Βαμβακού Λακωνίας, βγαλμένη από παραμύθι

Βαμβακού Λακωνίας, βγαλμένη από παραμύθι

Καθώς φεύγεις από τη φασαριόζα Αθήνα και κατεβαίνεις προς τον Πελοποννησιακό νότο, δεν γίνεται να μη σε συνεπάρει το χρώμα και οι οσμές των ορεινών όγκων που ξεπροβάλλουν. Τα έλατα και το μαύρο πεύκο αλλάζουν βάρδιες καθώς ανηφορίζω τους παγωμένους δρόμους προς το χωριό. 

Κοντά στα 1.000 μέτρα υψόμετρο, στην καρδιά του Πάρνωνα, κρυμμένη αρχόντισσα η Βαμβακού. Λίγο πριν φτάσουμε, με εντυπωσιάζουν τεράστιοι κορμοί, που είτε στέκουν αγέρωχα στην πλαγιά του βουνού, είτε κείτονται στο πλάι του δρόμου. Είναι εκεί για να σε προετοιμάσουν για τις αντιθέσεις ενός μέρους που αναζητά τη νέα του ταυτότητα.

Αυτά φαίνεται ξεμυάλισαν και τον Χάρη, έναν Αθηναίο που περνούσε τα καλοκαίρια του στο χωριό, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Όπως μου εξηγεί, καθώς προσπερνά με μαεστρία τις δαιδαλώδεις ανηφορικές στροφές, ήταν τόσο δυνατές οι παιδικές του αναμνήσεις, που αποφάσισε να αφήσει τα πρωτευουσιάνικα θέλγητρα και να κάνει μια νέα επαρχιακή αρχή. Η Βαμβακού είναι τυχερή. Δεν αντιμετώπισε την κρίση ταυτότητας και ονόματος διπλανών χωριών, όπως οι Καρυές (Αράχοβα) και το Πολύδροσο (Τζίτζινα). Από τα γεννοφάσκια της την βάφτισαν έτσι. Όπως με πληροφορεί ο Χάρης, το όνομα του χωριού προήρθε από μια γυναίκα, τη Βαμβακού, ενώ συναγωνισμό στην ονοματοδοσία είχε και από μια άλλη, την Κολοπανού, που τελικά αρκέστηκε να δώσει το όνομά της σε μια από τις γραφικές του συνοικίες.

Σ’ ένα άνοιγμα του δρόμου ξεμυτίζει η όψη του χωριού. Τα σπίτια κατρακυλάνε από μεγάλο ύψος προς το βάθος του λόγγου. Στην είσοδο του χωριού με καλωσορίζει ένας γάιδαρος. Ίσως να είναι απόγονος του ζώου που κουβάλησε τον ίδιο τον Σπύρο Νιάρχο, πατέρα του εφοπλιστή Σταύρου Νιάρχου, στην τελευταία κατά πως φάνηκε επίσκεψη στον πατρογονικό του τόπο. Βλέπετε, όντας συγκινημένος που έβλεπε ξανά τα πάτρια εδάφη, δεν άντεξε και έπαθε καρδιακή προσβολή λίγο μετά την προσφώνησή του φορτισμένου λόγου του στο πλήθος των συγχωριανών του. Είναι η ίδια αγνή αγάπη που οδήγησε και τον συνεχιστή της κληρονομιάς της οικογένειας, το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε συνεργασία με τον τοπικό πολιτιστικό σύλλογο «Νέα Ζωή» και μέλη του, νέους σαν τον Χάρη, να δώσει πνοή στο ερημωμένο χωριό. Σκοπός είναι η περιοχή να ζωντανέψει ξανά με τη δημιουργία εξοχικών κατοικιών, εστιατορίων, καφέ και ξενώνων, όπως με κάθε επισημότητα ανακοίνωσε πρόσφατα το Ίδρυμα.

Ενώ δεκάδες σπίτια ξεχύνονται μπροστά μου, ελάχιστα αναδύουν καπνό από τζάκι. Η Βαμβακού μοιάζει με γυναίκα που την παράτησαν μόνη. Οχτώ μόνιμοι κάτοικοι απέμειναν, σαν φρουροί μιας ξεχασμένης Ελλάδας. Την ησυχία που επικρατεί σταματά ο ήχος των βημάτων μας προς την κεντρική πλατεία. Στη διαδρομή εντυπωσιάζομαι από την αρχιτεκτονική των σπιτιών και τα καλοσυντηρημένα κτίρια. Αίσθηση αρχοντιάς και πλούσιου παρελθόντος συνυπάρχουν πλάι πλάι με την εγκατάλειψη και την απομόνωση. Είπαμε, αντιθέσεις… Εκτός από τις προτομές της οικογένειας Νιάρχου που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στον πακτωλό πορτοκαλοκίτρινων πεσμένων πλατανόφυλλων, ξεχωρίζει το άγαλμα του Επισκόπου Βρεσθένης, Θεοδώρητου, του εμβληματικότερου ίσως ανθρώπου που γέννησε ο τόπος. Σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν ο πρώτος που πάτησε το πόδι του στην Τριπολιτσά, αφότου πολιορκήθηκε στη διάρκεια της επανάστασης. Η όψη του κυριαρχεί στην πλατεία· μοιάζει σαν να βγάζει έναν ακόμα από τους πύρινους λόγους του.

