επιτάξεως ακινήτων των», από τις οποίες τεκμαίρεται ότι υπάρχουν πολλά παράπονα από την πλευρά των δικαιούχων. Πέραν αυτού, η αποζημίωση καταβάλλεται στους δικαιούχους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Όμως, είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες κατατάσσονται από τις κρατικές υπηρεσίες ως «άποροι, εν μέρει ευπορούντες και εύποροι», πράγμα που δημιουργεί την υποχρέωση στον πρόσφυγα να καταβάλει αυτός ο ίδιος την αποζημίωση. Συγκεκριμένα, αν η αρμόδια επιτροπή χαρακτηρίσει κάποιους πρόσφυγες ως εύπορους, η αποζημίωση καταβάλλεται από τους ίδιους εξ ολοκλήρου. Αν χαρακτηριστούν ως «εν μέρει ευπορούντες» η αποζημίωση καταβάλλεται εξ ημισείας από τους ίδιους και από το κράτος. Τούτο όμως έχει άλλες παρενέργειες: Συνδέει τη συγκατοίκηση με οικονομικές δοσοληψίες μεταξύ προσφύγων και αυτοχθόνων και με όλα όσα αυτές συνεπάγονται. Ας αναφέρουμε και πάλι το παράδειγμα μιας παραινετικής προς τις υπηρεσίες εγκυκλίου:

Ιδιαιτέρως τονίζομεν υμίν ότι παρά των οικείων επιτροπών δεν καταβάλλεται η δέουσα προσπάθεια προς εξακρίβωσιν και αναγραφήν εν τω πρακτικώ, του στοιχείου της ευπορίας των ενοικούντων προσφύγων εις το υπό κρίσιν ακίνητον. Η επιτροπή πρέπει να εξελέγχει αυστηρώς την οικονομικήν κατάστασιν των προσφύγων και να υποχρεώνει τους ως εύπορους καταλογισθέντας εκ τούτων εις την καταβολήν του καθορισθέντος κατά μήνα μισθώματος.

Όπως είπαμε, η θεώρηση των προσφύγων «κατά τάξεις» από την πλευρά του κράτους είναι ένα σοβαρότατο θέμα και μια υπόθεση εργασίας που έχουμε κατ' επανάληψιν θίξει στο παρελθόν, σε άλλες έρευνες μας. Προς επίρρωσιν αυτής της άποψης, στο πλαίσιο του ζητήματος της «επίταξης των ακινήτων» και μέσα στην αντιφατικότητα που αυτό δημιουργεί, ας αναφέρουμε την απόφαση να εξώνονται όσοι πρόσφυγες θεωρούνται εύποροι, για παράδειγμα οι πρόσφυγες της πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή περιόδου, το 1914. Στη συνέχεια, μια άλλη εγκύκλιος του Υπουργού Δοξιάδη, της 1ης Ιουνίου του 1923, λέγει, απευθυνόμενη προς τους νομάρχες της επικράτειας:

[...] παρακαλούμεν όπως αναθέσητε εις τας [...] εκτιμητικός Επιτροπάς [...] να επιληφθώσιν [...] του καθορισμού αν οι ένορκοι είναι εύποροι ή άποροι. Και οι χαρακτηρισθησόμενοι εύποροι δέον να υποχρεωθώσιν εις πληρωμήν της εκτιμηθείσης αποζημιώσεως άλλως θα εξώνωνται διοικητικώς, συνωδά τω αυτώ ως άνω Διατάγματι. Φρονούμεν δ' επί του προκειμένου ότι πάντες οι από ετών εγκατεστημένοι ενταύθα πρόσφυγες δέον να θεωρηθώσιν εύποροι και συνεπώς η δια τας παλαιάς επιτάξεις δαπάνη του Δημοσίου σκόπιμον τυγχάνει να διατεθεί εις τους νυν απόρους πρόσφυγας, έχοντας πράγματι ανάγκην εισέτι Κρατικής υποστηρίξεως.

Γνωρίσατε παρακαλώ λήψιν παρούσης.
Εν Αθήναις τη 1η Ιουνίου 1923
Ο Υπουργός           Α. Δοξιάδης

   

 


"Προσφυγικόν ζήτημα εν Ελλάδι"

«Η κατανομή των προσφύγων εγένετο άνευ ουδενός κριτηρίου, ένεκα της σπουδής μεθ' ης, ιδία εκ Μ. Ασίας, εγένετο η μεταφορά αυτών, επικρατησάσης μόνον της απόψεως να διευθύνωνται τα ατμόπλοια εις την εγγυτέραν ελευθέραν γωνίαν και όπου κατά συμπεριφοράν υπετίθετο ότι ευκολώτερα και προχειρότερα θα ήσαν τα μέσα στεγάσεως. Έπεται εκ τούτου ότι ήδη παρίσταται εκ νέου ανάγκη νέων μετακινήσεων του προσφυγικού πληθυσμού, πρώτον ίνα τα μέλη της αυτής οικογενείας επανεύρωσιν άλληλα, δεύτερον δε ίνα συνενωθώσιν επί το αυτό οι κάτοικοι των ιδίων συνοικισμών, χωρίων, κωμοπόλεων».

ΑΥΕ, φακ. Ε, προσφυγικόν ζήτημα εν Ελλάδι, 1923
Άννα Παναγιωταρέα,
Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 148

   

 


Η ΕΑΠ και τα λίγα σπίτια που έκτισε στη Λέσβο

Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων δεν έκτισε στη Λέσβο κανένα προσφυγικό χωριό για τους αγρότες, αφού οι αγρότες πρόσφυγες πήγαν κι εγκαταστάθηκαν στα σπίτια ή στα εξοχικά των Τούρκων ή έκτισαν μικρά οικήματα από πηλό στα χωράφια που, χωρίς τίτλους κυριότητας, τους είχαν δοθεί την άνοιξη του 1923 για να καλλιεργήσουν. Μερικά μόνο σπίτια έκτισε η ΕΑΠ στο χωριό Παναγιούδα και στο χωριό Σκάλα. Για την ικανοποίηση των οικονομικών αιτημάτων τους οι Αϊβαλιώτες πρόσφυγες δεν απευθύνονταν μόνο στις τράπεζες, αλλά και στα πολιτικά γραφεία των προσφύγων βουλευτών, τους οποίους αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «ημετέρους ηγέτας», και απαιτούσαν τη μεσολάβηση τους για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Ο βουλευτής της περιφέρειας τους είχε αντικαταστήσει στη συνείδηση τους το Μικτό Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ή τη Δημογεροντία του τόπου τους. Οι αγρότες Αϊβαλιώτες είχαν συνειδητοποιήσει ότι με την ψήφο τους είχαν πολιτικά δικαιώματα, ήταν «Έλληνες πολίτες» και ότι η λέξη «πρόσφυγας» αφορούσε μόνον την καταγωγή τους και την πρόσκαιρη οικονομική τους κατάσταση, αλλά όχι και τη θέση τους μέσα στο ελληνικό κράτος. Ήταν αυτό ένα ουσιαστικό βήμα για την ένταξη τους στην ελληνική κοινωνία.

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σσ. 160-161

   

 


ΣΤΕΓΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΪΒΑΛΙΩΤΕΣ

Έως το 1925, οι αστοί και οι εργάτες Αϊβαλιώτες, που έμεναν μέσα στη Μυτιλήνη ή στις συνοικίες που δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια, απέκτησαν σχετική οικονομική αυτάρκεια και αντιμετώπισαν με δικά τους μέσα τις οικονομικές ανάγκες τους. Όμως για να επιλύσουν το πρόβλημα της στέγης χρειάστηκε να περάσει τουλάχιστον μια δεκαετία. Η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης έγινε με δική τους πρωτοβουλία, με την αγορά οικοπέδων, όπου ανοικοδόμησαν όπως όπως μικρά σπίτια ή και με την πρόχειρη επισκευή εγκαταλειμμένων σπιτιών που αγόρασαν από τους ντόπιους ή τους παραχωρήθηκαν από την Εθνική Τράπεζα, έναντι της αποζημίωσης που εδικαιούντο από τα ανταλλάξιμα. Η συνεισφορά του ελληνικού κράτους στην επίλυση του στεγαστικού προβλήματος ήταν η παροχή προσφυγικού δανείου, με μικρό επιτόκιο προς τους δικαιούχους, που όμως η εξασφάλιση του απαιτούσε απωθητικές και χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες.

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 165

 

 


ΕΥΠΟΡΟΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ

«Οι άνθρωποι της δικής μας τάξεως όλοι λίγο πολύ κάτι είχαν στην άκρη έξω από τις Κυδωνιές, προβλέποντας την κατάσταση. Καταθέσεις, επενδύσεις ή είχαν αγοράσει ακίνητα. Υπήρχε και το συγγενολόι στην Ελλάδα. Έτσι κανείς μας δεν βρέθηκε στους δρόμους. Η εργασιακή μας αποκατάσταση μας απασχολούσε πρωτίστως και όχι η στέγη» (μαρτυρία Τ. Μουμτζή).

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 173

 

 


ΕΥΠΟΡΟΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ (2)

«Νοικιάσαμε αμέσως σπίτι στην Αχαρνών και δεν είχαμε ανάγκη από καμιά βοήθεια. Το 1940 κτίσαμε το δικό μας σπίτι στη Νέα Σμύρνη. Ο κήπος του μας έθρεψε στην κατοχή. Ο πατέρας μου γρήγορα έγινε κι εδώ πασίγνωστος γιατρός. Ξέρετε οι δικοί μας γιατροί εξακολουθούσαν όλη την ζωή τους να ενημερώνονται για την πρόοδο της επιστήμης τους. Να μείνουμε λοιπόν σε προσφυγικό συνοικισμό ούτε που το σκεφτήκαμε. Κανείς Κυδωνιάτης δεν το καταδέχτηκε. Το κράτος έδινε σπίτι σ' εκείνους που δήλωναν ότι είχαν ανάγκη και οι Κυδωνιάτες δεν είχαν. Κι όσοι είχαν, ήταν περήφανοι και δεν το έλεγαν. Να σε θεωρούν πρόσφυγα στην πατρίδα σου ήταν πολύ βαρύ. Άλλωστε, η Ελβετική Ασφάλεια του πατέρα μου έστειλε αμέσως τα χρήματα» (μαρτυρία Α. Κερεστετζή).

