Νίκος Παύλου
MTh (Παλαιά Διαθήκη) MSc (Ιστορία)
Η
κοινωνική προέλευση των χριστιανών
μαρτύρων
(από το 2ο έως τις αρχές του 4ου αι.)
(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ)
Πρόλογος
Η κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο μελέτης του πρώιμου χριστιανισμού. Αποτελεί σημαντικό κεφάλαιό του, γιατί ερευνάει τα χαρακτηριστικά κάποιων συγκεκριμένων μελών της ελληνορωμαϊκής κοινωνίας, που ήταν ενταγμένοι στις χριστιανικές κοινότητες.
Μέσα από την έρευνα για την κοινωνική καταγωγή των μαρτύρων, μπορούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα για όλο τον χριστιανικό κόσμο των πρώτων αιώνων, και να διερευνηθούν μορφές θρησκευτικότητας, που διέκριναν τις ordines (:κοινωνικές τάξεις) των αυτοκρατορικών χρόνων.
Βιβλιογραφία
Α΄ Πηγές
Β΄Βοηθήματα
Εισαγωγή
Οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, από το 2ο έως τις αρχές του 4ου αιώνα.
Περιγράφοντας ο Ευσέβιος το διωγμό του Νέρωνα εναντίον των χριστιανών, θεωρεί την εμμονή του σε αυτή την καταδίωξη «αλλόκοτη μανία» (e0kto/pou mani/aj) [1], που άρχισε, όταν κραταίωσε την εξουσία του. Γεγονός είναι πάντως, ότι πριν από το Νέρωνα (64 μ.Χ.), δε φαίνεται το ρωμαϊκό κράτος (με την έννοια της οργανωμένης εξουσίας, είτε κεντρικής, είτε περιφερειακής) να παίρνει συστηματικά μέτρα εναντίον των οπαδών του Ιησού. Την περίοδο πριν το 64, οι διώξεις εξαπολύονται βασικά από την ιουδαϊκή ηγεσία, ή από ιουδαϊκές ομάδες, που βλέπουν στο κήρυγμα των χριστιανών την παραχάραξη και τη νόθευση της δικής τους θρησκείας.
Οι καταδιώξεις των χριστιανών, από τις ρωμαϊκές αρχές, περιλαμβάνουν δύο περιόδους: Η πρώτη αρχίζει το 64 και τελειώνει το 250, και η δεύτερη αρχίζει με το διωγμό του Δέκιου το 250/51 και διαρκεί μέχρι το 313[2]. Η διαφορά μεταξύ τους είναι πως στη δεύτερη περίοδο οι διωγμοί είναι πιο συστηματικοί. Φυσικά, όπως είναι γνωστό, αυτό δε σημαίνει ότι οι χριστιανοί διώκονταν συνεχώς αυτά τα διαστήματα. Υπήρχαν φάσεις έντασης και ύφεσης των διωγμών, κατά τη διάρκεια των οποίων οι χριστιανοί ανασυντάσσονταν και οι κοινότητές τους αυξάνονταν με την προσέλκυση καινούριων πιστών.
Η αιτία
των διωγμών των χριστιανών από τη ρωμαϊκή
εξουσία είναι μία περίπλοκη υπόθεση. Για
τον Ευσέβιο, οι
διωγμοί ήταν «θεοεχθρία»
και «θεομαχία»[3],
«ανόσια επιχείρηση»[4],
που οφείλονταν σε «αλλόκοτη
μανία», όπως τονίστηκε. Πάντως
οι λόγοι φαίνεται να είναι πιο σύνθετοι.
Όπως έχουν αποδείξει οι μελέτες του d.
Όλες οι παραπάνω κατηγορίες, υποψίες και φοβίες, νομίζω ότι συμπυκνώνονται στη φράση του Τάκιτου -όταν περιγράφει το διωγμό του Νέρωνα -«odio humani generis»[8], που αναδεικνύει και την αντίληψη που είχαν τα υπόλοιπα μέλη του ελληνορωμαϊκού κόσμου, για το βασικό πιστεύω των χριστιανών. Οι χριστιανοί διώκονταν δηλαδή, εξαιτίας του μίσους, που πολλοί πίστευαν ότι έτρεφαν για το ανθρώπινο γένος. Επομένως, γι αυτό προβαίνουν σε πράξεις που υποτίθεται ότι βλάπτουν τους κατοίκους του ελληνορωμαϊκού κόσμου: Δεν αγαπάνε τους ανθρώπους, αφού επισύρουν την οργή των θεών, λατρεύουν έναν εγκληματία, που καταδικάστηκε από τη νόμιμη ρωμαϊκή αρχή, και στα μυστικά συμπόσια που έκαναν, συμμετείχαν σε πράξεις ανόσιες, όπως άφηναν πολλοί να διαδοθεί.