Απέναντί του βρίσκεται η τρισυπόστατη εκκλησία του χωριού, πράγμα σπάνιο. Αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στον Άγιο Παντελεήμονα και στον Άγιο Χαράλαμπο. Λόγω του τελευταίου εξηγούνται οι πολλοί Χαράλαμποι του χωριού, όπως μου τονίζει και για το δικό του όνομα ο Χάρης! Από την πλατεία, η θέα είναι μαγευτική. Μπροστά σου απλώνεται ο ποταμός Οινούντας και το καταπράσινο χαλί που τον συνοδεύει. Η γη είναι εύφορη, λόγω των πολλών νερών, μολονότι βρίσκεται στα 1.000 μέτρα υψόμετρο. Αντιθέσεις… Καρυδιές και καστανιές επικρατούν μαζί με τη ρίγανη και το αρωματικό τσάι. Μια ξεχασμένη παιδική χαρά κι ένα γήπεδο μπάσκετ έμειναν να θυμίζουν τις παιδικές φωνές που κάποτε κατέκλυζαν την ατμόσφαιρα.

Συνεχίζουμε περπατώντας μέχρι να φτάσουμε στο πανύψηλο ρολόι, ένα ακόμα ορόσημο του χωριού. Σημείο συνάντησης πρώιμων ερωτευμένων. Τώρα πλέον, μετράει τις ώρες καρτερικά μέχρι να αποκτήσει ζωντάνια και πάλι η περιοχή, και πού ξέρεις, μπορεί κάποτε κάποιοι να δώσουν ξανά το πρώτο τους φιλί εκεί… Στον δρόμο συναντώ πινακίδες και σήματα πεζοπορίας. Ολόκληρη η περιοχή αποτελεί ένα διαμάντι για τους λάτρεις του είδους. Καταπράσινες διαδρομές ανάμεσα στην πλούσια χλωρίδα του Πάρνωνα, νερά και πηγές έτοιμα να ξεδιψάσουν τους περιπατητές, χωμένα σε βράχια μοναστήρια, όπως η Αγία Ειρήνη και η Παναγιά Μαλεβή αλλά και το καταφύγιο του ορειβατικού συλλόγου Σπάρτης.

Τόσο η Βαμβακού όσο και η γύρω περιοχή προσφέρονται για αποδράσεις σε όλη τη διάρκεια του χρόνου. Γιορτές, δραστηριότητες και φεστιβάλ όπως το Κρόνιον Πέρασμα, ένας αγώνας για δρομείς μεγάλων αποστάσεων που πήρε το όνομά του από την ψηλότερη κορυφή του Πάρνωνα, το μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι κατά το διήμερο γιορτής της Αγίας Παρασκευής και του Άγιου Χαράλαμπου στα τέλη Ιουνίου, και το διάσημο φεστιβάλ γαστρονομίας και καρυδιού τον Οκτώβρη, που περιλαμβάνει γνωστούς σεφ, τοπικά προϊόντα, μουσική και γνήσια λακωνική φιλοξενία καλύπτουν όλα τα γούστα. Αν κάποιος επιθυμεί να ξαναζήσει την αγνότητα της ελληνικής επαρχίας, σαν από ελληνική ταινία, δεν έχει παρά να επισκεφτεί το χωριό το Πάσχα ή τον Δεκαπενταύγουστο. Χιόνια και τζάκι; τον χειμώνα, η Βαμβακού ντύνεται με τον άσπρο της μανδύα. Επίσης, εκδρομές στα κοντινά γραφικά χωριά όπως ο Άγιος Πέτρος, η Καστάνιτσα και οι Καρυές σε ταξιδεύουν σε μέρη που δεν έχουν αλλοτριωθεί από τον σύγχρονο μαζικό τουρισμό.

