Δ.Τ.
Αριθμ. αποφ.
1132/2008
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ Δ'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16
Ιανουαρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Δήμητρα Κάπου, Πρόεδρος Εφετών Δ.Δ., Αθηνά Στεφοπούλου και
Παρασκευή Καρκαντζού - Εισηγήτρια, Εφέτες Διοικητικών
Δικαστηρίων. Ως Γραμματέας έλαβε μέρος η δικαστική υπάλληλος Ελένη Σπανίδου.
Γ ι α να δικάσει την από 31-5-2007 έφεση του
Ελληνικού Δημοσίου, που στην προκειμένη περίπτωση εκπροσωπείται από τον Υπουργό
Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα
με το άρθρο 29 παρ. 1 του Ν.2915/01, ο Δικαστικός Αντιπρόσωπος του Ν.Σ. του Κράτους Παναγιώτης Δρακόπουλος.
Κατά
των: 1) Παναγιώτας Μαμάκου του Γεωργίου, 2) Χριστίνας
Αγαθοπούλου του Ανέστη, 3) Ζωής Αρβανιτίδου
του Θεοδώρου, 4) Κυριακής Κούτλα του Ιωάννη, 5)
Στυλιανού Τσινάρη του Κωνσταντίνου, 6) Πηνελόπης
Λάτση του Γεωργίου, 7) Μηνά Μωραίτη του Δημητρίου, 8)
Νικολάου Αργυρόπουλου του Παναγιώτη, 9) Ουρανίας Αναγιώτου
του Γείοργίου, 10) Κωνσταντινιάς
Παπαστεργίου του Μιλτιάδη,
11) Ελένης Μπίλλη
του Προκοπίου, 12) Μιλτιάδη Βασιλειάδη του Παναγιώτη, 13) Δέσποινας Κυρλίδου του Γεωργίου, 14) Χρήστου Παπαγγελή
του Νικολάου, 15) Βασιλικής Τσουλκανάκη του
Δημητρίου, 16) Γαρυφαλλιάς Τάκα
του Αρτεμίου. 17) Γεωργίου Τσίτσου του Δημητρίου, 18)
Έλλης Μπίρδα του Νικολάου, 19) Ελένης Βούτα του Κοινσταντίνου, 20) Σοφίας Παπαδοπούλου του Κωνσταντίνου,
21) Χρυσούλας Ιωαννίδου-Κατσαβού
του Χριστόφορου, 22) Αναστασίου Βυθούλκα του
Νικολάου, 23) Αλεξάνδρας Νούσια του Αποστόλου, 24) Κυριακής Γρηγοριάδου
- Καρατζά, 25) Μαρίας Χατζήιγνατιάδου του Ευαγγέλου,
26) Αναστασίας Κυρούδη του Αθανασίου, 27) Κορνηλίας Σφιντίδου του Γεωργίου,
28) Θεανούς Αναγνωστοπούλου του Αθανασίου, 29) Κωνσταντίνου Αναγνώστου
του Ιωάννη, 30) Ευσταθίου Αθανασιάδη του Αλεξάνδρου, 31) Χρυστάλλας
Αρτυματά του Κωνσταντίνου, 32) Αγησιλάου Βίγκα του Στεφάνου, 33) Χρυσούλας Έλληνα του Παύλου, 34)
Κωνσταντίνου Θανάσαινα του Ιωάννη, 35) Γρηγορίου Καντάρ του Θεοδώρου,
36) Στυλιανού Κυρούδη του Γεωργίου, 37) Μαρίας Κούτση του Χριστόφορου, 38) Ελισάβετ Κυριακίδου
του Στυλιανού, 39) Ευαγγελίας Μαματζή του Αθανασίου,
40) Ελισάβετ Μαυρΐδου του Παναγιώτη, 41) Μάγδας Μαυρουδή του Χρήστου, 42)
Αναστασίας Μπρούμα του Βασιλείου, 43) Χρυσαυγής Νακάση του Αγγέλου, 44) Βασιλείου Νικάκου
του Δημητρίου, 45) Αλεξάνδρου Κτέλλα του Νικολάου,
46) Νικολάου Ντελλή του Αθανασίου, 47) Αικατερίνης
Προκοπίου του Βενάρδου, 48) Σταύρου Στυανίδη του Αριστοτέλη, 49) Όλγας Τζεβελέκου
του Παναγιώτη, 50) Θεοδώρου Τζιώλα του Νικολάου, 51)
Χρυσής Τιμοθέου του Αρίσταρχου, 52) Δημητρίου Τσιρακίδη
του Γεωργίου και 53) Ιωάννη Τσιτλαίδη του Λαζάρου,
κατοίκων όλων Θεσσαλονίκης. Παραστάθηκε με δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 29 παρ. 1
του Ν.2915/01 η πληρεξούσια δικηγόρος Θεσσαλονίκης Παρασκευή Φιριπή
Με
την έφεση αυτή ζητείται η εξαφάνιση της 820/2007
αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο
συνήλθε σε διάσκεψη, χωρίς τη συμμετοχή της Γραμματέως, που δεν κρίθηκε
αναγκαία, και
Αφού
μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.
Σκέφθηκε
κατά το Νόμο.
Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση
της οποίας δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου, ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 820/2007 απόφασης του
Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία απόφαση είχε γίνει
δεκτή εν μέρει αγωγή των ήδη εφεσίβλητων και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του
Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το ποσό των 7.568 ευρώ, ως ειδική μηνιαία παροχή, κατ' εφαρμογή του άρθρου 14
παρ. 2 του ν. 3016/2002, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.10.2005.
Επειδή, με τη διάταξη της παραγράφου 1 του
άρθρου 4 του Συντάγματος, καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί
νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό
τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα
της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της
λειτουργίας που αναθέτουν σ' αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και
τη διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή παίρνει μέτρα που έχουν κανονιστικό
χαρακτήρα. Η παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα
δικαστήρια μέσα στον κύκλο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να εξασφαλίζεται η
πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός με ίσους
όρους. Κατά τον έλεγχο αυτόν, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των κατ' αρχήν
επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, γίνεται αποδεκτό
ότι ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο ή διαφορετικό
τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις λαμβάνοντας υπόψη
τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές και άλλες συνθήκες που
συνδέονται με τις >πό ρύθμιση καταστάσεις ή
σχέσεις, και με βάση γενικά και αντικειμενικά φιτήρια,
που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης, 'α προβαίνει στη
ρύθμιση αυτή μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την
έκδηλα άνιση μεταχείριση είτε υπό μορφή χαριστικού ιέτρου
ή προνομίου μη συνδεομένου με αξιολογικά κριτήρια είτε υπό ιορφή
αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών
καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές
συνθήκες ή, αντιθέτως, τη διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμιων καταστάσεων (ΣτΕ
992/2004 Ολ.). ^την περίπτωση δε που το δικαστήριο
κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας
λόγω του ότι ο νομοθέτης ή | κατ' εξουσιοδότηση θεσμοθει;ούσα
διοίκηση προέβη σε ειδική ρύθμιση [ου αφορά συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων
αποκλείοντας από τη ρύθμιση αυτή, ρητά ή σιωπηρά, πρόσωπα, τα οποία ανήκουν μεν
σε άλλη κατηγορία, τελούν, όμως, υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες προς τα :ρόσωπα, στα οποία αφορά η ρύθμιση, προς άρση της
αντισυνταγματικότητας απαιτείται το δικαστήριο να προβεί στην επέκταση ης
εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων, α οποία
αποκλείστηκαν αδικαιολόγητα από αυτή, χωρίς αυτό να σημαίνει >τι παραβιάζει
την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που θεσπίζεται από α άρθρα 1, 26, 73 επ.
και 87 επ. του Συντάγματος. Και τούτο διότι, αν το ακαστήριο
περιοριζόταν μόνο στην κήρυξη της αντισυνταγματικότητας της αάταξης
που καθιερώνει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς στη συνέχεια να εφαρμόσει την ευμενή
ρύθμιση και υπέρ εκείνων σε βάρος των οποίων γινε η
διάκριση αυτή, θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα, με αποτέλεσμα να είναι
χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική ;ροστασία,
την οποία, όμως, το
δικαστήριο είναι υποχρεωμένοεφαρμόζοντας
την αρχή της ισότητας σε όλη της την έκταση, να παράσχει ολοκληρωμένα,
συμμορφούμενο με την περιεχόμενη στα άρθρα 87 παρ.2, 93 παρ.4 και 120 παρ.2 του
ισχύοντος Συντάγματος επιταγή για το σεβασμό των διατάξεων του. Λυτό δεν
αντίκειται, εξάλλου, στο άρθρο 80 παρ.1 του ίδιου Συντάγματος, με το οποίο
ορίζεται ότι "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον
προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό
νόμο", γιατί νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή ρύθμιση
(πρβλ. ΣτΕ 1184/2001, 3587/1997, 2704/1996,
3240/1995).
Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 14 του ν.
3016/2002 (Α' 110), ορίζεται ότι: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών
Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών
συμφωνιών που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν.
2738/1999 (Α' 180) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων
και αυτών που υπεγράφησαν το 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της
προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω
ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών
συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν
εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται
οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού
των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ, επιτρέπεται να
χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά
το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λουτών Ν.Γ1.Δ.Δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον
προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των
παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται
ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας καταβαλλομένων
μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών., επιδομάτων και αποζημιώσεων από
οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη
χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο
τρόπος αντιμετώπισης τιις σχετικής δαπάνης, γ) Κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση τους. 5. .. 6. Οι διατάξεις του
άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Κατ' εφαρμογή της ανωτέρω
εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες
του Ελληνικού Δημοσίου με διάφορους κλάδους υπαλλήλων, εκδόθηκαν πολλές κοινές
υπουργικές αποφάσεις (Κ.Υ.Α.), με τις οποίες
επεκτάθηκε η χορήγηση της ανωτέρω παροχής του άρθρου 14 παρ.2 και 3 του
ν.3016/2002 σε μεγάλο μέρος κατηγοριών υπαλλήλων του δημοσίου, των Ν.Π.Δ Δ. και των Ο.Τ.Α..
Ακολούθως, το ως άνω άρθρο 14 του ν. 3016/2002 και όλες οι κοινές υπουργικές
αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του καταργήθηκαν με το άρθρο 28 του
ν.3205/2003 "Μισθολογικά λειτουργών, υπαλλήλων δημοσίου κ.λ.π." (Α'
297), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατ' άρθρο 56 αυτού, από 1.1.2004 και στο
άρθρο 24 του οποίου ορίστηκε ότι: " 1. Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις
του Μέρους Α' του νόμου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες
από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι κατά την 31.12.2003, η τυχόν διαφορά
διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψη της από οποιαδήποτε αύξηση των νέων
αποδοχών. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται
υπόψη τα ποσά της επόμενης παραγράφου και της οικογενειακής παροχής. 2.
Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου,
σύμφωνα με κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών,
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν.3016/2002 (Α'
110) ως ειδική παροχή..., διατηρούνται ως προσωπική
επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης, ή από
αύξηση κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές
υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Μετά την 31.12.2003 δεν καταβάλλεται σωρευτικά η ως άνω προσωπική διαφορά μαζί
με οποιαδήποτε πρόσθετη μισθολογική παροχή που συμψηφιζόταν με αυτή σύμφωνα με
τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν.3016/2002 και τις κατ' εξουσιοδότηση αυτού
εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις...".
Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων
των παραγράφουν 2 και 3 του άρθρου 14 του ν.3016/2002, με την πρόβλεψη της
δυνατότητας χορήγησης της αναφερόμενης σ' αυτές ειδικής παροχής μέχρι του ποσού
των 176 ευρώ, επιδιώχθηκε η εξομάλυνση των
μισθολογικών διαφορών υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων του Δημοσίου, των ο.τ.α και των λοιπών ν.τϊ-δ.δ.,
οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, ή λαμβάνουν τέτοιες
παροχές, υπολειπόμενες, όμως, των 176 ευρώ, οπότε
στην περίπτωση αυτή επιτρέπεται η χορήγηση της διαφοράς μέχρι του ποσού αυτού.
Επομένως, ο νομοθέτης, έχοντας υπόψη τις μισθολογικές συνθήκες των χαμηλόμισθων
υπαλλήλων, δεν απέβλεψε με τη χορήγηση της εν λόγω παροχής στην αύξηση των
αποδοχών που καταβάλλονται σ' όλους ανεξαιρέτως τους υπαλλήλους του δημοσίου κ,λ.π., δηλαδή και σ' αυτούς που λαμβάνουν πρόσθετες
μισθολογικές παροχές, αλλά στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, αυτού της
άμβλυνσης του οξέος οικονομικού προβλήματος των υπαλλήλων που τελούν σε
μειονεκτική, από μισθολογική άποψη, θέση. Αλλωστε, η
εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε στη Διοίκηση με τις διατάξεις αυτές προς
πραγμάτωση της ως άνω νομοθετικής επιλογής, να επεκτείνει, κατά την κρίση της,
με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά
περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, τις ρυθμίσεις των συλλογικών συμφωνιών του άρθρου
13 του ν.2738/1999 σε θέματα μισθών και αμοιβών με τη χορήγηση μισθολογικής
παροχής, που πάντως δεν πρέπει να υπερβαίνει κατά ρητή πρόβλεψη το ποσό των 176
ευρώ, και σε κατηγορίες υπαλλήλων που δεν συμβλήθηκαν
σ' αυτές, τελεί υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης εκτίμησης, προς το σκοπό
καθορισμού του κύκλου των δικαιούχων υπαλλήλων, του συνολικού ποσού των
καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών τους και των λοιπών παροχών, επιδομάτων και
αποζημιώσεων που αυτοί λαμβάνουν από οποιαδήποτε πηγή, ούτως ώστε να
διασφαλιστεί η χορήγηση της εν λόγω παροχής κατά την προαναφερόμενη επιλογή του
νομοθέτη στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους. Κατ' εφαρμογή της ανωτέρω
εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκαν περισσότερες από πενήντα κοινές υπουργικές
αποφάσεις, με τις οποίες, πράγματι, χορηγήθηκε η ανωτέρω παροχή των 176 ευρώ σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των ο.τ.α.., οι
αποφάσεις δε αυτές, που ισχύουν από 1.1.2002, ορίζουν κατ' αρχήν την κατηγορία
των υπαλλήλων, στην οποία χορηγείται η παροχή, και ακολούθως, προβλέπουν ότι το
ύψος της ορίζεται στα 88 ευρώ από 1.1.2002 και στα
176 ευρώ από 1.7.2002, ότι η παροχή υπόκειται στις
συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων, συνεντέλλεται με
τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και επ' αυτής
διενεργούνται κρατήσεις υπέρ κλάδου σύνταξης και ΜΤΓΤΥ.
Οι ίδιες υπουργικές αποφάσεις, όμως, προς υλοποίηση των περιορισμών που θέτουν
οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του προπαρατιθέμενου
άρθρου 14 του ν.3016/2002, ρητά προβλέπουν επίσης και το ότι η ειδική αυτή
παροχή χορηγούμενη στη συγκεκριμένη κατηγορία υπαλλήλων, που αφορά η κάθε
υπουργική απόφαση, συμψηφίζεται με οποιεσδήποτε άλλες λαμβανόμενες από τους εν
λόγω υπαλλήλους παροχές, επιδόματα και αποζημιώσεις (εκτός των αποζημιώσεων που
καταβάλλονται για συμμετοχή σε συλλογικά όργανα) και ανεξάρτητα από την πηγή
που αυτά τους καταβάλλονται, με συνέπεια, να μη χορηγείται (η πιο πάνο) παροχή) σε εκείνους από τους υπαλλήλους της
δικαιούχου κατηγορίας, οι οποίοι λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές που
υπερβαίνουν το ποσό των 176 ευρώ ή να τους χορηγείται
μόνο κατά το μέρος που οι λοιπές πρόσθετες απολαρες
τους υπο/^ιπονται ιυυ ποσού
των 176 ευρώ.
Από τα παραπάνω παρέπεται κατ' αρχήν ότι ναι μεν η
πιο πάνω παροχή χορηγήθηκε με πολλές κοινές υπουργικές αποφάσεις σε ετερόκλιτες
κατηγορίες υπαλλήλων, αδιακρίτως της φύσης και των συνθηκών της παρεχόμενης από
αυτούς εργασίας, ενόψει, όμως, του ότι κατά τη ρητή πρόβλεψη και επιφύλαξη των
εν λόγω υπουργικών αποφάσεων, αυτές περιλαμβάνουν απαρέγκλιτος την ίδια ρύθμιση
περί συμψηφισμού της χορηγούμενης παροχής με τις κάθε είδους πρόσθετες απολαβές
που λαμβάνουν οι συγκεκριμένες κατηγορίες των δικαιούχων υπαλλήλων, από την
ανομοιομορφία και τον μεγάλο αριθμό των κατηγοριών των δικαιούχων υπαλλήλων και
μόνο δεν μπορεί να συναχθεί παραβίαση της αρχής της ισότητας και της αρχής της
αξιοκρατίας, λόγω της μη καταβολής σε όλες της κατηγορίες των υπαλλήλων του
ανωτέρω ποσού των 176 ευρώ, καθώς η χορήγηση αυτού
στηρίζεται, κατά την επιλογή του νομοθέτη, την οποία ακολούθησε και η κανονιστικώς θεσμοθετήσασα
διοίκηση, σε διαφορετικό κριτήριο, αυτό της κατάστασης του χαμηλόμισθου
υπαλλήλου που δεν αποκλείεται να απαντάται και σε διαφορετικές κατηγορίες
μισθωτών του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των ο.τ.α. Συνακόλουθα, ωστόσο, στην περίπτωση που το
προαναφερόμενο μισθολογικό κριτήριο των χαμηλών αποδοχών του υπαλλήλου δεν
εφαρμόστηκε για τη χορήγηση της ένδικης παροχής σε κάποια άλλη κατηγορία
υπαλλήλων, παρόλο που και αυτή πληροί την ίδια προϋπόθεση, υφίσταται ευθεία
παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση
υφίσταται στην περίπτωση που η διοίκηση παρέλειψε να χορηγήσει την επίμαχη
παροχή σε μια κατηγορία υπαλλήλων, που δεν λαμβάνουν πρόσθετες απολαβές ανώτερες
των 176 ευρώ μηνιαίως, καθώς με την επέκταση της
χορήγησης της παροχής αυτής, σε ευρύτατο κύκλο χαμηλόμισθων απασχολουμένων στο
δημόσιο, στα ν.π.δ.δ. και στους ο.τ.α.,
κατέστη κανόνας η χορήγηση της παροχής σε μεγάλο μέρος των ανωτέρω υπαλλήλων,
οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες, κατά τα ανωτέρω, απολαβές συμψηφιστέες
με την παροχή αυτή, και επομένως η εξαίρεση της εν λόγω κατηγορίας χαμηλόμισθων
υπαλλήλων από τη λήψη της παροχής, στερούμενη αιτιολογικού ερείσματος, συνιστά
αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση τους έναντι των άλλων χαμηλόμισθων υπαλλήλων
που κρίθηκαν δικαιούχοι αυτής. Η άνιση δε αυτή και αδικαιολόγητα δυσμενής
μεταχείριση διατηρήθηκε για την εν λόγω κατηγορία των υπαλλήλων και υπό την
ισχύ του ν.3205/2003, διότι ναι μεν με την παρ.1 του άρθρου 28 αυτού
καταργήθηκαν από 1.1.2004 και εφεξής όλες οι εκδοθείσες κατ' εξουσιοδότηση του
άρθρου 14 του ν.3016/2002 κοινές υπουργικές αποφάσεις, όμως, αφενός η παροχή
αυτή διατηρήθηκε (μειούμενη έως να μηδενιστεί με κάθε μελλοντική χορήγηση νέου
επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης, ή από αύξηση κινήτρου απόδοσης), ως
προσωπική διαφορά δυνάμει του άρθρου 24 παρ.2 του ίδιου νόμου για όλους τους
υπαλλήλους, στους οποίους είχε χορηγηθεί με τις ανωτέρω κ.υ.α.