Το θέμα της παρούσας εργασίας, περιστρέφεται γύρω από τους διωγμούς, για τους οποίους έγινε λόγος προηγουμένως, αφού ασχολείται με την κοινωνική καταγωγή των χριστιανών, που μαρτύρησαν. Όπως έχουν αποδείξει οι μελέτες του Δημήτρη Κυρτάτα[9], στις χριστιανικές κοινότητες συμμετείχαν σχεδόν όλα τα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι όλα είχαν την ίδια ποσόστωση στο πρωτοχριστιανικό σύνολο. Έτσι, για παράδειγμα, οι απελεύθεροι ήταν μία μεγάλη ομάδα χριστιανών. Αντίθετα, οι δούλοι, που θεωρήθηκαν από παλιότερους ερμηνευτές ότι αποτελούσαν την πλειοψηφία των χριστιανών[10], δεν παρουσίαζαν ενδιαφέρον για το πρωτοχριστιανικό κίνημα, αφού δεν είχαν τα εχέγγυα του κύρους.
Ο προβληματισμός λοιπόν της εργασίας μου, επικεντρώνεται στο ζήτημα της συμμετοχής των χριστιανών, που ήταν και μέλη των ρωμαϊκών ordinorum, στο μαρτύριο. Η συζήτηση του προβλήματος θα πρέπει να λάβει υπόψη τη συμπεριφορά των μαρτύρων, όταν οδηγούνταν ενώπιον της εξουσίας, τη στάση των ρωμαϊκών αρχών απέναντι τους, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης των μαρτύρων από τους συμπολίτες τους.
Το πρόβλημα για τον μελετητή των μαρτυρίων έχει να κάνει με την αξιοπιστία των μαρτυρολογίων[11], των κειμένων δηλ. που περιγράφουν τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών. Είναι γνωστό, ότι αυτά, είναι θρησκευτικά κείμενα που θέλουν να τονίσουν το ηρωικό στοιχείο, έχοντας ως στόχο την εξύψωση της πίστης. Με αυτό τον τρόπο όμως δεν δίνουν απόλυτα αξιόπιστες ιστορικά πληροφορίες. Πάντως σε Πατρολογίες[12], καθώς και με τη δημοσίευση καινούριων στοιχείων (όπως συμβαίνει με το άρθρο του T.D. Barnes «Pre-Decian Acta Martyrum»[13]), δίνεται ένας οδηγός για τη χρονολόγηση μαρτυρίων, και έτσι μπορούν να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα.
Να τονιστεί επίσης ότι οι μαρτυρολογικές περιγραφές του εκκλησιαστικού ιστορικού Ευσέβιου, που αποτελούν σημαντική πηγή πληροφόρησης, είναι εν πολλοίς, αξιόπιστες. Είχε πρόσβαση στα αρχεία των χριστιανικών κοινοτήτων, και τα είχε αξιοποιήσει με ευσυνειδησία. Επομένως οι αναφορές του δεν δείχνουν να έρχονται σε αντιπαράθεση με την αληθινή εικόνα του πρώιμου χριστιανισμού.
Τέλος,
σαν μαρτυρολογικές πηγές χρησιμοποιήθηκαν
βασικά οι εκδόσεις του H.
Musurilo[14]
και του Παν.
Χρήστου[15].
Σε αυτές περιλαμβάνεται ένας μεγάλος
αριθμός μαρτυρίων, πράγμα που τις καθιστά
σημαντικό πρωτογενές υλικό.
Α. Τα μαρτυρολόγια, ως πηγή για την
κοινωνική προέλευση
των μαρτύρων
Στη συνέχεια γίνεται παρουσίαση των μαρτυρολογίων, τα οποία δίνουν στοιχεία για να διερευνηθεί η κοινωνική καταγωγή των χριστιανών μαρτύρων. Αυτά εξετάζονται με χρονολογική κατάταξη. Από το 2ο αιώνα αναλύονται το μαρτύριο Ιουστίνου και των συνοδών του, το Μαρτύριο Πολυκάρπου, το Μαρτύριο των εν Λουγδούνω τελειωθέντων, το Μαρτύριο των Σκιλλιτανών μαρτύρων, το Μαρτύριο Κάρπου, Παπύλου και Αγαθονίκης, το Μαρτύριο Απολλώνιου και το Μαρτύριο Κόνωνος.
Από τον τρίτο αιώνα παρατίθενται το Μαρτύριο Περπέτουας, το Μαρτύριο Πιονίου, οι Πράξεις Μαξιμιλιανού και οι Πράξεις Μάρκελλου. Τέλος, χρησιμοποιούνται οι μαρτυρολογικές εκθέσεις του Ευσέβιου: Από την «Εκκλησιαστική Ιστορία» του το Μαρτύριο Ποταμιαίνης και Βασιλείδου, το Μαρτύριο Μαρίνου, και οι περιγραφές των μαρτυρίων κατά τον τελευταίο διωγμό, καθώς και το έργο του «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων»[16].
1.
2ος αιώνας
Το κείμενο του μαρτυρίου του Ιουστίνου και των συνοδών του[17] αποτελείται βασικά από τα πρακτικά της δίκης, που έγινε εναντίον αυτού και των έξι μαθητών του, το 161. Πιθανόν να τον συνέλαβαν και να τον καταδίκασαν, μετά από ενέργειες του φιλόσοφου Κρήσκεντα, που ήταν αντίπαλός του.
Ο Ιουστίνος και οι συνοδοί του Χαρίτων, Χαριτώ, Ευέλπιστος, Ιέραξ, Παίων και Λιβεριανός, οδηγούνται ενώπιον του έπαρχου της Ρώμης Ρούστικου. Αυτός, αφού τους ανέκρινε, και δε μπόρεσε να τους αλλάξει τις απόψεις τους, τους καταδικάζει σε θάνατο με αποκοπή της κεφαλής.
Το κείμενο δεν αναφέρει κάτι για την κοινωνική προέλευση του Ιουστίνου. Πάντως καταδεικνύεται ότι είναι φιλόσοφος, πράγμα που το τονίζει και ο ίδιος. Στη Ρώμη έμενε σε μία σοφίτα, επάνω από κάποιον Μαρτίνο, κοντά στο Τιβυρτίνο λουτρό. Εδώ είχε και τη σχολή του, στην οποία δεχόταν στους μαθητές του.
Φαίνεται λοιπόν να καλύπτει τις ανάγκες του από τα μαθήματα που παρέδιδε, και να μην είχε άλλη απασχόληση. Θεωρείται γνωστός στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους, γεγονός που αποδεικνύεται από τη διαπίστωση του έπαρχου ότι είναι «λόγιος». Δε διευκρινίζεται όμως αν αυτή του η ιδιότητα είναι γνωστή μόνο μεταξύ των μαθητών του, ή αφορά και άλλα άτομα, εκτός της χριστιανικής κοινότητας. Η συζήτηση όμως που γίνεται, δείχνει ότι ο έπαρχος ήξερε το ρόλο του, και τον θεωρεί ηγετική μορφή στο χριστιανικό κίνημα
Μεταξύ των μαθητών του βρίσκεται ο Ευέλπιστος για τον οποίο δηλώνεται ρητά ότι είναι δούλος, και ανήκει στον οίκο του Καίσαρα[18]. Όπως τονίζει ο ίδιος, απαντώντας στις ερωτήσεις του Ρούστικου, κατάγεται από την Καππαδοκία[19] και ότι έχει ελευθερωθεί από τον Χριστό[20].
Το ζήτημα είναι αν τα λεγόμενα για ελευθερία, του Ευέλπιστου, είναι κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Στην πρώτη περίπτωση, σημαίνει ότι η χριστιανική κοινότητα της Ρώμης είχε μεριμνήσει για την απελευθέρωσή του, άγνωστο με ποιον τρόπο. Στη δεύτερη υπονοεί ότι αισθάνονταν ελεύθερος στην ψυχή, αν και ο ίδιος ήταν στα δεσμά. Το πιθανότερο δείχνει να είναι το δεύτερο, να ήταν δηλαδή δούλος του αυτοκρατορικού οίκου, και να αισθάνονταν ελεύθερος μεταφορικά, μέσα στην κοινότητα των χριστιανών.
Τη χριστιανική πίστη τη γνώρισε από τους γονείς του. Όμως δε διευκρινίζεται αν και αυτοί ήταν δούλοι, ή ήταν μόνο ο γιος τους.
Οι δούλοι του αυτοκρατορικού οίκου, σαν τον Ευέλπιστο, είχαν πολλά προνόμια, που ήταν άγνωστα στους υπόλοιπους ομοίους τους. Ορισμένοι μάλιστα λάβαιναν εξειδικευμένη μόρφωση, και μνημονεύονταν η κοινωνική τους θέση στις επιτύμβιες επιγραφές τους[21]
Ο άλλος μαθητής του Ιουστίνου, ο Ιέρακας, όταν ερωτάται από τον έπαρχο, απαντάει ότι έχει έλθει στη Ρώμη από το Ικόνιο της Φρυγίας, και οι γονείς του δε ζουν πλέον[22]. Από την απάντησή του συμπεραίνεται ότι δεν ήταν δούλος, και είχε έλθει στη Ρώμη με τη θέλησή του, προφανώς σε αναζήτηση κάποιας καλύτερης τύχης. Δε διευκρινίζεται ούτε η κοινωνική του προέλευση, ούτε οι ασχολίες που είχε στη Ρώμη.
Το μαρτύριο του Πολυκάρπου[23] είναι βέβαιο ότι πρέπει να τοποθετηθεί στο δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ.[24]. Σε επιστολή που στέλνει η χριστιανική κοινότητα της Σμύρνης σε αυτήν του Φιλομηλίου, εξιστορεί τα γεγονότα και το τέλος του μάρτυρα. Όπως σημειώνεται στο κείμενο, το πλήθος αναζητεί τον Πολύκαρπο, για να τον οδηγήσει στο θάνατο. Αυτός κρύβεται σε αγρόκτημα, τον συλλαμβάνουν όμως, και τον οδηγούν στο στάδιο, όπου ο ανθύπατος προσπαθεί να τον μεταπείσει. Στο τέλος βρίσκει το τέλος από τη φωτιά, στην οποία τον ρίχνουν.
Ο Πολύκαρπος πρέπει να ήταν αρκετά σημαντικό πρόσωπο. Αυτό δείχνει και η μαρτυρία του Ιερώνυμου, που τονίζει ότι αυτός ήταν «totius Asiae prιnceps»[25]. Ταυτόχρονα σε όλο το μαρτύριο, τα στοιχεία που δίνονται, αφήνουν να βγει το συμπέρασμα ότι ήταν πράγματι μία προσωπικότητα με κύρος.
Αυτό αποδεικνύεται από τα παρακάτω: Οι συνεργάτες του θέλουν οπωσδήποτε να τον σώσουν. Έτσι τον οδηγούν έξω από τη Σμύρνη, και τον κρύβουν σε ένα αγρόκτημα[26]. Επειδή όμως κινδυνεύει να συλληφθεί, εγκαταλείπει το καταφύγιό του, που ήταν «a0gri/dion», όπως το ονομάζει το κείμενο[27], δηλ. μικρό αγρόκτημα, και καταφεύγει σε άλλο. Προδίδεται όμως, από έναν υπηρέτη που τον βασάνισαν. Αυτός, ήταν ένας από τους «οικείους» του Πολύκαρπου, οι οποίοι ήταν δούλοι, που βρισκόταν στην υπηρεσία του. ’ρα, ή το αγρόκτημα ήταν δικό του, και οι δούλοι τον είχαν συνοδέψει, στην προσπάθειά του να κρυφτεί, ή διέμεναν μόνιμα στο αγρόκτημα και το φρόντιζαν. Στην πρώτη περίπτωση, πιθανό θα ήταν, και αυτοί να κρύβονταν μαζί με τον Πολύκαρπο, και έτσι να μην τους εύρισκαν οι διώκτες. Αφού όμως δε συνέβη αυτό, απομένει η δεύτερη περίπτωση, να διέμεναν δηλαδή μόνιμα στο αγρόκτημα, έστω και αν ήταν μικρό, και να το φρόντιζαν. Οι αστυνομικοί και οι ιππείς τον πιάνουν σε χώρο που του ήταν οικείος, αφού μπορούσε να απομακρυνθεί γρήγορα από εδώ και να καταφύγει σε άλλο τόπο, ενώ, όταν συλλαμβάνεται, παραγγέλλει, σαν κύριος του αγροκτήματος, να δώσουν στα όργανα της τάξης, φαγητό και ποτό. Ενεργεί δηλαδή ως αφέντης και του κτήματος και των ανθρώπων. Το πιθανότερο λοιπόν είναι το[1] Ευσέβιος Β΄, 25, 2. Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Χρήστου. Βλ. Ευσέβιου 1 1977, σ. 239.