Ενώ περπατάμε στους πλακοστρωμένους δρόμους, κάπου κάπου κρυμμένες σε γωνιές παρατηρώ πινακίδες με στίχους από μεγάλους ποιητές και παραμυθάδες. Είναι αποτέλεσμα μιας προσπάθειας ανθρώπων του πολιτισμού και των γραμμάτων που ερωτεύτηκαν τη Βαμβακού –μα πώς να μην το κάνουν–. Με αφετηρία την Αθήνα, έχουν δημιουργήσει εδώ «το χωριό των παραμυθιών». Η Ακαδημία Ποίησης και Παραμυθιού έχει μεταμορφώσει ένα ολόκληρο κτίριο σε ένα παραμυθένιο σπίτι. Εντός του πραγματοποιούνται αφηγήσεις παραμυθιών, δραματοποιήσεις, παραστάσεις. Και όχι μόνο… Καθώς περιδιαβαίνεις το χωριό, ξάφνου θα δεις να σε κοιτά περίεργα μια γριά μάγισσα, από μια γωνιά θα παρατηρήσεις καλικάτζαρους και ξωτικά, ενώ μυστήρια σκεύη ή ξύλινες σκούπες θα σε μπερδέψουν, αν ζεις την πραγματικότητα ή μεταφέρθηκες σε ένα παραμύθι!

Αυτή, όμως, δεν είναι η μόνη καλλιτεχνική παρέμβαση στο τοπίο. Ο Χάρης με οδηγεί στο χαμηλότερο μέρος της Βαμβακούς, στην Κάτω Βρύση. Εδώ χάνομαι, ξεχνάω τα πάντα. Αντικρίζω λιθόκτιστες βρύσες με τρεχούμενο πεντακάθαρο νερό. Ο γέρο-πλάτανος στέκει στη μέση κι εγώ σκέφτομαι τα γλέντια που έχουν γίνει εδώ. Πατώντας πάνω στα χιλιάδες πεσμένα φύλλα του που μου έχουν στρώσει κόκκινο χαλί, παρατηρώ ένα παραμυθένιο σπιτάκι. Κρέμεται από ένα γερμένο χοντρό κλαδί. Μα πώς βρέθηκε αυτό εδώ, σκέφτομαι. Πριν εκφράσω την απορία μου δυνατά, ο Χάρης μου κάνει νόημα να κοιτάξω παραπέρα. Όπως έρχεται ορμητικά το ποτάμι, δυο ακόμα σπιτάκια πεσμένα στη μια του όχθη. Στο πλάι, ένας ακόμη πλάτανος, ψηλόλιγνος, στολίζεται από μια ντουζίνα από τα ίδια ξύλινα σπιτάκια που στέκουν λες και έχουν βγει από παραμύθι των παιδικών μας χρόνων. Για όλα αυτά υπεύθυνη είναι η Κατερίνα Παπαναστασίου, μια Σπαρτιάτισσα εικαστικός και διακοσμήτρια που έχει αναλάβει να παρέμβει με τις δικές της καλλιτεχνικές πινελιές στον ήδη υπέροχο καμβά της φύσης. Μα το σημαντικότερο άγγιγμά της δεν είναι εδώ…

Οι πεταλούδες της Κατερίνας, στην εικαστική παρέμβασή της στην έξοδο της Βαμβακούς, φαίνονται λες κι είναι έτοιμες να πετάξουν μια για πάντα μακριά, όπως στο ίδιο ακριβώς σημείο, έφευγαν τις προηγούμενες δεκαετίες οι νέοι αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στις Αμερικές και στις Αυστραλίες. «Σταθμός συγκινήσεως» γράφει μια ξύλινη ταμπέλα. Πόσα και πόσα δάκρυα έχυσαν εδώ μανάδες που αποχωρίζονταν τα παιδιά τους; Άντρες και γυναίκες που άφηναν τον τόπο που γεννήθηκαν με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα υγρά πρόσωπά τους. Νιώθω βαριά την ατμόσφαιρα στο «Τελωνείο», όπως είναι γνωστό το σημείο στους Βαμβακίτες. Σαν να βλέπω μπροστά μου τις οικογένειες να χωρίζουν, σαν να ακούω το βουβό κλάμα τους, σαν να μυρίζω τα κάθιδρα πονεμένα νιάτα με τις παραφορτωμένες βαλίτσες τους…

Οι πεταλούδες που σε μια άκρη πετούν, μου δείχνουν το όραμα, το μέλλον. Το χωριό ερήμωσε με το πέρασμα των δεκαετιών και η καταραμένη, όπως φαίνεται αστυφιλία, χτύπησε βάναυσα τη Βαμβακού. Τώρα όμως, οι νέοι αρχίζουν να γυρίζουν πίσω, αναζητώντας τις ρίζες τους, φτιάχνοντας μια νέα αρχή, πατώντας σε γερά επιστημονικά μονοπάτια. Με όρεξη και διάθεση προσφοράς, δεν υπάρχει τίποτα που να τους τρομάζει. Η απλότητα, η φύση και τα δώρα που αυτή προσφέρει απλόχερα, η ηρεμία του χειμώνα, το πανηγύρι της άνοιξης, οι δράσεις που αναπτύσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου είναι κομμάτια του μέλλοντος που έρχεται. Μια επίσκεψη θα σε πείσει!



Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *