ΣΗΜΕΙΟΝ

 

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

(Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα "ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ) 

 

του Νίκου Παύλου

Θεολόγου – Ιστορικού

MTh /MΑ

 

Αυτές τις ημέρες γιορτάστηκε η παγκόσμια ημέρα κατά της φτώχειας. Αν και θεωρώ ότι η δημιουργία μιας επετείου για τον «εξορκισμό» της οποιασδήποτε συμφοράς δε συμβάλλει στην αντιμετώπισή της, αλλά αντίθετα απλουστεύει το πρόβλημα, εντούτοις δίνει την ευκαιρία να ειπωθούν κάποιες ενδιαφέρουσες απόψεις που μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία κάποιων στοιχείων ερμηνείας της.

Πολλοί λοιπόν πιστεύουν ότι οι θρησκείες μπορεί να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα στην προσπάθεια για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Πράγματι η διδασκαλία των περισσότερων θεωρεί τη φτώχεια ένα μεγάλο δεινό για την ανθρωπότητα που καταδικάζεται, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που εκφράζεται η ευχή να βρεθούν λύσεις για την αντιμετώπισή της.

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η βιβλική αντιμετώπιση της φτώχειας. Στις αφηγήσεις της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης παρουσιάζονται πολλές πτυχές του φαινομένου καθώς και τρόποι που μπορεί να περιοριστεί. Βέβαια θα ήταν λάθος να μη ληφθεί υπόψη το περιβάλλον μέσα στο οποίο γράφονται τα κείμενα. Αν γίνει αυτό δε θα κατανοηθούν οι λεπτομέρειές τους, και θα αποκτήσουν μια ανιστορική χροιά που είναι τελείως ξένη με το βιβλικό πνεύμα που θέλει το Θεό να δρα μέσα στην ανθρώπινη ιστορία για να βοηθήσει τον άνθρωπο.

Η παράθεση, στη συνέχεια, στοιχείων από κάποιους Ψαλμούς της Παλαιάς Διαθήκης, θα δείξει το μέγεθος της φτώχειας στο βιβλικό κόσμο και τις προσπάθειες που γίνονταν για να ανακουφιστούν οι φτωχοί. Τα στοιχεία που θα παρατεθούν αφορούν κυρίως το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. που φαίνεται ότι δημιουργείται στον βιβλικό Ισραήλ μία κατώτερη τάξη με πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα (βλ. περισσότερα για το θέμα στο Rainer Albertz, Ιστορία της θρησκείας του Ισραήλ κατά τους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης, μετ. Π. Αντωνοπούλου, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2006, σ. 760-770).

Σε αρκετούς λοιπόν ψαλμούς εκφράζεται η ευχή για αποκατάσταση των φτωχών και των αδικημένων. Έτσι στον Ψαλμό 72 ο ποιητής θέλει ο ηγεμόνας να κυβερνήσει το λαό του Θεού αμερόληπτα και ν’ αποδώσει δικαιοσύνη στους φτωχούς. Πιο σημαντικό όμως είναι η φροντίδα του Θεού για το φτωχό. Όπως τονίζεται στο Ψαλμό 113,7 «Ανασηκώνει (ο Θεός) από το χώμα το αδύνατο κι απ’ τη βρωμιά ανυψώνει το φτωχό, για να τον βάλει να καθίσει με τους άρχοντες, με τους μεγάλους του λαού του». Επίσης ευσεβής και μακάριος είναι αυτός που «μοίρασε γενναιόδωρα, έδωσε στους φτωχούς» (Ψλ. 112,9).

Μοναδικό όπλο για το φτωχό, που έχει χάσει πλέον κάθε ελπίδα, είναι η καταφυγή στο Θεό. Όπως υπογραμμίζεται « Εγώ είμαι άθλιος και φτωχός, μη με ξεχάσεις, όμως, Κύριε. Εσύ ‘σαι βοηθός μου κι ελευθερωτής» (Ψλ. 40,18) και «Με προσοχή άκουσε, Κύριε, κι απάντησέ μου, έτσι ταπεινωμένος που είμαι και φτωχός»(86,1).

Στα λίγα αποσπάσματα που παρατέθηκαν φαίνεται η δεινή οικονομική κατάσταση πολλών μελών του βιβλικού Ισραήλ. Φαίνεται ότι αυτή είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της απειλής των υπερδυνάμεων της εποχής και της άνισης συσσώρευσης του πλούτου.

Η ελπίδα του φτωχού είναι ο ίδιος ο Θεός. Ο ικέτης των Ψαλμών δεν ξεχνάει τη βοήθεια που έχει προσφέρει στο λαό τις δύσκολες στιγμές και καταφεύγει σε Αυτόν, έχοντάς του εμπιστοσύνη και γνωρίζοντας ότι θα του δώσει το δίκαιό του. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό για μια κοινότητα που έχει γνωρίσει τις ευεργεσίες του Θεού και όλες οι ενέργειές της είχαν σημείο αναφοράς το θεϊκό νόμο που βρίσκονταν στα βιβλία της Πεντατεύχου.

Αυτή η παράδοση της καταφυγής του φτωχού στο Θεό συνεχίστηκε στα βιβλία της Καινής Διαθήκης και στα έργα των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Έτσι, όπως τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος, όποιος δίνει στο φτωχό, δανείζει στο Θεό (PG 48,1061).

Οι συγγραφείς λοιπόν της Αγίας Γραφής συμμερίζονται τους φτωχούς και είναι κοντά τους στην προσπάθεια για αντιμετώπιση της συμφοράς.  Φανερώνουν, τέλος, ότι ο Θεός είναι με το μέρος αυτών που χρειάζονται τη βοήθεια και την αγάπη μας για να λυθεί το πρόβλημά τους.

 

Σημείωση: Η μετάφραση των χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης είναι των καθηγητών Μ. Κωνσταντίνου και Β. Τσάκωνα