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 173  

 

 


ΕΥΠΟΡΟΙ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ (3)

Οι αστοί Κυδωνιάτες, που από το 1923 κι έπειτα μετανάστευσαν στην Αθήνα, βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από τους συμπατριώτες τους που έμειναν πίσω στη Λέσβο. Κατόρθωσαν με διάφορους τρόπους να βγάλουν από το Αϊβαλί ένα μέρος από τα χρήματα τους ή τα κοσμήματα τους που ρευστοποιώντας το μπόρεσαν να αποκτήσουν στέγη και να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους. Έτσι το πρόβλημα τους ήταν εντελώς διάφορο από εκείνο των προσφύγων που αποφάσισαν να εγκατασταθούν στη Λέσβο. Πρώτο τους μέλημα ήταν η εύρεση εργασίας και όχι η απόκτηση στέγης.

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 172

 

 


"Πρόσφυγες θα ήταν αν πήγαιναν να ζητήσουν άσυλο και προστασία σε άλλη χώρα"

«Η Μυτιλήνη ήταν νησί αποκομμένο. Δεν μπορούσαμε να ριζώσουμε εκεί. Μείναμε ως το '23 ίσως και κάτι μήνες από το '24. Ζήτησα να εργαστώ ως χημικός κοντά σ' έναν συμπατριώτη μας για να μην κάνω άσχετη δουλειά από τις σπουδές μου. Εκείνος μου συνέστησε να δουλέψω στο Πανεπιστήμιο. Έγινα έκτακτος καθηγητής και δούλεψα ως το 1958. Μετά, λόγω της ειδίκευσης μου στην Πυρηνική Φυσική, δούλεψα ως καθηγητής στο Πολυτεχνείο. Ο αδελφός μου Αριστόδημος είναι οικονομολόγος. Ο Ελευθέριος οικονομολόγος στη Νυρεμβέργη. Ο Βασίλης γεωλόγος και ο Πλάτων πολιτικός μηχανικός. Δεν μας ενδιέφερε σε καμιά περίπτωση να στεγαστούμε σε προσφυγικούς συνοικισμούς. Οι Κυδωνιάτες ποτέ δεν είχαν τέτοια επιδίωξη, γιατί δεν ήθελαν να τους λένε πρόσφυγες. Ήταν Έλληνες που έζησαν στην ελληνική Μικρασία, όπως ήταν Έλληνες και όσοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή, σε μια ευρύτερη περιφέρεια του Ελληνισμού και ως Έλληνες επέστρεψαν στη Μητρόπολη, στην Ελλάδα, και όχι ως πρόσφυγες. Είπε κανείς τους Έλληνες εξ Αιγύπτου, όταν τους έδιωξε ο Νάσερ από την Αίγυπτο, τους Κύπριους μετά την Τουρκική κατοχή, όσους κατέφυγαν στην Ελλάδα, 'πρόσφυγες'; Πρόσφυγες θα ήταν αν πήγαιναν να ζητήσουν άσυλο και προστασία σε άλλη χώρα, όπως έκαναν οι Αρμένιοι που ήρθαν το 1922 μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στην Ελλάδα, ξένοι ανάμεσα σε ξένους, με άλλη γλώσσα, ήθη και έθιμα. Μείναμε στην αρχή λοιπόν σε νοικιασμένο σπίτι, ώσπου κτίσαμε το δικό μας» (Π. Κουγιουμτζέλης, συνέντευξη, Αθήνα, Οκτώβριος 1983).

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σ. 173

 

 


"...η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος..."

Η αρμόδια επιτροπή του Υπουργείου Γεωργίας, που φρόντιζε για την αποκατάσταση των προσφύγων, είχε θέσει ένα γενικό κριτήριο για τον τρόπο που θα έπρεπε να γίνει η νέα μετακίνηση και η επιλογή του οριστικού πλέον τόπου εγκατάστασης τους, ώστε να προσαρμοστούν γρήγορα στις νέες συνθήκες της ζωής τους. Η εγκύκλιος που είχε σταλεί στις νομαρχίες ήταν σαφής: «Η Επιτροπή θεωρεί ότι η κατά το δυνατόν ανασύστασις των κοινοτήτων είναι βασικός όρος δια την επιτυχίαν της μονίμου εγκαταστάσεως των προσφύγων. Διότι οι εκ της αυτής κοινότητος κάτοικοι συνδέονται μετ' αλλήλων δια δεσμών αλληλεγγύης, ηθικών και οικονομικών, οίτινες τα μέγιστα διευκολύνουσι την επιτυχίαν της νέας εγκαταστάσεως, μάλιστα όταν λαμβάνεται πρόνοια ώστε αι φυσικαί συνθήκαι του νέου συνοικισμού να είναι παρόμοιοι προς τας συνθήκας του συνοικισμού εν ω ήσαν εγκατεστημένοι ο πρόσφυγες».

Αννα Παναγιωταρέα, ό.π., σσ. 148-149

 

 


ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΑ ΠΟΛΕΩΝ

Πράγματι, η ένταση του στεγαστικού ζητήματος και η έκταση του εποικισμού έθεσαν σε άμεση κίνηση κεντρικούς μηχανισμούς προγραμματισμού, σχεδιασμού και κατασκευής. Κι ωστόσο το συνολικό πρόγραμμα σχεδιασμού των προσφυγικών οικισμών δεν σχετίστηκε άμεσα, ούτε καν έμμεσα, με τον σχεδιασμό των πόλεων. Η αυτονομία των φορέων (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, υπηρεσίες Πρόνοιας κλπ.) οδήγησε σε μια ανεξάρτητη δράση. Έτσι, ενώ εμφανίζεται η πρώτη ουσιαστική εφαρμογή κοινωνικής κατοικίας και οργανωμένης δόμησης στον ελληνικό χώρο και μάλιστα σε μεγάλη έκταση, χάνεται παράλληλα μια ευκαιρία για σχεδιασμό ευρύτερης κλίμακας. Στους αγροτικούς και αστικούς προσφυγικούς οικισμούς η πολεοδομική οργάνωση είναι απλούστατη. Κάθε οικισμός σύμφωνα με το νόμο «ρυμοτομείται προχείρως και χωρίζεται εις οικόπεδα», με αποτέλεσμα να προκύπτουν παραλλαγές απλών ορθογωνικών σχεδίων οικοπεδοποίησης από την επανάληψη του βασικού τύπου που συχνά είναι μοναδικός. Οι προβλεπόμενοι κοινόχρηστοι και κοινωφελείς χώροι είναι ελάχιστοι, συνήθως μορφοποιούνται ως κενά τετράγωνα και προβλέπουν μόνον εντελώς στοιχειώδεις λειτουργίες, δηλαδή σχολείο, εκκλησία και πλατεία, παρόλο που καταλαμβάνουν αδόμητες εκτάσεις στις παρυφές των πόλεων. Αυτό σημαίνει ότι ούτε για το μέλλον υπάρχουν δυνατότητες ανάπτυξης άλλων λειτουργιών. Όσο για τους αστικούς προσφυγικούς οικισμούς, η απόσταση τους από την υπάρχουσα πόλη δημιουργεί προβλήματα ασυνέχειας και αδυναμίας προσαρμογής προς τον υπάρχοντα αστικό ιστό. Ενώ η πολιτεία είχε, θεωρητικά, έτοιμο ένα πλαίσιο παρέμβασης, το οποίο μάλιστα είχε δοκιμαστεί πειραματικά αρκετές φορές και διορθωθεί σύμφωνα με τις ειδικότερες ανάγκες του ελληνικού χώρου, ξαφνικά βρέθηκε υποχρεωμένη να οπισθοχωρήσει.

Χαρακτηριστική είναι η τύχη του προγράμματος του Α. Παπαναστασίου για την ανοικοδόμηση της Ανατολικής Μακεδονίας [...] Με την άφιξη των προσφύγων το 1922, τα πολυάριθμα σχέδια που είχαν εκπονηθεί και ενίοτε εγκριθεί, εγκαταλείφθηκαν. Οι οικισμοί αναπτύχθηκαν στην αρχική τους θέση, σύμφωνα με την εκ των ενόντων εγκατάσταση παλιών και νέων κατοίκων, ή με πρόχειρα και τυποποιημένα σχέδια διανομής οικοπέδων του Υπουργείου Γεωργίας. Οι εξελίξεις μετά το 1923 χαρακτηρίζονται από τη γενικευμένη εφαρμογή σχεδίων, που συνεπάγεται καθοριστικούς συμβιβασμούς και απλουστεύσεις σε σχέση με τις αρχικές «πειραματικές» και υποδειγματικές επεμβάσεις. Μεταξύ 1923 και 1927, σε μια σχεδόν δραματική προσπάθεια, το Υπουργείο Συγκοινωνίας αγωνίστηκε να περισώσει τη γενικότερη πολιτική που μόλις είχε θεσμοποιήσει, βομβαρδίζοντας κυριολεκτικά με έγγραφα όλους τους φορείς που υπεισέρχονταν στην εγκατάσταση των προσφύγων (υπουργεία Δημοσίων Έργων, Υγιεινής και Πρόνοιας, τις νομαρχίες και τις αστυνομικές αρχές), με σκοπό να επιτύχει τουλάχιστον τον συντονισμό των ενεργειών. Στις εγκυκλίους του υπενθυμίζει ότι η ίδρυση προσφυγικού οικισμού δίπλα σε αστικό χώρο ισοδυναμεί ουσιαστικά με επέκταση της πόλης και θα πρέπει να εναρμονίζεται προς το νέο ή το υπό εκπόνησιν σχέδιο, διότι «άλλως θα προκύψουν σοβαρά προβλήματα». Αντίστοιχες παρεμβάσεις και υπομνήσεις γίνονται όταν ελεύθεροι δημόσιοι χώροι, που είτε προτείνονται είτε υπάρχουν και διαφυλάττονται ως δρόμοι, πλατείες κλπ. από τα νέα σχέδια, καταλαμβάνονται από τις τοπικές αρχές για την εγκατάσταση προσφύγων. Δυστυχώς, όσο κι αν το αρμόδιο υπουργείο συνιστά να μην επιτρέπονται σε τέτοιους χώρους παρά μόνον κατ' εξαίρεσιν και «μόνον προχείρου μορφής ξυλόπηκτα παραπήγματα», «ελαχίστων διαστάσεων», «επί θέσεων απόκεντρων», ώστε να μην «παρεμβάλλωσι οιονδήποτε κώλυμα εις την κυκλοφορίαν ή προκαλώσι ζημίας εις λοιπούς κατοίκους ή ιδιόκτητος», οι εκκλήσεις αυτές θα παραμείνουν χωρίς αποδέκτη. Η παράδοξη αυτή διελκυστίνδα συνεχίστηκε μέχρι το 1927, οπότε ο σχεδιασμός και η ανέγερση προσφυγικών οικισμών αφαιρέθηκαν, όχι πλέον σιωπηρά ή έμμεσα, αλλά ρητά και κατηγορηματικά από την αρμοδιότητα του Υπουργείου Συγκοινωνίας και τις ρυθμίσεις του ΝΔ 1923, με ειδικούς νόμους και διατάγματα.

Έτσι με τα ΝΔ του 1927 και 1928 «περί οργανώσεως των Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως», ορίστηκε αρμόδιο το υπουργείο Υγιεινής για την ανέγερση οικημάτων και συνοικισμών, καθώς και σχολείων, εκκλησιών, βιομηχανικών και λοιπών καταστημάτων για την αποκατάσταση και τη στέγαση των προσφύγων «και άνευ της τηρήσεως της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων και πάσης συναφούς προς ταύτην διατάξεως» για το διάστημα της επόμενης τετραετίας. Στο τέλος της τετραετίας επεκτάθηκε για μια ακόμη διετία η δυνατότητα υπέρβασης της νομοθεσίας περί σχεδίων πόλεων. Τέλος, ενώ με το Ν. 6076/1934 υποτίθεται ότι περιορίζεται η παράκαμψη των πολεοδομικών νόμων μόνον εντός των ορίων των υφισταμένων προσφυγικών συνοικισμών, διαιωνίζεται ουσιαστικά η πλήρης αναρχία, με πολυάριθμες, «σοφά» διατυπωμένες παρεκκλίσεις.

   

 


"...στη Νέα Ιωνία υπήρξε πιο συγκεκριμένη η έκφραση της βιομηχανικής πολιτικής της ΕΑΠ." 

Το έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, που αρχικά είχε αναλάβει το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων, συνέχισε η διεθνής Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, η γνωστή ως ΕΑΠ, που, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης, έργο της ήταν η ένταξη των προσφύγων στο κοινωνικό σύνολο, αφού εξασφαλιζόταν, εκτός από τη στέγη, δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Η ΕΑΠ εξαρχής βρήκε τη λύση της ταπητουργίας ως «πανάκεια» και σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό χρηματοδοτούσε την ανέγερση ενός ή περισσοτέρων μεγάλων οικοδομημάτων, ώστε η οικιακή ενασχόληση των προσφύγων να μετατραπεί σε σύγχρονη βιομηχανική διαδικασία. Αντίθετα από τους άλλους οικισμούς, στη Νέα Ιωνία υπήρξε πιο συγκεκριμένη η έκφραση της βιομηχανικής πολιτικής της ΕΑΠ. Βέβαια, είναι γνωστό ότι η ΕΑΠ κατηγορήθηκε για την αναποτελεσματικότητα που είχε στον τομέα αυτό και πολλοί ερευνητές θεώρησαν ότι αρνήθηκε να ασχοληθεί με το θέμα.

Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία  Παράμετρος της αστικής εγκατάστασης», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σ. 149

   

 


  ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΕΡΙΘΑΛΨΕΩΣ ΚΑΙ ΕΑΠ

Το Τ.Π.Π. (Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων) ιδρύθηκε με το ΝΔ 311/1922 Το Τ.Π.Π. παρέδωσε στην ΕΑΠ στις 31 Οκτωβρίου 1923 και συνεργάστηκε μαζί της ως το 1925, παραδίδοντας της 10.435 οικήματα. Η ΕΑΠ ιδρύθηκε στις 13/10/1923, ΦΕΚ 289.

Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση των προσφύγων στη Νέα Ιωνία», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σ. 158

 


Η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΧΩΡΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Με την ιστορική ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών ενάμισυ περίπου εκατομμύριο Ελλήνων προσφύγων κατακλύζει την Ελλάδα. Μέσα σ' αυτούς πρέπει να υπολογιστούν 170.000 Έλληνες που ήλθαν από τη Βουλγαρία σύμφωνα με την ελληνοβουλγαρική σύμβαση του Νεϊγύ της 27 Νοεμβρίου 1919, καθώς και από τις περιοχές του Καυκάσου και της μεσημβρινής Ρωσίας, από τη Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, Δωδεκάνησα. Επίσης στην Ελλάδα έγιναν δεκτοί και 50.000 Αρμένιοι πρόσφυγες. Οι περισσότεροι Έλληνες πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, οι οποίοι ως τότε κατοικούσαν τις ακτές του Ευξείνου Πόντου, στις αρχαίες πατρίδες τους, στη Σωζόπολη, στον Πύργο, στην Αγχίαλο, Μεσημβρία κλπ., ή στο εσωτερικό της χώρας, στη Φιλιππούπολη, Στενίμαχο κλπ., καθώς και οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες της Τουρκίας (Ανατολικής Θράκης και Μικρός Ασίας) εγκαταστάθηκαν στους οικισμούς των Βουλγάρων και των Τούρκων της ελληνικής Μακεδονίας, ενώ αυτοί στις ελληνικές περιοχές της Βουλγαρίας και της Τουρκίας. Ο μικρός αριθμός των Σέρβων που είχαν καταφύγει στην ελληνική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου 1914-1918 επέστρεψαν στη Γιουγκοσλαβία, ενώ οι Έλληνες των Σκοπίων, του Κρουσόβου, του Περλεπέ, του Μοναστηρίου κλπ. άρχισαν να διαρρέουν στα χωριά και στις πόλεις της ελληνικής Μακεδονίας, προ πάντων στη Θεσσαλονίκη, όπου με συλλόγους συντηρούν ακόμη ως σήμερα τις αναμνήσεις, τα ήθη και έθιμα των μακρινών πατρίδων τους. Όσοι έμειναν με τη θέληση τους είτε στη Βουλγαρία είτε στη Γιουγκοσλαβία αφομοιώνονται βαθμιαία από το ξένο περιβάλλον.

Για πρώτη φορά στη μακραίωνη ελληνική ιστορία παρατηρείται η συμπύκνωση των ελληνικών πληθυσμών στην ελληνική χερσόνησο και οριστική εγκατάσταση αυτών σ' αυτήν. Διακόσιες περίπου χιλιάδες ήλθαν μόνον από την Κωνσταντινούπολη και από την περιοχή της, αλλ' αυτοί είχαν φύγει με σχετική άνεση. Οι αστοί αυτοί εγκαταστάθηκαν σε ορισμένες πόλεις του ελληνικού κράτους, χωρίς να δημιουργήσουν προβλήματα σ' αυτό. Οι υπόλοιποι όμως, 1.300.000, είχαν ανάγκη από περίθαλψη και έπρεπε να ληφθεί γι' αυτούς κάποια μέριμνα: να τραφούν, να βρουν εργασία και να γίνουν χρήσιμα στοιχεία στον τόπο. Στον αγώνα αυτόν για την εγκατάσταση των προσφύγων βρήκε το ελληνικό κράτος πολύτιμο επίκουρο την Κοινωνία των Εθνών. Αυτή θέτει στη διάθεση του τα κατάλληλα πρόσωπα, μορφωμένους τεχνικούς και οικονομολόγους και την ηθική της ενίσχυση για να βοηθήσουν την Ελλάδα στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης. Έτσι συνάπτεται το δάνειο των 12.300.000 λιρών και ιδρύεται ο διεθνής οργανισμός ΕΑΠ (Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων), η οποία σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές περάτωσε το έργο της μέσα σε 7 χρόνια (τέλη Νοεμβρίου 1923  τέλη 1930). Κανένα παρόμοιο παράδειγμα δεν υπήρχε ως τότε στην ιστορία μιας τόσο εκτεταμένης αποκαταστάσεως προσφύγων. Η ΕΑΠ δαπάνησε συνολικά για την εγκατάσταση των γεωργών προσφύγων 3.518.471,339 λίρες στερλίνες, από τις οποίες 1.033.265,186 για το κτίσιμο νέων οικισμών, 564.121,953 για την προμήθεια κατοικίδιων ζώων, 122.680,407 για εργαλεία και γεωργικά μηχανήματα, 641.733,895 ως προκαταβολές σε είδη και ρευστό χρήμα. Επί πλέον δαπανήθηκαν 376.864,446 για έργα κοινωφελή, για τις υπηρεσίες υγιεινής, κτηματογραφήσεως και διοίκησεως. Η εγκατάσταση των αγροτών προφύγων, συνολικά 143.239 οικογενειών, περατώθηκε κατά τον Ιούνιο του 1926.

Οι πρόσφυγες ριζώνουν και προσαρμόζονται γρήγορα στη νέα τους πατρίδα, αναπτύσσουν δραστηριότητα σε όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής και συνεργάζονται αδελφικά με τους άλλους Έλληνες. Το έθνος ενωμένο ξεχύνεται ορμητικά προς τα εμπρός. Ο δείκτης των γεννήσεων αυξάνεται: από 5,76 στους 1.000 κατοίκους στα 1922 φθάνει στα 13,18 στα 1931. Η καλλιέργεια της γης από 12.000 τ.χ. του 1923 ξαπλώνεται σε 19.000. Χαρακτηριστικός είναι ο αυξανόμενος αριθμός των γεωργικών μηχανών. Η παραγωγή των δημητριακών από 624.000 τόννους στα 1923 ανεβαίνει στους 880.000 στα 1928 και γενικά η αξία της όλης γεωργικής παραγωγής από 7.000.000.000 δρχ. στις 12.000.000.000 δρχ.

Απ. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία, ό.π., σσ. 381383  


 


"...στην περιοχή του Αιγάλεω θα κτιζόταν προσφυγικός συνοικισμός..."

Κι ενώ πολλοί Κυδωνιάτες δεν αντιμετώπιζαν άμεσο πρόβλημα στέγης, όπως άλλοι αστοί Μικρασιάτες, το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών με την αρμόδια Υπηρεσία Στεγάσεως Προσφύγων αποφάσισε το 1955 ότι στην περιοχή του Αιγάλεω θα κτιζόταν προσφυγικός συνοικισμός με την επωνυμία «Νέαι Κυδωνίαι», στον οποίο θα έπαιρναν μικρά διαμερίσματα κατά πλειοψηφία δικαιούχοι από την περιοχή των Κυδωνιών. Η τυπική διαδικασία που ακολουθούσε το υπουργείο, μόλις εξοικονομούσε κάποια δημόσια κτήματα ή απαλλοτρίωνε άλλα, ήταν να τα διαθέτει στην Υπηρεσία Στεγάσεως Προσφύγων. Η Υπηρεσία, με μειοδοτικό διαγωνισμό, ανέθετε σε κατασκευαστική εταιρεία την οικοδόμηση των προσφυγικών πολυκατοικιών και σύμφωνα με τις αιτήσεις που είχαν υποβληθεί για την παροχή στέγης κλήρωνε στους δικαιούχους τα μικρά διαμερίσματα. Η απόφαση, όμως, που αφορούσε τους Κυδωνιάτες πάρθηκε χωρίς να ερωτηθούν οι ίδιοι ή το ανεπίσημο συλλογικό όργανο που είχαν ιδρύσει, ένα είδος παραρτήματος του Μεικτού Εκκλησιαστικού Συμβουλίου της Μυτιλήνης στην Αθήνα, για να τους παρέχει πιστοποιητικά και έγγραφα απαραίτητα για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης.

Άννα Παναγιωταρέα, ό.π., σσ. 173-174

 

 


ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΠΟΛΕΩΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΚΛΙΜΑΚΑΣ

Όπως προκύπτει και μόνον από την απλή παράθεση των αριθμών, οι βορειοελλαδικές πόλεις υφίστανται σημαντικές πληθυσμιακές αλλαγές, οι οποίες, προστιθέμενες στον «κλονισμό» της ένταξης τους στο ελληνικό κράτος ελάχιστα χρόνια πριν, απαιτούν άμεσες σχεδιαστικές αναπροσαρμογές. Σε πείσμα της παράκαμψης του από άλλους φορείς, το Υπουργείο Συγκοινωνίας θα επιχειρήσει να προωθήσει τις γενικότερες πολεοδομικές του απόψεις και θα εκπονήσει σχέδια για όλες. Τα σχέδια αυτά θα υποστούν επανειλημμένες προσαρμογές και, για μιαν ακόμη φορά, θα λειτουργήσουν απλώς ως νομιμοποιητικό πλαίσιο για τους ήδη πραγματοποιημένους προσφυγικούς οικισμούς.

Παράλληλα, το υπουργείο προσπαθεί με κάθε τρόπο να ευαισθητοποιήσει κυβερνητικούς και κοινωνικούς φορείς πάνω στα προβλήματα που θα δημιουργήσουν μακροπρόθεσμα η «πολυαρχία» και η ολοκληρωτική απουσία τεκμηριωμένων μελετών για την ανάπτυξη των πόλεων. Ο Α. Δημητρακόπουλος αναφέρει τη δραστηριότητα του υπουργού Χρηστομάνου, ο οποίος συνεκάλεσε συσκέψεις οικονομικών και τεχνικών παραγόντων το 1929, υποστηρίζοντας ότι, για να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα οποιαδήποτε μελέτη ή προσπάθεια, «έπρεπε προπαντός να υπαχθή η προσφυγική εγκατάστασις, εις ό,τι αφεώρα το πολεοδομικόν μέρος, εις τας γενικός διατάξεις του Κράτους [...] και να αφέθη η διοίκησης ελευθέρα να θέση φραγμούς εις την αυθαίρετον εκτός της πόλεως δόμησιν». Η προσπάθεια του Χρηστομάνου υπήρξε άκαρπη. Στην πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής παρίσταντο 23 προσωπικότητες, ενώ στις επόμενες ο αριθμός των παρισταμένων μειωνόταν συνεχώς με αποτέλεσμα να παραμείνουν τέσσερα μέλη. Η επιτροπή διαλύθηκε εκ των πραγμάτων, η προσφυγική στέγαση και η αυθαίρετη δόμηση εξακολούθησαν με τους ίδιους ρυθμούς. Εν γένει, κατά το Δημητρακόπουλο, επικράτησε η «πολιτική άποψις...» για τα αποτελέσματα, στον χώρο της οποίας οι ελληνικές πόλεις προσφέρουν έκτοτε άφθονες μαρτυρίες.

Το αποτέλεσμα που προκύπτει, παρά τις αντιδράσεις και τις τεκμηριωμένες αναλύσεις των τεχνικών του Υπουργείου Συγκοινωνίας, είναι η παρατεινόμενη  διαιωνιζόμενη αγροτοποίηση των αστικών χωρών. Ενώ τα εγκεκριμένα σχέδια εξυπηρετούν μόνον ατομικές (δικαιολογημένες ή όχι) ανάγκες.

Κι έτσι θα παρατηρηθεί το παράδοξο ως διαδικασία και ατελέσφορο ως προς τους αρχικούς στόχους: το φιλόδοξο έργο των, και κοινωνικά, ευαίσθητων τεχνοκρατών του Υπουργείου Συγκοινωνίας για έναν πολεοδομικό σχεδιασμό που θα συνδύαζε αναπτυξιακούς στόχους και σύγχρονες χωρικές και λειτουργικές απαιτήσεις με μεταρρυθμιστικές συνιστώσες, να τεθεί σε εφαρμογή στις πόλεις της Βόρειας Ελλάδας υποκύπτοντας στις ανάγκες του επείγοντος, αφού προηγουμένως ακρωτηριάσθηκε και απογυμνώθηκε από την κοινωνική σκέψη που το υποστήριζε. Ως φαίνεται, όσο κι αν οι ανάγκες για την εγκατάσταση προσφύγων από τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού κράτους κινητοποίησαν και τροφοδότησαν τη σύνταξη πολεοδομικών νόμων και μηχανισμών, συνέβαλαν παράλληλα στην ακύρωση τους, χαρίζοντας στη νεοελληνική πόλη ένα μόνιμο χαρακτήρα προσφυγούπολης.

Αλέκα Καραδήμου  Γερολύμπου, «Προσφυγική εγκατάσταση και ο ανασχεδιασμός των Βορειοελλαδικών πόλεων, 1912/1940»,στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 101-103  

 

 


Η ελληνοτουρκική προσέγγιση (1930)

Η σύμβασις της 10ης Ιουνίου 1930 υπέστη δριμύτατην κριτικήν εκ μέρους της αντιπολιτεύσεως. Οι Τσαλδάρης και Καφαντάρης έψεξαν τον Βενιζέλον, ότι προέβη εις παραχωρήσεις, χωρίς να λαβή πολιτικά ανταλλάγματα. Ο Βενιζέλος ημφεσβήτησεν ότι η Ελλάς υπέστη θυσίας δια της συμφωνίας. Ημφεσβήτησεν ότι η αξία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών υπό των Ελλήνων εις Τουρκίαν ήτο μεγαλύτερα από την αξίαν των εγκαταλειφθεισών υπό των Τούρκων. Υπεστήριξεν ότι και εξωγκωμένα ενεφανίζοντο υπό των δικαιούχων τα ενεργητικά, ότι η αξία των εγκαταλειφθεισών περιουσιών εξέπεσε μετά την αναχώρησιν του ελληνικού στοιχείου, ότι αι ελληνικαί περιουσίαι εν Τουρκία απετελούντο από κινητάς αξίας, κατά το πλείστον, αι οποίαι δεν επροστατεύοντο από την Συνθήκην της Λωζάννης, ενώ, αντιθέτως, αι εν Ελλάδι τουρκικαί ήσαν αποκλειστικώς ακίνητοι. Τέλος, και αυτό ήτο το σοβαρώτερον επιχείρημα, ετόνισεν ότι, ως προέκυψεν από την πείρα επτά ετών, η εκτίμησις των εκατέρωθεν περιουσιών θα απήτει πολλάς δεκαετίας, χωρίς και να είναι βέβαιον ότι το αποτέλεσμα της εκτιμήσεως θα ήτο ευνοϊκόν δια την Ελλάδα.

 Εις την επίκρισιν του Τσαλδάρη, ότι δεν ελήφθη πρόνοια προστασίας των ελληνικών μειονοτήτων εν Τουρκία, απήντησεν ότι «οι Έλληνες της Τουρκίας, είτε ραγιάδες, είτε πολίται Έλληνες, θα τύχουν υποστηρίξεως εκ μέρους της τουρκικής κυβερνήσεως, αναλόγως προς την ανάπτυξιν των φιλικών και στενών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών».

Ως προς το πολιτικόν αντάλλαγμα, υπεσχέθη ότι τούτο δεν θα εβράδυνε να δοθή.

Ο Βενιζέλος, εξ άλλου, ηρνήθη να δεχθή την αξίωσιν που διετύπωσαν ωρισμένοι προσφυγικοί κύκλοι, όπως το ελληνικόν κράτος υποκατασταθή εις όλας τας υποχρεώσεις τας οποίας η Τουρκία υπείχεν εκ της συμβάσεως περί ανταλλαγής ως προς την ανταλλάξιμον περιουσίαν. Εις την συνεδρίασιν της Βουλής της 25ης Ιουνίου 1930, κατά την οποίαν εξέθεσεν εν όλη του τη εκτάσει το προσφυγικόν ζήτημα, απέδειξεν ότι οι πρόσφυγες είχον λάβει κατά μέσον όρον το 15% της εν Τουρκία περιουσίας των, ότι τοις εξησφαλίσθη η απόκτησις στέγης και ότι δια την αποκατάστασιν και περίθαλψίν των το κράτος είχε δαπανήσει 30.290 εκατομμύρια δραχμών, δηλαδή περί τα 80 εκατομμύρια χρυσών λιρών. Ο Βενιζέλος, κατά την συνεδρίασιν ταύτην, υπεστήριξεν ότι η Ελλάς ανέλαβε δια της συνθήκης περί ανταλλαγής την υποχρέωσιν να χρησιμοποίηση την εις το έδαφος της ανταλλάξιμον περιουσίαν δια την αποζημίωσιν των προσφύγων και ότι την υποχρέωσιν της ταύτην την εξεπλήρωσεν. Αλλ' οσονδήποτε και αν ήτο επαχθής δια την Ελλάδα η σύμβασις της 10ης Ιουνίου, τίποτε το καλύτερον δεν ημπορούσε να πραγματοποιηθή. Η Τουρκία εζήτει, ευθύς εξ αρχής, τον πλήρη συμψηφισμόν. Η Ελλάς αντεπρότεινεν όπως τα ουδέτερα μέλη της Μικτής Επιτροπής Ανταλλαγής αναλάβουν την εφαρμογήν συνοπτικού και συνολικού συστήματος εκτιμήσεως. Η τουρκική κυβέρνησις απεδέχθη, τελικώς, την ελληνικήν πρότασιν, τα ουδέτερα δε μέλη υπέδειξαν τον γενικό συμψηφισμόν. Να ηρνείτο η Ελλάς την υπόδειξιν ταύτην; Η τουρκική κυβέρνησις δεν είχε κανένα λόγο να βιάζεται. Αντιθέτως, η εκκρεμότης της έδιδε την ευκαιρίαν να δυσχεραίνη ακόμη περισσότερον την θέσιν των 110.000 Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι θα εξηναγκάζοντο να καταφύγουν εις την Ελλάδα, θα ημπορούσαμεν να υποστώμεν το νέον αυτό προσφυγικόν κύμα; Και ήτο συμφέρον να κενωθή η Κωνσταντινούπολις από τους Έλληνας, έναντι της αβέβαιος προοπτικής που παρείχεν η παράτασις της εκκρεμότητας επί του ζητήματος των εκτιμήσεων;

Ο Ελ. Βενιζέλος δεν ανήκεν εις την κατηγορίαν των ανθρώπων που εδίσταζον να αναλάβουν ευθύνας. Άλλωστε, όταν η Ελλάς είχε βαστάσει το βάρος της Μικρασιατικής καταστροφής, όταν είχεν υποστή τόσας θυσίας εις άψυχον και έμψυχον υλικόν, ποίαν αξίαν ημπορούσαν να έχουν μερικαί εκατοντάδες χιλιάδων λιρών, όταν δια της θυσίας αυτής επετυγχάνετο ένας ευρύτερος διακανονισμός των ελληνοτουρκικών σχέσεων, εγεφυρούτο το από αιώνων χάσμα μεταξύ των δύο λαών και το Αιγαίον πέλαγος μετετρέπετο από χωριστικόν όριον εις συνδέουσαν γέφυραν;

Εάν ο Βενιζέλος δεν ανελάμβανε την ευθύνην της οριστικής εκκαθαρίσεως του κυκεώνος των οικονομικών διαμφισβητήσεων μεταξύ των δύο χωρών, εάν άφηνε τα πράγματα να κυλούν όπως προέβλεπαν αι μέχρι τότε συμβάσεις, αι ελληνοτουρκικαί σχέσεις καθημερινώς θα εδηλητηριάζοντο, η καχυποψία αμοιβαίως θα εγένετο εντονωτέρα, η προσφυγή εις τους εξοπλισμούς θα καθίστατο αναπόφευκτος, με αποτέλεσμα την επιβάρυνσιν της Ελλάδος δια ποσών θετικώς μεγαλύτερων από την αρνητικήν ζημίαν που υπέστη δια της παραιτήσεως από μιας αξιώσεως αμφιβόλου βασιμότητας. Το θέμα ήτο: Εσύμφερεν ή όχι την Ελλάδα να λησμονήση το παρελθόν και να επιδίωξη ειλικρινώς την αποκατάστασιν φιλικών σχέσεων με την Τουρκίαν; Εσύμφερεν ή όχι να μεταβληθή ο προαιώνιος εχθρός εις φίλον; Εφ' όσον η απάντησις εις το ερώτημα τούτο θα ήτο καταφατική, η συμφωνία της 10ης Ιουνίου παρουσιάζετο ως το καλύτερον δυνατόν πρώτον βήμα δια την συμφιλίωσιν με την Τουρκίαν. Οι επικριταί, άλλωστε, του Βενιζέλου, όπως απέδειξεν η μετά ταύτα πολιτική των, επίστευον ότι η συμφωνία εκείνη ήτο κατά βάσιν ορθή.

Το επιστέγασμα της επελθούσης συνεννοήσεως ήτο το ταξίδιον του Έλληνος πρωθυπουργού εις Άγκυραν, κατόπιν προσκλήσεως της τουρκικής κυβερνήσεως, και η υπογραφή του συμφώνου φιλίας, ουδετερότητας και διατησίας.

Γρ. Δάφνη, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων (1923-1940), τόμ. Β', εκδ. Κάκτος, Αθήνα 1997, σσ. 66-68

 

 

   
   

 

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ
ΠΡΟΒΛΕΠΟΤΑΝ Η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
Η ΑΝΑΛΛΑΓΗ ΙΣΧΥΕ ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ
ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΕΝΕΔΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΤΑΛΛΑΞΙΜΟΥΣ
ΘΑ ΕΧΑΝΑΝ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΑΠΟΚΤΟΥΣΑΝ ΤΗΝ ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΟΠΟΥ ΘΑ ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΝΤΟ
ΕΙΧΑΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΤΟΥΣ
ΜΠΟΡΟΥΣΑΝ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΑΠΌ ΤΗ ΧΩΡΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΙΣΗΣ ΑΞΙΑΣ ΜΕ ΑΥΤΉ ΠΟΥ ΘΑ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΠΑΝ.
Η ΜΕΙΚΤΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΘΑ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΕ ΤΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥΣ

Πηγή όγδοη

ΣΥΜΒΑΣΙΣ

Αφορώσα την ανταλλαγή των Ελληνο – τουρκικών πληθυσμών και Πρωτόκολλον, υπογραφέντα την 30ην Ιανουαρίου 1923. Η Κυβέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και η Ελληνική Κυβέρνησις συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων. 

Άρθρον 1

Από της 1ης Μαϊου 1923, θέλει διενεργηθεί η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων Ελληνικού Ορθοδόξου θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων Μουσουλμανικού θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών.

Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσι ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.....

(ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ)

 

... Και η αντίδραση των προσφύγων

«...η Ανταλλαγή...πλήττει καίρια την παγκόσμια συνείδηση και την παγκόσμια ηθική...είναι αντίθετη προς τα ιερότερα δικαιώματα του ανθρώπου, της ελευθερίας και ιδιοκτησίας...το σύστημα της Ανταλλαγής αποτελεί νέα και κεκαλυμμένη μορφή αναγκαστικού εκπατρισμού και αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να θέσει σε εφαρμογή παρά τη θέληση των πληθυσμών...

(21-1-1923, ΨΗΦΙΣΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ)

 

                                                                                                                                                          

 

   

 

ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΕΓΙΝΑΝ
   ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΕΜΕΙΝΑΝ ΜΕ ΤΗ ΠΙΚΡΙΑ ΌΤΙ ΠΑΝΩ ΑΠΌ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥΣ ΜΠΗΚΑΝ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
 
ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Πηγή ένατη)

 

ΜΙΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗ ΠΡΟΣΦΥΓΑ
http://users.otenet.gr/~tdala/aslan.htm   

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΘΟΔΩΡΟΥ Δ. ΔΑΛΑΚΟΓΛΟΥ

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια είναι η ιστορία της ζωής του μπάρμπα Αναστάση Ασλάνογλου.

Δεν μπορείς να το χαρακτηρίσεις σαν αυτοβιογραφία όπως το χαρακτήρισε ο ερευνητής του ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Ερμόλαος Ανδρεάδης, που κατέγραψε την ιστορία που του διηγήθηκε ο μπάρμπα Τάσος, το 1964. Και αυτό γιατί μέσα στις διηγήσεις του, μπλέκονται τα πραγματικά γεγονότα με φανταστικές ιστορίες που έπλασε ο μπάρμπα Τάσος, γιατί του φάνηκαν λίγα τα όσα πέρασε και έπρεπε πλουτιστεί λίγο η ιστορία για να γίνει πιο ενδιαφέρουσα.

Ο ανατολίτης παραμυθάς, σε όλο του το μεγαλείο. Και ας μη βιαστούν να γελάσουν, όσοι τον ξέρουν , με τις φανταστικές ιστορίες που διηγείται, πως τάχα του συνέβησαν. Γιατί αυτή η ικανότητα των Ελλήνων να δένουν τη πραγματικότητα με το παραμύθι, είναι που κρατάει τη φυλή μας όρθια, από την εποχή του Ομηρου, με εκείνα τα υπέροχα μοναδικά παραμύθια του, ως τις μέρες μας.

Θυμάμαι όταν ξεκίνησα να συγκεντρώνω στοιχεία για την ιστορία της Αναβύσσου και των Αναβυσσιωτών, όταν ήρθε για πρώτη φορά ο μπάρμπα Τάσος να αρχίσουμε να γράφουμε στο μαγνητόφωνο τις αναμνήσεις του. Κρατούσε στα χέρια μερικές παλιές φωτογραφίες και ένα μικρό δακτυλογραφημένο βιβλιαράκι, που απέξω έγραφε χειρόγραφα ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ.

-Εδώ μέσα γράφει όλη μου τη ζωή, είπε, αλλά αμέσως θυμήθηκε ότι εγώ είμαι πατριώτης του και ξέρω την ιστορία του, χαμογέλασε και μουρμούρισε.

-Ε, έβαλα και μερικά παραπάνω για να έχει ενδιαφέρον.

Οταν του είπα ότι μπορώ να του το ξανατυπώσω πιο όμορφο και να έχει μέσα και φωτογραφίες, έκανε χαρά σαν παιδί. Ερχόταν κάθε μέρα με καινούργιες φωτογραφίες που ανακάλυπτε, μέχρι και φωτογραφίες με την κορνίζα τους έφερε, και έκανε σχέδια πως θα τις τοποθετήσουμε στις σελίδες. Φαντάζομαι τι θα τράβηξε η εγγονή του η Στέλλα, που είχε αναλάβει να περάσει το κείμενο στο κομπιούτερ και αργούσε να το τελειώσει.

Ο Ερμόλαος Ανδρεάδης που είχε κάνει τη δακτυλογράφηση του κειμένου της ιστορίας που του είχε διηγηθεί ο μπάρμπα Τάσος τον Αύγουστο το 1964, είχε διατηρήσει, τη σύνταξη και τη μορφή του λόγου της διήγησης. Και εμείς τώρα κρατάμε αναλλοίωτη την πρώτη εκείνη γραφή, χωρίς να διορθώσουμε ούτε την ορθογραφία. Ισως παραξενέψει κάπως η σύνταξη τον αναγνώστη που δε γνωρίζει, αλλά εμείς οι συμπατριώτες του, καταλαβαίνουμε ότι μιλά ο μπάρμπα Τάσος.

Ακούστε το λοιπόν.

Μια φορά και ένα καιρό ....

 ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ 

Η καταγωγή μου απ τη Μικρασία , το χωριό μου Ενεχιλ , γεννήθηκα στο Ενεχιλ.
Το χωριό μας αποτελείται από 500 οικογένειες, 300 οικογένειες Ελληνες και 200 Τούρκοι.
Εγώ από 7 χρόνων επήγαινα στο ελληνικό σχολείο και διαβάζαμεν Ελληνικά γράμματα και Τούρκικα γράμματα και Γαλλικά γράμματα. Έξω από το σχολείο μιλάγαμεν τούρκικα και όλοι οι Ελληνες ήταν εγγράμματοι και οι Τούρκοι 90% αγράμματοι. Εγώ ως που να γίνει Ανταλλαγή επήγαινα σχολείο, μετά το 1924 έγινε Ανταλλαγή και ήρθαμε εις την Ελλάδα. Ο πατέρας μου και η μάνα μου πέθαναν εις την Ελλάδα, ο παππούς μου πέθανε στην Τουρκία, επίσης και ο παππούς μου, δηλαδή της μάνας μου ο πατέρας. Εγώ όταν τον γνώρισα ήμουνα 8 χρονών. Η γιαγιά μου όμως, της μάνας μου η μάνα ήταν μητριά. Όταν φύγαμε από την Τουρκία η γιαγιά μου έμεινε εκεί με δύο κορίτσια.

Υμείς όταν φύγαμε από το χωριό ήρθαμε στην Νίγδη, κωμόπολις είναι εκεί, καθήσαμεν δύο μήνες, ώσπου να έρθη η Ελληνική Επιτροπή. Ομως τα δύο κορίτσια τα πήραμεν κοντά μας, επειδή η γιαγιά μου που έμεινε στο χωριό ήθελε να γίνει Τουρκάλα και δεν ήθελε να αφήση τα κορίτσια. Γι' αυτό το λόγο πήραμε κοντά μας τα κορίτσια.

Μετά 20 ημέρες τα χάσαμεν και τα δύο τα κορίτσια από τη Νίγδη, δεξιά και αριστερά ερωτάμε δεν βρέθηκαν. Μετά τρεις ημέρες μάθαμε ότι ένας Τούρκος ήρθε από το χωριό τάκλεψε και έφυγε.

Αλλα ο πατέρας μου αποφάσισε να πάγη για να τα φέρη πίσω. Κι ένας Τούρκος φίλος του πατέρα μου λέγει, να μη πάς στο χωριό , διότι οι Τούρκοι θα σε σκοτώσουν. Γι' αυτό το λόγο φοβήθηκε ο πατέρας μου και δεν πήγε. Μετά, 20 του μηνός Ιουλίου, ήρθε μικτή επιτροπή στη Νίγδη και και μας γράψανε. Οσοι βρέθηκαν οι Ελληνες στην Νίγδη μας ταξιδεύσανε ως την Ελλάδα.

Πρώτα από την Νίγδη ήρθαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό. Αυτός ο σταθμός λεγότανε Ουλούκισλα την νύκτα εφθάσαμεν εκεί, ήρθε το τραίνο και ακόμα δεν ξέραμε τραίνο τι είναι. Ολοι τρέξαμε για να δούμε , τι πράγμα είναι.

Μόλις φθάσαμε κοντά στο τραίνο από μέσα βγαίνανε Τούρκοι πρόσφυγες. Αρχίσανε και μιλάγανε ελληνικά και μεις νομίζαμε ότι ήρθαμε στην Ελλάδα. Ημεις από ελληνικά καθόλου , ούτε και αυτοί ξέρανε τούρκικα, για να μιλάμε τέλος πάντων.

Μετά μόλις κατεβήκανε απ' το τραίνο άρχισαν να μας δέρνουν. Και μεις τα χάσαμε, που να κρυφτούμε δεν ξέραμε. Ευτυχώς ο αρχηγός μας ήταν γερός, σταλμένος από την Επιτροπή της Νίγδης. Λέγει αυτός: Ακούτε παιδιά, αυτό που κάνατε δεν είναι καλό, διότι και αυτοί που θα πάνε στην Ελλάδα τα ίδια θα κάνουν στον αδελφό σας. Σας αρέσει αυτό το πράγμα που κάνετε; Γι αυτό να σκεφθήτε αμέσως. Ενας π' αυτούς λέγει "Βέβαια δεν είναι σωστό διότι ακόμα πίσω τόσοι Τούρκοι υπάρχουν. Να σκεφτούμε μόνοι μας, λέγει ο μουχτάρης.

Μετά ησυχάσανε τα πράγματα, αλλά ώσπου να ησυχάσουν, πολλά κεφάλια σπάσανε.

Μεσάνυχτα μας βάλανε στο τραίνο και ήρθαμε στην Μερσίνα. Εκεί καθίσαμε 15 ημέρες. Μετά ήρθε καράβι ελληνικό και μας έβγαλε στο Αγιογιώργη του Πειραιώς. Εκεί μας κρατήσανε 14 μέρες καραντίνα . Μας κόψανε τα μαλλιά μας και τους άνδρες και τις γυναίκες. Κι έπειτα δεν γνώριζαν ποιός είναι άνδρας και ποια είναι γυναίκα, διότι ήταν όλοι χωρίς μαλλιά.

Και μετά ήρθε (διαταγή) για να φύγωμεν απ εκεί. Ηρθε το καράβι για να πάρει τον κόσμο.

Καθώς ανέβαιναν από τη σκάλα του καραβιού από το πολύ το βάρος η σκάλα έσπασε και όσοι ήταν επάνω πέσανε όλοι στη θάλασσα. Αμέσως το καράβι άρχισε να σφυράγει για βοήθεια και δεν αργήσανε τα μικρά βαποράκια να φθάσουν κοντά στο καράβι, για να σώσουν τον κόσμο. Ομως ο περισσότερος κόσμος, άνδρες και γυναίκες πνιγήκανε διότι δεν ξέρανε να κολυμπήσουνε και μείναμε από κάτω. Μετά βγάλανε το πτώματα τους.

Οι άλλοι , ο κόσμος, κλάματα φωνές. Αλλος φώναζε "μάνα μου" και άλλοι φωνάζανε "αδελφάκι μου" και εκείνη την ώρα είχε γίνει μιά αναμπουμπούλας σα να γίνηκε Δευτέρα Παρουσία. Τέλος πάντων μετά το κακό σε όσους μείναμε στο καράβι μας μοιράσανε από ένα ψωμί , για να πάμε στο προορισμό μας

Και τράβηξε την νύκτα κατ' ευθείαν εις την Ηπειρο στο σύνορο της Αλβανίας. Μόλις φτάσαμε εις την Ηγουμενίτσα μας εβγάλανε απ' το πλοίο.

Βγήκαμε έξω. Στο μεταξύ, οι Αλβανότουρκοι όλοι κρυφτήκανε στα σπίτια τους, διότι πριν να βγούμεν εμείς απ' το πλοίο δώσανε μία διάδοση στους Τούρκους, ότι οι πρόσφυγες είναι αγριάνθρωποι, διότι και εις την Τουρκία οι Τούρκοι πολλά βάσανα κάνανε στους Ελληνες. Γι αυτό το λόγο θα κάνουνε μεγάλο κακό στους Τούρκους που είναι εδωπέρα και οι Τούρκοι τρέμανε.

Μόλις βγήκαμε έξω στην Ηγουμενίτσα , βλέπομε ότι στα χωριά δεν είναι κανένας. Τα μποστάνια και καρποφόρα δέντρα, όλα απάνω στο καρπό.

Αφού είδαμε που δεν είναι κανένας, όλοι οι πρόσφυγες σκορπιστήκαμε στα φαγώσιμα πράγματα.

Μερικοί μαζεύανε καρπούζια, πεπόνια, σταφύλια. Μερικοί αχλάδια, σύκα, ρόδια, διάφορα φαγώσιμα. Τα μαζεύαμε διότι η εποχή ήταν 20 Αυγούστου.

Ομως οι Τούρκοι βλέπανε απ' τα σπίτια τους, αλλά που να βγούνε έξω από το φόβο τους.

Μετά πάγει ο Πρόεδρος των Τούρκων στην αστυνομία, για να μας αναφέρει.

Και λέγει ο Πρόεδρος: "Οι πρόσφυγες θα μας καταστρέψουν ελάτε ως αστυνομικοί να τους φοβερίσετε να μη πειράξουνε τα πράγματα."

Η απάντησις της αστυνομίας στον Πρόεδρο. "Ημείς ότι να πούμε δεν θα μας ακούσουν διότι πρώτα πρώτα δεν ξέρουνε ελληνικά. Ούτε μας καταλαβαίνουν , ούτε τους καταλαβαίνομεν. Δεύτερον, δεν ξέρουνε απ' το νόμο, γι αυτό ας αφήσουμε ώσπου να χορτάσουνε. Να φάνε, μετά δύο ημέρες θα έρθομε και θα τακτοποιήσομε τα πράγματα."

Μετά δύο ημέρες έρχεται ο αστυνόμος με 6-7 χωροφύλακες και μας φωνάζουνε: " Τι κάνετε;".

Ημείς που να καταλάβομε τι λένε αυτοί.

Ημείς απαντάμε τούρκικα, διότι δεν ξέραμε ελληνικά και λέμε:"τρώμε φρούτα για να χορτάσουμε."

Αυτοί γελάνε και μεις λέμε "γιατί γελάτε; "

Και μας λέγει ο αστυνόμος :"Είναι δικά σας αυτά τα πράγματα , να μη τους πειράξετε". Απαντήσαμε ότι και μεις, την περιουσία μας τα σπίτια μας, ό,τι είχαμε και δεν είχαμε , τα αφήσαμε στην Τουρκία. Τώρα που ήρθαμε εδώ, τι να κάνομεν, και τι θα φάμε, και που θα καθήσομε; Ούτε σπίτι, ούτε κτήματα έχομε. Που να πάμε;

Μας απαντάει ο αστυνόμος.

" Να μη στεναχωριέστε παιδιά μου, θα σας τακτοποιήσομεν πολύ γρήγορα."

Μετά σηκωθήκανε και φύγανε.

Την άλλη ημέρα ήρθανε οι Τούρκοι και πήρανε θάρρος απ' την αστυνομία και μας λένε "Παιδιά ό,τι κάνατε κάνατε, και από τούτο κι ύστερα μην πειράξετε τα πράγματα."

Εμείς αμέσως αγριέψαμε και λέμε: "Οχι μόνον τα φαγώσιμα και τα σπίτια σας θα πάρομε."

Και άρχισε το πράγμα ν' αγριεύει. Αμέσως τα παληκάρια μας κάνανε επίθεση, δεν βαστήξανε πήγαν κατά τα σπίτια τους.

Αυτοί παίρνουνε τα τσεκούρια, σίδερα , ξύλα.

Η δική μας νεολαία μόνο πέτρες. Τους κυνηγάνε τους Τούρκους. Οι γυναίκες τους κρυφτήκανε στα σπίτια τους και όσο πάγει μεγαλώνει η φασαρία, σα να γίνεται πόλεμος. Δεν έχουν μείνει ούτε κεφάλια, ούτε χέρια άσπαστα. Τα αίματα τρέχουνε απ' τα κεφάλια τους, ακούγονταν φωνές, αλλά ποιός τους ακούει. "Βαράτε παιδιά" φωνάζουνε οι δικοί μας γυναίκες και άνδρες, όλοι μαζί. Πραγματικός πόλεμος γινόταν στο μεταξύ.

Είχε ειδοποιηθεί η αστυνομία.

Η διοίκηση της αστυνομίας είναι μακριά απ' εκεί που ήμαστε , 20 χλμ. απόσταση απ' τη Ηγουμενίτσα μέχρι Φιλιάτες. Οι Φιλιάτες είναι μεγάλη κωμοπόλις.

Και μετά βλέπομε να έρχεται η αστυνομία, 20 χωροφύλακες ζυγώσανε κοντά και μας φωνάζουνε: "Βαστάτε παιδιά, καθήστε. Τι διαφορά έχετε με τους Τούρκους ημείς θα τα καθαρίσομε".

Αλλά εμείς ούτε καταλαβαίναμε τι λένε.

Ημείς το βιολί μας. Βαράτε παιδιά φωνάζομε.

Δεν μπορούσανε να μας χωρήσουνε πιά. Αρχίσανε και ρίχνανε με όπλα στον αέρα.

Επιτέλους, καμιά φορά πιστοχωρήσαμε , ύστερα ήρθε ο Διοικητής της Φιλιάτες και μας συμβούλευε και μας λέγει ο Διοικητής:

"Ακούτε παιδιά μου, έχετε δίκαιο το παραδέχομαι ότι και εις την πατρίδα σας οι Τούρκοι σας αδικήσανε. Και σας σκοτώνανε και κάνανε πολλά οι βάρβαροι Τούρκοι. Μη νομίζετε ότι δεν τα ξέρομε. Ο, τι έχει γίνει στην Μικράσια τόχομε διαβάσει , την ιστορία σας την ξέρουμε, μεις περισσότερο ερεθιζόμαστε από σας όταν διαβάζουμε τα βιβλία. Αλλά τώρα τι να κάνομε; Να τους σκοτώσομε δεν κάνει, διότι ημείς οι Ελληνες είμαστε περήφανοι, και είμαστε Ευρωπαίοι και δεν είμαστε σαν τους Τούρκους βάρβαροι. Ημαστε εξευγενισμένο κράτος, γι αυτό το λόγο παιδιά μου να υποχωρήσομε απ το κακό. Το αποτέλεσμα δεν είναι καλό. Και τώρα τι θέλετε; ψωμί, φαγί, σε μιά ώρα τα έχετε. Μείνετε ήσυχοι και αύριο πάλι θα έρθω εδώ και θα σας τακτοποιήσω στα χωριά. Και θα σας δώσε σπίτι, και θα σας βγάλω μιστό, και θα δώσω ρουχισμό και ό, τι ανάγκη έχετε, εάν με ακούτε. Και θα περάσετε τε πολύ καλά."

Μετά, δεν πέρασαν δύο ημέρες και στέλνει καμμιά πενηνταριά ζώα που επιτάξανε απ' τους Τούρκους. Μαζί με τα ζώα ήρθανε και Τούρκοι κοντά μας , και 56 χωροφύλακες. Φορτώσανε μαζί τα πράγματα και μας πάντε σε άγνωστο μέρος. Ετσι φθάσαμε στις Φιλιάτες.

Στα περίχωρα στις Φιλιάτες είχε ειδοποιήσει ο Διοικητής και μαζευτήκανε στην Διοίκηση κοντά οι Πρόεδροι των χωριών. Τους λέγει ο Διοικητής.

-"Ακούτε εμένα, αυτοί οι άνθρωποι που βλέπεται είναι πρόσφυγες και ήρθανε απ' την Μικρασία. Αφήσανε τα σπίτια τους, τα πράγματα τους, βασανιστήκανε τυραννιστήκανε απ' τους βάρβαρους Τούρκους και είναι 500 χρόνια υπόδουλοι στο ζυγό τους και τώρα οι άνθρωποι αυτοί σηκωθήκανε , ήρθανε στη μητέρα Ελλάδα. Γι αυτό ημείς είμαστε υποχρεωμένοι να τους προστατεύσουμε. Και σας το λέγω , να πάρετε από 20 οικογένειες ο καθένας να δώσετε από ένα σπίτι να καθήσουνε και ώσπου να βγάλομε το μιστό, να βοηθήσετε από φαγητά και έτσι να ησυχάσουν αυτοί οι άνθρωποι".

Μετά το κράτος μας έδινε 5 δραχμάς ημερησίως και έπειτα αρχίσαμε και κουβαλάγαμε ξύλα με την πλάτη μας στην πόλη Φιλιάτες με αυτά δύο χρόνια περάσαμε.

Δύο χρόνια που καθήσαμεν στην Ηπειρο, ήρθε μία διαταγή του υπουργείου: όσοι Τούρκοι είναι στην Ηπειρο, θα φύγουνε στην Τουρκία. Και ελληνοπρόσφυγες θα αναλάβουνε τα σπίτια τους και τα κτήματα τους.

Και επειδή δεν φύγανε οι Τούρκοι αναγκαστήκαμε να κάνουμε παράπονα στο υπουργείο, εφόσον δεν φεύγουν οι Τούρκοι να μας δείξετε μέρος.

Και μετά ήρθε διαταγή απ' το υπουργείο να λέγει ότι εφόσον οι Ελληνες που μείναμε στην Κωνσταντινούπολη, δεν πρόκειται να πάνε στην Ελλάδα, το ίδιο και αυτοί να μην πάνε στην Τουρκία. Γι' αυτό μεταξύ σας να σχηματίσετε μία επιτροπή, να βρούνε άλλο μέρος.

Και μεις τι να κάνομε, ετοιμαστήκαμε στις 22 Σεπτεμβρίου του 1926 και ήρθαμε εις τον Πειραιά. Εκεί καθήσαμε δύο μήνες και μετά ήρθε ένας υπάλληλος απ' το Υπουργείο και μας λέγει που θέλετε να πάτε , και μεις γραφτήκαμε να μας στείλουν στην Μακεδονία.

Ημείς ήμαστεν μόνον από το χωριό μας 200 κάτοικοι. Δεν πέρασαν δύο ημέρες, ήρθε διαταγή απ' το Υπουργείο για να πάμε στην Μακεδονία.

Την άλλη ημέρα οι μισοί πατριώτες φύγανε στην Μακεδονία και οι μισοί μείναμε στον Πειραιά, για να πάμε την άλλη ημέρα.

Στο μεταξύ ήρθε ένας γέρος και μας ερώτησε: "Παιδιά μου βλέπω ετοιμαζόμαστε, η πορείας σας για που είναι;"

"Θα πάμε στην Μακεδονία"

"Τότες να σας πω κάτι αν θέλετε να ακούτε. Κοντά στην Αθήνα ένας συνοικισμός γίνεται.

Εγώ είμαι πρόεδρος αυτού του συνοικισμού, κι εγώ είμαι πρόσφυγας Κωνσταντινοπολίτης. Εφόσον είμαστε πατριώτες να σας προστατεύσω. Για καλό αν θέλετε , να πάμε μαζί με 23 ονοματέους για να δήτε το χωριό. " Ετσι μείναμε σύμφωνοι.

Αυτόν τον πρόεδρο τον λέγανε Χρήστο Καμπανίδη. Πήγανε οι δικοί μας εις το χωριό Ανάβυσσο και βρήκανε καλό το χωρίο και δεχτήκανε να μείνουμε εκεί. Η επιτροπή που εστείλαμε ήρθανε στον Πειραιά τους ρωτάμε:

"Καλό είναι το χωριό που πήγατε και είδατε;" Λένε:

"Μη συζητάτε καθόλου, απ' αύριο θα πάμε, είναι πολύ καλό χωριό".

Και τώρα οι άλλοι πατριώτες που φύγανε στην Μακεδονία και μας περιμένουνε εκεί;

Την άλλη ημέρα πήγαμε στην Ανάβυσσο. Μετά μια εβδομάδα εστείλαμε ένα γράμμα , ότι ημείς βρήκαμε ένα χωριό κοντά στην Αθήνα αυτό το χωριό ονομάζεται Ανάβυσσος. Μετανοήσανε που φύγανε από κοντά μας αλλά τι να κάνουνε; Αποκλείονταν για να έρθουνε πίσω, και έτσι αυτοί μείνανε στην Μακεδονία και μεις ήρθαμε στην Ανάβυσσο.

Ηρθαμε , αλλά τώρα τι να κάνομε: Δεν έχουμε τροφή ούτε δουλειά τουλάχιστον να δουλεύουμε για να φάμε ένα κομμάτι ψωμί. (Κάναμε) αμέσως αναφορά στο Υπουργείο:

" Κύριε Υπουργέ, μας πετάξατε στο έρημο μέρος στην Ανάβυσσο και δεν ερωτάτε αυτούς τους ανθρώπους τι τρώνε και τι θα κάνουμε εκεί πέρα. Ελάτε να ιδήτε τα χάλια μας, τι θα γίνουμε;"

Το Υπουργείο παίρνει απόφαση να τακτοποιηθούν αμέσως οι άνθρωποι. Και έπειτα ήρθε ένας υπάλληλος και μας λέγει:

"Παιδιά τι θέλετε;" Και μεις λέμε:

"Τι δεν θέλομε εδώ χωριό ήρθαμε να κάνομε ή είμαστε αιχμάλωτοι;"

“Να μείνετε ήσυχοι παιδιά μου. Εγώ είμαι που θα σας τακτοποιήσω ότι χρειάζεστε θα σας στείλω αμέσως. Ομως κάντε υπομονή μερικές ημέρες".

Μετά μας δώσανε ζώα, αμάξι, αλέτρι. Δηλαδή ότι χρειαζόμασταν από γεωργικά είδη μας δώσανε. Αλλά δεν έχομε ανοιγμένο χωράφι, όλο το μέρος είναι ορμάνι (= λ.τουρκ. δάσος) μέχρι το χωριό και μεσ' στο χωριό έχει σκοίνα. Κι αρχίσαμε να καθαρίζομε γύρω γύρω το χωριό. Αλλά μ' αυτό δεν βγαίνει τίποτα. Για να ανοίξομε τα χωράφια δεν έχομε τα μέσα. Τα περισσότερα είναι αγριελιές, σκοίνα, θυμάρια αδύνατο να καθαριστούν αυτά. Αρχίσαμε και κόβαμε τις μεγάλες ελιές και τις πουλάγαμε για ξύλα στα χωριά Καλύβια, Μαρκόπουλο, Κερατέα, στο Λαύριο και στο Κορωπί. Και γενήκαμε ξυλέμποροι και κάθε μέρα ο καθένας από ένα αμάξι ξύλα πουλάγαμε, με 60 ή 70 δραχμάς τ αμάξι. Τόσο φτηνά, τι να κάνομε, για να περάσομε την πείνα.

Κι έρχεται ο δασικός και λέγει "για όνομα του Θεού, μη καταστρέφετε τις αγρελιές, διότι αυτά τα δέντρα είναι χρήσιμα τα άλλα δέντρα κόφτε, μόνον τις ελιές μην πειράζετε, μεθαύριο θα σας χρειαστούν."

Αλλά ημείς δεν τον ακούαμεν διότι οι αγριελιές πιο εύκολα κόβονταν. Και μεις το βιολί μας όλο αγριελιές κόβαμε.

Και συνέβαινε όμως ημείς στην πατρίδα δεν ξέραμε τι είναι ελιές, ημείς εκεί πέρα τρώγαμε αγνό βούτυρο. Λάδι από τι γίνεται δεν ξέραμε , γι' αυτό το λόγο δεν ακούαμεν τον δασάρχη και έτσι καταστρέφαμε τα χρήσιμα δέντρα. Και τώρα έχομε, άλλα μικρά πράγματα, μετά μετανοήσαμε, αλλά αργά.

Τέλος πάντων, επιτέλους ανοίξαμε μερικά στρέμματα χωράφι και η εποχή είναι χειμώνας, το χωράφι θέλει να καθαριστεί από σαβούρα και διάφορα κλαριά, για να σπείρομε, διότι το κράτος μας έδωσε σπόρο , κριθάρι και σιτάρι.

Μια ημέρα αποφασίσαμε με την γυναίκα μου να καθαρίσομε το χωράφι , γιατί μόνος μου θα αργούσα , περνάει ο καιρός για το σπάρσιμο.

Πρωϊ πρωϊ σηκωθήκαμε , πήγαμε στο χωράφι με το αμάξι, για να μείνομε και το βράδυ εκεί. Ομως, η γυναίκα μου ήταν έγκυος, ξέραμε ότι είναι 8-9 μηνών, αλλά δεν ξέραμε πότε θα γεννήσει.

Πάντως η γυναίκα μου είχε συμπληρώσει τις ημέρες της. Τέλος πάντων το πρωί κάναμε το σταυρό μας, πήγαμε στο χωράφι και αρχίσαμε να δουλεύομε. Δεν πέρασαν 3-4 ώρες και κατά το βράδυ ο καιρός χάλασε , έτοιμος να βρέξει. Στο μεταξύ θα κοιμόμασταν εκεί. Βράδιασε κι άρχισε να βρέχει. Τι να κάνομε τώρα, για να πάμε στο χωριό δεν μπορούμε διότι έχει νερά, λάσπη, είναι σκοτεινά και δεν βλέπομε τη μύτη μας. Αναγκάστηκα να τη βάλω στο αμάξι επάνω. Οτι σκέπασμα είχαμε τη σκέπασα αλλά η βροχή ραγδαία.

Κατά τις 12 η ώρα τη νύχτα , τη γυναίκα μου την έπιασε ένας πόνος για να γεννήσει. Ως τώρα η στεναχώρια μας ήταν μιά, τώρα έγιναν δύο, τι να κάνω; Να κοιτάξω τη γυναίκα μου ή να κοιτάξω που λίμνιασε ο τόπος όπου ήμαστε και τα νερά είχαν φτάσει 40 πόντους ύψος. Εκείνη την ώρα άρχισα και παρακάλαγα 40 αγίους "Θεέ μου σώσε μας" αλλά ο καιρός συνέχιζε και σε μια πάντα η γυναίκα μου φώναξε "θα πεθάνω θεέ μου ". Εγώ είχα γίνει χειρότερος από τρελός , αλλά τι να κάνω. Αμέσως παίρνω θάρρος αγκαλιάζω τη γυναίκα και τη βαστάω να μην έχει νερά από κάτω.

Μετά 2-3 ώρες γέννησε η γυναίκα μου. Τώρα τι να κάνω; Τύλιξα το μωρό με ό,τι ρούχα είχα, και με το σακκάκι μου σκέπασα τη γυναίκα μου για να κρυώσει, διότι είναι λεχώνα.

Αλλά που να καθήσει να ξεκουραστεί, όλο το μέρος νερά και κινδυνεύει η ζωή.

Μέχρι το πρωϊ σαράντα φορές συναντάγαμε το Χάρο. Εν τέλει ξημέρωσε. Το μωρό το βάσταγα στην αγκαλιά μου μέχρι το πρωϊ. Η γυναίκα όρθια και να τρέμει. Εγώ δίνω θάρρος στην γυναίκα μου και λέγω ο Θεός μαζί μας μη φοβάσαι. Αλλά η γυναίκα κινδύνευε. Τέλος πάντων βγήκε ο ήλιος και τα νερά τραβηχτήκανε. Ζεύω το αμάξι και βάζω τη γυναίκα μου μέσα, τη σκέπασα καλά καλά και αναχωρήσαμε για το χωριό.

Εν τέλει φθάσαμε στο χωριό μας Ανάβυσσο και ο κόσμος μας κοίταγε κι έλεγε: "Αυτοί οι άνθρωποι τι πάθανε: "Δεν ξέρανε που είχαμε μείνει στο χωράφι. Ούτε ξέρανε ότι είχε γεννήσει η γυναίκα μου.

Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος για να μάθει τι έχομε πάθει. Μετά τρέξανε να φωνάξουνε το γιατρό. Ηρθε ο γιατρός. Μόλις μπήκε στο σπίτι εγώ αμέσως σηκώθηκα και παρακάλεσα το γιατρό: "Αμάν κύριε γιατρέ να μας σώσεις διότι κινδυνεύει η γυναίκα μου και το παιδί μου"

Μη φοβάσε παιδί μου, πρώτα ο Θεός και δεύτερον εγώ, ό, τι μπορώ θα κάνω , θα βάλω όλη τη δύναμη μου."

Κι εγώ έπεσα στα πόδια του και φίλησα τα χέρια του.

" Εμένα μην παρακαλάς και από μένα πιο μεγάλος είναι ο θαυματουργός."

Επειτα άρχισε να βάλει ένεση και φάρμακα και 3 ημέρες συνέχεια ο γιατρός δεν έφευγε απ' το σπίτι μου. Αλλά όσο πήγαινε η γυναίκα μου, αντί να γίνει καλά χειροτέρευε.

Τώρα ο γιατρός φοβήθηκε και μου δίνει θάρρος. Αλλά και ο ίδιος κατάλαβε που κινδυνεύει η γυναίκα. Τότε αναγκάστηκα την άλλη μέρα να διατάξει να πάει η άρρωστη στο νοσοκομείο μαζί με το μωρό. Και μεις αμέσως παίρνομαι ένα ταξί και πάμε στο νοσοκομείο. Εκεί πέρα όλοι οι γιατροί με την επιστήμη τους μαζευτήκανε στο κεφάλι της. Ενας ένας κάνανε εξέταση για να τη γλυτώσουνε, αλλά ήταν αδύνατον να τη σώσουνε. Την άλλη ημέρα πέθανε η γυναίκα μου.

Εγώ νύκτα μέρα κοντά της καθόμουνα. Την τελευταία ώρα γυρνάει το κεφάλι της προς εμένα και λέγει : "Εγώ φεύγω, όμως ένα λουλούδι σου αφήνω. Να έχεις την εντολή μου, να το ποτίζεις για να μη μαραζώσει". Αυτά είπε και σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό, παρατήθηκε.

Εγώ εκείνη την ώρα πήγα να τρελαθώ. Αμέσως ήρθανε οι νοσοκόμες με πιάσανε με εβγάλανε έξω. Εγώ να φωνάζω:

"Σας παρακαλώ, αν την ξαναδώ για τελευταία φορά μήπως θα μιλήσει".

Ολες οι νοσοκόμες αρχίσανε και κλαίγανε, μετά τηλεφωνήσαμε στο χωριό και ήρθανε οι συγγενείς μου. Πήραμε το λείψανο και πήγαμε στο χωριό. Μόλις φθάσαμε εκεί μαζευτήκανε όλος ο κόσμος, αρχίσανε και κλαίανε. Την κηδέψαμε. Αλλά το παιδί γλύτωσε και έπειτα το δόσαμε στο βρεφοκομείο και σιγά σιγά το παιδί μεγάλωσε και εκεί το βαπτίσαμε και ονομάσαμε το παιδί Νίκο. Αυτά ας τ' αφήσουμε εκεί, τώρα να έρθομε εδώ, διότι έχω άλλο βάσανο. Μια παροιμία λέει:

"Για να κερδίσομε 10 δραχμές απ' έξω, χάσαμε 50 δραχμές από το σπίτι." Και εγώ το ίδιο έπαθα. Η γυναίκα να έρθει κοντά μου να δουλέψει μία μέρα, για να κερδίσω ένα μεροκάματο και έχασα 100 μεροκάματα. Διότι εγώ έσπειρα 10 στρέμματα χωράφι για να κερδίζω 5000 δραχμές. Καλά, πες ότι θα πάρω 500 δραχμές, τώρα τι γίνεται; Εγώ εξόδεψα 3000 δραχμές. Εκτός απ' αυτό θέλω να φύγω , ώσπου να βγει η παραγωγή. Κι αναγκάστηκα να παίρνω βερεσέ απ' το μπακάλη μέχρι την παραγωγή. Μαζεύτηκαν 2000 δραχμές. Ομως έχω και άλλο λογαριασμό. Διότι για να έρθει η παραγωγή στο σπίτι, έχω και άλλα έξοδα.

Θέλω θεριστικά θέλω κουβαλήματα , θέλω και αλωνιστικά. Και λογαριάζω αυτά, μαζεύονται άλλες 3000 δραχμές. Και όλο το ποσόν μαζεύεται ο λογαριασμό σύνολο 8 χιλιάδες δραχμές.

 

.Επιμέλεια: Νέμης Φελώνης

Οι πηγές υπάρχουν όλες στη δ/νση:  www.de.sch.gr/mikrasia