[2]
Ακολουθείται το χρονολογικό σχήμα του d.
[3] Ευσέβιος Γ΄ 17,1.
[4] Ευσέβιος Β΄25,1
[5]
D. St. Croix
2005, σ. 35. Εντύπωση κάνει το γεγονός πως ο d.
[6] όπ. παρ. σ. 60
[7] όπ. παρ. σ. 60-61, 81,86. Πρβλ. και αυτά που γράφει ο Pierre Grimal 2004, σ. 212-213. Όπως τονίζει «Πάντα υπήρχε θέση, στον παγανισμό εκείνης της εποχής, για κάθε νέα θρησκεία. Όμως αυτό είναι κάτι που οι χριστιανοί δεν μπορούν να ανεχτούν, θεωρώντας πως η δική τους αλήθεια είναι μοναδική», και «Ήδη από την εποχή των Αντωνίνων τους κατηγορούν ότι συγκεντρώνονται τις νύχτες για συμπόσια, στη διάρκεια των οποίων θυσιάζουν και τρώνε παιδιά. Κι αυτό επειδή αρνούνται τις παραδοσιακές τελετές του παγανισμού, απορρίπτουν με αποτροπιασμό την κατανάλωση των θυσιασμένων σφάγιων, ενώ μεταξύ τους επιδίδονται σε τελετουργικά συμπόσια».
[8]
Τακιτος Annales,
44,5
[9] Βλ. Κυρτάτας 1992
[10] Βλ., για παράδειγμα, τις εργασίες του Καρλ Κάουτσκι, όπως παρουσιάζονται στο Κυρτάτας 1992, σ. 30-31.
[11] Για τα μαρτυρολόγια, και τον χωρισμό τους σε «πρακτικά της ενώπιον των ανθυπάτων ή άλλων αρχόντων διαδικασίας» και «Πάθη», βλ. Π.Κ. Χρήστου «Μαρτυρολόγιον», στη ΘΗΕ, τ. 8 1966, στ. 795-798.
[12] Όπως για παράδειγμα στην Πατρολογία του Στυλιανού Παπαδόπουλου που χρησιμοποιείται στην παρούσα εργασία.
[13] Barnes T.D. 1984, σ.509-531
[14] Musurilo 1972
[15] Χρήστου 1978
[16] Δεν περιλαμβάνονται μαρτυρολόγια τα οποία δε δίνουν επαρκή στοιχεία για την κοινωνική προέλευση των μαρτύρων (όπως, για παράδειγμα, η έκθεση του Ευσέβιου περί του μαρτυρίου των Αλεξανδρέων επί Δεκίου), ή δίνουν στοιχεία τελείως αμφισβητούμενα.
[17] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 42-60 και Χρήστου 1978, σ. 89-101
[18] Μαρτύριο Ιουστίνου 4,3
[19] Μαρτύριο Ιουστίνου 4,7
[20] Μαρτύριο Ιουστίνου 4,3
[21] Οι πληροφορίες προέρχονται από Κυρτάτας Δ. 1992, σ.141 κ.ε.
[22] Μαρτύριο Ιουστίνου 4.6
[23] Βλ. το κείμενο που περιέχει το μαρτύριο του Πολυκάρπου στο Musurillo 1972, σ. 2-21 και στο Χρήστου 1978, σ. 102-129.
[24] Για τα προβλήματα σχετικά με τη χρονολόγηση του μαρτυρίου βλ. Χρήστου 1960,στ. 531-532 και Barnes 1984 (1998), σ. 511-514
[25]
De viris illustribus, 17.
[26] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 5-8
[27] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 5,1
αγρόκτημα και οι άνθρωποι που εργάζονταν σε αυτό, να του ανήκαν.
Στη συνέχεια, η στάση του Πολύκαρπου στην προτροπή του ανθύπατου να πείσει το λαό για τη διδασκαλία του χριστιανισμού, δίνει στοιχεία για την κοινωνική καταγωγή του[1]. Προηγουμένως, είχε ζητήσει να διδάξει στον ανθύπατο τα πιστεύω του. Τώρα, απαντάει στον εκπρόσωπο της εξουσίας, πως μόνο αυτόν θεωρεί άξιο να τον διαφωτίσει, ενώ δε θεωρεί άξιο το πλήθος γι αυτό το πράγμα.
Βέβαια, όπως διευκρινίζει ο Πολύκαρπος, ο ανθύπατος εκπροσωπεί το κράτος, και επειδή πρέπει να δίνεται στα όργανά του η αρμόζουσα τιμή, έχει αυτή την αντίληψη. Αυτό όμως δεν αναιρεί την περιφρονητική στάση του απέναντι στο λαό. Αναδύεται έτσι η απαξίωση, για τη γνώμη τουλάχιστον των ανθρώπων, που έχουν γεμίσει το στάδιο. Να οφείλεται αυτό σε μία αριστοκρατική θεώρηση του χριστιανικού μηνύματος, ή να θεωρούσε ο «διδάσκων πολλούς»[2], ότι ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητό το μήνυμά του, μέσα στον ορυμαγδό του σταδίου;
Πάντως και το πλήθος των εθνικών και των ιουδαίων της Σμύρνης φαίνεται να γνωρίζει καλά τον Πολύκαρπο και την καίρια θέση που κατέχει στο χριστιανικό κίνημα της Μικράς Ασίας. Στα συνθήματα που φωνάζει, τον αποκαλεί «διδάσκαλο της Ασίας, πατέρα των χριστιανών, καθαιρέτη των θεών του, και δάσκαλο που διδάσκει τους πολλούς να μη θυσιάζουν και να μην προσκυνάνε»[3]. Με αυτόν τον τρόπο ο Πολύκαρπος παρουσιάζεται να έχει έναν ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του pater familias των ρωμαϊκών domus[4]. Έχει, όπως και αυτός απεριόριστες δικαιοδοσίες: Όλοι οι χριστιανοί της Ασίας των υπακούνε, έχει γκρεμίσει τους θεούς του πλήθους, και διδάσκει να μη γίνονται θυσίες. Στην πραγματικότητα, όπως προκύπτει από τα συνθήματα του κόσμου, ο Πολύκαρπος επηρεάζει όχι μόνον χριστιανούς, αλλά και άλλους, που δείχνουν να εκτιμούν τη διδασκαλία του.
Δε φαίνεται όμως ο λαός να τον συμπαθεί ιδιαίτερα, αφού ζητάει από τον «ασιάρχη» Φίλιππο να στείλει το λιοντάρι εναντίον του Πολύκαρπου, και όταν αναγγέλθηκε ότι αυτό απαγορεύεται, ζητούσαν όλοι μαζί να καεί ζωντανός.
Το ότι λοιπόν ο Πολύκαρπος ήταν μία σπουδαία προσωπικότητα, είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Το ζήτημα είναι ποια θέση κατείχε στον κοινωνικό ιστό της Σμύρνης και γενικότερα της Μικράς Ασίας.
Ο Πολύκαρπος δε φαίνεται να εξαρτάται από κανέναν. ’ρα δεν ήταν ούτε απελεύθερος με πάτρωνα, ούτε δούλος, ούτε και ελεύθερος με μικρό εισόδημα. Φαίνεται να έχει ατομική περιουσία εκτός αν τα αγροκτήματα που κρυβόταν, ανήκαν στη χριστιανική κοινότητα της οποίας ήταν επικεφαλής -, που δε γίνεται γνωστό το μέγεθός της. Παράλληλα οι τρόποι του, φανερώνουν άτομο με κύρος, που ήταν συνηθισμένο να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο σεβασμό, ενώ διαθέτει επιτηδειότητα, μόρφωση και επιτεύγματα[5], αφού έχει προσελκύσει στις ιδέες του πολλούς κατοίκους της Ασίας.