και συνέχισε να τους καταβάλλεται προσαυξάνοντας τις αποδοχές τους, αλλά και
αφετέρου με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 2 παρ.3 του ν.3336/2005 η ίδια παροχή
χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες, στους
υπαλλήλους των οποίων ήδη χορηγούνταν η παροχή. Επομένως, προς αποκατάσταση της
παραβίασης της αρχής της ισότητας στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται να
εφαρμοστεί και στην προαναφερόμενη κατηγορία χαμηλόμισθων υπαλλήλων, εις βάρος
των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις
κατηγορίες των μισθωτών υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, στην
περίπτωση που η διοίκηση παρέλειψε να εκδώσει την προβλεπόμενη από το άρθρο 14
του ν.3016/2002 κοινή υπουργική απόφαση και να χορηγήσει την ένδικη παροχή σε
μια κατηγορία υπαλλήλων, οι οποίοι λαμβάνουν όλοι αδιακρίτως, πρόσθετες
απολαβές ανώτερες των 176 ευρώ μηνιαίως που είναι συμψηφιστέες με την ένδικη παροχή, δεν υφίσταται παραβίαση
της συνταγματικής αρχής της ισότητας, αφού, κατά την κατ' επέκταση εφαρμογή και
στην εν λόγω κατηγορία του τιθέμενου από τις ήδη εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις κανόνα, η
παροχή αυτή θα ήταν μηδενική, ενόψει της υποχρέωσης συμψηφισμού της με τις ως
άνω πρόσθετες απολαβές των υπαλλήλων της εν λόγω κατηγορίας. Εξάλλου, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει, ακόμη, ότι στις
απολαβές που συμψηφίζονται με την εν λόγω ειδική παροχή, περιλαμβάνονται οι
πρόσθετες μισθολογικές παροχές (εκτός αυτών που χορηγούνται για υπερωριακή
εργασία ή λόγω συμμετοχής σε συλλογικά όργανα), που λαμβάνουν όλοι οι υπάλληλοι
κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας έναντι της συνήθους απασχόλησης τους εντός του
νομίμου ωραρίου της εργασίας τους υπό οποιαδήποτε ονομασία και αν τους
χορηγούνται, π.χ. ως αποζημίωση, όχι όμως και τα τακτικά επιδόματα που
προβλέπονται από το εκάστοτε ισχύον μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 8
του ν.2470/1997 και ήδη ν.3205/2003) σε συγκεκριμένη κατηγορία αυτών. Και τούτο
διότι τα επιδόματα αυτά (π.χ. επίδομα εξωδιδακτικής
απασχόλησης, επίδομα τροφής και νοσοκομειακό επίδομα κ.λ.π.), χορηγήθηκαν από
το νομοθέτη του μισθολογίου, που κατ' αρχήν απέβλεψε στο ενιαίο της
μισθολογικής μεταχείρισης των αμειβόμενων βάσει αυτού μισθωτών, για σκοπό άλλο
από αυτόν της αύξησης των αποδοχών των συγκεκριμένων υπαλλήλων, και ειδικότερα,
για το σκοπό της απάλυνσης των εξαιρετικά
επιβαρυντικών συνθηκών, υπό τις οποίες οι κατηγορίες αυτές τελούν λόγω του
είδους της παρεχόμενης από αυτούς εργασίας, και ως τέτοιες οι παροχές αυτές δεν
είναι επιδεκτικές συμψηφισμού με την παροχή των 176 ευρώ,
η οποία αποσκοπεί, όπως προεκτέθηκε, στην αύξηση του
μισθού των χαμηλόμισθων υπαλλήλων. Το αντίθετο θα καταστρατηγούσε την αρχή της
ισότητας, αφού θα εξομοίωνε αυθαίρετα κατηγορίες υπαλλήλων που παρέχουν την
εργασία τους κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ
940/2006, 992/2004 Ολ.). Κατόπιν τούτων, όσα
αντιθέτως προβάλλονται με την κρινόμενη έφεση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
Επειδή,
στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των
οποίων σχετικές υπηρεσιακές βεβαιώσεις,
προκύπτουν τα εξής: Οι εφεσίβλητοι,
εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, από τους οποίους οι 27 πρώτοι
υπηρετούσαν στο 3° Τ.Ε.Ε. και οι λοιποί στο 1° Τ.Ε.Ε. Θεσσαλονίκης, εκτός από
την με αριθμό 1 εφεσίβλητη, που υπηρετούσε στο 3° Τ.Ε.Ε. αλλά η οργανική θέση
της ανήκε στο Τ.Ε.Ε. Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, δεν ελάμβαναν την προβλεπόμενη
από το άρθρο 14 του ν.3016/2002 ειδική παροχή, κατά το κρίσιμο χρονικό
διάστημα. Με την από 21.11.2005 αγωγή τους που άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου
δικαστηρίου, ζήτησαν να υποχρεωθεί το εκκαλούν Δημόσιο να καταβάλει στον καθένα
από αυτούς νομιμοτόκως το ποσό των 9.416 ευρώ ως διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβαν κατά το
χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.10.2005 και εκείνων που θα ελάμβαναν αν
συνυπολογίζονταν σ' αυτές η ως άνω ειδική παροχή, κατ' εφαρμογή της αρχής της
ισότητας, επικουρικά δε ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ
ή κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ειδικότερα, οι εφεσίβλητοι
ισχυρίσθηκαν ότι η επίμαχη παροχή προσέλαβε το χαρακτήρα γενικής μισθολογικής
αύξησης, καθόσον χορηγήθηκε σε πολλές κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου και των
ν.π.δ.δ. με αποκλειστικό κριτήριο την υπαγωγή αυτών
στις διατάξεις του ν.2470/1997, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό
του ύψους της ή των δικαιούχων της οι ειδικότερες συνθήκες εργασίας ή
υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο
14 του ν. 3016/2002 ειδική μηνιαία παροχή, κατά τα προεκτεθέντα,
αποτελεί πράγματι μία γενική αύξηση αποβλέπουσα στη βελτίωση της μισθολογικής
κατάστασης των εφεσίβλητων, που, όμως δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον
υπολογισμό των επιδομάτων εορτών και αδείας, καθόσον η εν λόγω παροχή
προσαυξάνει μεν τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων πλην δεν αποτελεί
προσαύξηση του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου των υπαλλήλων βάσει
του οποίου υπολογίζονται τα ως άνω επιδόματα, τόσο υπό το προϊσχύσαν
καθεστώς του ν. 2470/1997 όσο και υπό την ισχύ
του ν.3205/2003. Περαιτέρω, δέχθηκε εν μέρει
την αγωγή και υποχρέωσε το εκκαλούν να καταβάλει στον καθένα από τους
εφεσίβλητους για την προαναφερόμενη αιτία το ποσό των 7.568 ευρώ
νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (23.1.2006)
βάσει του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας.
Επειδή, με την κρινόμενη έφεση το εκκαλούν
επαναφέρει ως λόγο εφέσεως ότι. η επίδικη ειδική παροχή αλληλοκαλύπτεται
και συμψηφίζεται με το επίδομα εξωδιδακτικής
απασχόλησης που ελάμβαναν οι εφεσίβλητοι κατά τη διάρκεια του κρίσιμου
διαστήματος και αποτελεί πρόσθετη μισθολογική παροχή, η χορήγηση της οποίας
αποκλείει, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 του ν.3016/2002, την
καταβολή της επίμαχης ειδικής παροχής των 176 ευρώ. Ο
λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος, κατά τα προεκτεθέντα,
ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το επίδομα εξωδιδακτικής απασχόλησης
είναι αμέσως συναρτώμενο προς το είδος και τις
συνθήκες της παρεχόμενης εργασίας των εκπαιδευτικών, όπως είναι η διδασκαλία
καθώς και η προετοιμασία αυτής, σε αντίθεση με την ειδική μηνιαία παροχή των
176 ευρώ, η οποία απονέμεται συλλήβδην σε όλους τους
υπαλλήλους, χωρίς να γίνεται διάκριση σε χαμηλόμισθους ή μη.
Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου
Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που
κυρώθηκε με το ν.δ.537/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος,
αυξημένη έναντι των νόμων τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας
του προσώπου, το οποίο μπορεί να στερηθεί αυτή μόνο για λόγους δημόσιας
ωφέλειας. Στην έννοια δε της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα
δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσης" και τα
κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα". Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικά
περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με
δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο,
εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το
ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν
δικαστικά (βλ. ΑΠ 40/1998). Περαιτέρω, στο ν.2362/1995 "Περί Δημοσίου
Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις" (Α' 247)
ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: Αρθρο 86:
"1... 2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συ μβεβαιού
μένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους,
μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη
αυτή ληξιπρόθεσμη. 3..". Αρθρο 90: «1.
Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από
άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος
χρόνος παραγραφής αυτής. 2.. 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου,
πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές \~ ή άλλες κάθε
φύσεως απόλυες αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των
οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις,
παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της. 4..5..6..». Αρθρο
91: "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η
παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του
οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη
αυτής...". Αρθρο 93: «Με την επιφύλαξη ειδικών
διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται
μόνο: α) Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές.... β) Με την
υποβολή στην αρμόδια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως... γ) Με την
υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της
απαίτησης...5)...ε)...στ)..». Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι
με αυτές θεσπίζεται εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδική βραχυπρόθεσμη
διετής παραγραφή, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν
αναδρομικά ποσά από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις ή
από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Ως εκ τούτου,
η ρύθμιση αυτή αντίκειται τόσο στο άρθρο 4 παρ.Ι του
Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεδομένου ότι περιορίζει τα
περιουσιακά δικαιώματα ειδικά των υπαλλήλων του Δημοσίου χωρίς αυτό να
δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ωφέλειας, και συνεπώς, δεν είναι εφαρμοστέα.
Επομένως, ο χρόνος παραγραφής των εν λόγω χρηματικών αξιώσεων είναι αυτός της
πενταετίας, ο οποίος ισχύει κατ' αρχήν, σύμφωνα με τα άρθρα 90 παρ.Ι και 86 παρ.2 του ν.2362/1995, για όλες τις χρηματικές
αξιώσεις κατά του Δημοσίου αλλά και για τις αξιώσεις του Δημοσίου έναντι τρίτων
(πρβλ. ΣτΕ 3428/2000, Α.Π. 40/1998). Υπό τα δεδομένα
αυτά, ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις των
εφεσίβλητων για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως 9-11-2003 έχουν υποπέσει
στη διετή παραγραφή της παρ.3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995, πρέπει να
απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων αυτών, σύμφωνα
με όσα έγιναν δεκτά, είναι η πενταετία, η οποία μέχρι την άσκηση της αγωγής
στις 21-11-2005 δεν είχε συμπληρωθεί.
Επειδή, τέλος, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι ο
τόκος με τον οποίο υποχρεώθηκε με την εκκαλούμενη
απόφαση να καταβάλει στον καθένα από τους εφεσίβλητους το προαναφερόμενο ποσά
των 7.568 ευρώ θα έπρεπε να ανέλθει σε 6%, σύμφωνα με
το άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ.
της 266/10.7.1944, Α' 139), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του
Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ.456/1984, Α' 164). Και ο λόγος αυτός
εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εν λόγω διάταξη παραβιάζει τις
διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ.Ι του
Συντάγματος καθώς και τις υπερνομοθετικής ισχύος
διατάξεις του άρθρου 6 παρ.Ι της Ευρωπαϊκής Σύμβασης
των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του
ν.δ.53/1974 (Α' 256) και του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
της Σύμβασης αυτής, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ότι υφίσταται
κάποιος λόγος δημοσίου συμφέροντος που να καθιστά ανεκτή τη διαφοροποίηση αυτή,
ούτε το Δημόσιο επικαλείται την ύπαρξη τέτοιου λόγου (Σ.τ.Ε.
3651/2002). Κατά συνέπεια, ορθώς κρίθηκε με την εκκαλούμενη
απόφαση ότι το ως άνω ποσό πρέπει να καταβληθεί στον καθέναν από τους
εφεσίβλητους νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής
τους (23.1.2006) βάσει του ισχύοντος επιτοκίου υπερημερίας κατά το χρόνο
πληρωμής του.
Επειδή, κατ' ακολουθία, η κρινόμενη έφεση
πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο
της, εφόσον με αυτή δεν προβάλλεται άλλος λόγος. Εξάλλου, κατ' εκτίμηση των
περιστάσεων, να απαλλαγεί το εκκαλούν Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα των
εφεσίβλητων (άρθρο 275 παρ. 1 περ. ε* του ΚΔΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει
την έφεση.
Απαλλάσσει το εκκαλούν από τα δικαστικά έξοδα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 4-6-2008, όπου και δημοσιεύθηκε
στις 31-7-2008, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου
αυτού με την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση, αντί δε της Προέδρου
Εφετών Δ.Δ. Δήμητρας Κάπου, η οποία μετετέθη,
υπογράφει η αρχαιότερη δικαστής της σύνθεσης, Αθηνά Στεφοπούλου,
Εφέτης Δ.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 194 παρ. 3 περ. α'
του Κ.Διοικ.Δικ..
Η
Αρχαιότβρη-,Δικαστής
Η Εισηγήτρια