Το
κείμενο του μαρτυρίου του, τον προσφωνεί «θαυμασιώτατο»[6]
και «μακάριο»[7],
ενώ αναφέρθηκε προηγουμένως η μαρτυρία του
Ιερώνυμου, που τον θεωρούσε princeps
όλης της Ασίας.
Στο ρωμαϊκό σύστημα κοινωνικών αξιών των δύο πρώτων αιώνων της ηγεμονίας, για να ανήκει κάποιος στην ανώτερη βαθμίδα έπρεπε «να είναι πλούσιος, να ασκεί ανώτερα λειτουργήματα και συνεπώς εξουσία, να διαθέτει κύρος στην κοινωνία και να ανήκει σε ένα ηγετικό ordo, μία προνομιούχα τάξη οργανωμένη σε σώμα»[8]. Ο Πολύκαρπος ασκούσε εξουσία, μέσω της θέσης που κατέχει στο χριστιανικές κοινότητες της Μ. Ασίας, που αναγνωρίζεται από όλους, όπως προκύπτει από τη στάση του ρωμαίου ανθύπατου απέναντί του και από τα συνθήματα του πλήθους. Η απάντηση που δίνει στο ρωμαίοι ανθύπατο, αν και αντικατοπτρίζει μια γενικότερη χριστιανική θεώρηση για το ρόλο της εξουσίας, εντούτοις δείχνει ταυτόχρονα και την αντίληψη που θα είχε γι αυτή, ένας άνθρωπος που θα τη στήριζε.
Με όλα τα παραπάνω φανερώνεται ότι στο μαρτύριο του Πολύκαρπου, πρωταγωνιστεί ο pater familias των χριστιανών της Μ. Ασίας, που είναι επικεφαλής του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής. Αναδεικνύεται, από τις απαντήσεις του, τη συμπεριφορά του, αλλά και από τον τρόπο που τον αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι, ότι γνωρίζει καλά τις συνήθειες της επαρχιακής αριστοκρατίας. Επομένως, ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη, και γι αυτό είναι υπολογίσιμος από όλους.
3. Μαρτύριο των εν Λουγδούνω τελειωθέντων
Το μαρτύριο των εν Λουγδούνω τελειωθέντων[9], περιλαμβάνεται και στο πέμπτο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου. Η περιγραφή του είχε σταλεί ως επιστολή από τις χριστιανικές κοινότητες της Βιέννης και της Λυώνος, στους χριστιανούς της Ασίας και της Φρυγίας Αυτή περιέχει το διωγμό του 177, επί βασιλείας Μάρκου Αυρηλίου[10], εναντίον των χριστιανών της Γαλατίας.
Στο μαρτύριο περιγράφονται οι διώξεις της ρωμαϊκής αρχής εναντίον των χριστιανών του Λουγδούνου. Μέσα από ηρωικές αφηγήσεις ξεπροβάλλουν χαρακτηριστικές ιστορίες χριστιανών, που προτιμούν το μαρτύριο, παρά να προδώσουν την πίστη τους. Ενώπιον των ρωμαϊκών αρχών, ομολογούν ότι είναι χριστιανοί, και δεν προτίθενται να αλλάξουν τα πιστεύω τους.
Η κοινωνική τους καταγωγή παρουσιάζεται στην αφήγηση. Έτσι, ο Ουέτιος Επάγαθος ήταν «επίσημος», η Βλανδίνα ήταν δούλη, για την οποία η κυρία της αγωνιούσε αν θα αντέξει το μαρτύριο, ο ’τταλος ήταν ονομαστός, ρωμαίος πολίτης, και είχε υπάρξει στύλος και στήριγμα των πιστών, ενώ ο Αλέξανδρος ήταν γιατρός. Τέλος όλη η κοινότητα θα πρέπει να διέθετε ανθηρό ταμείο, μιας και τα μέλη της ήθελαν να δωροδοκήσουν τους φύλακες, για να πάρουν τα πτώματα των μαρτύρων[11].
Απ΄ ότι φαίνεται, τη χριστιανική κοινότητα της Λυών την αποτελούσαν άτομα από όλα τα κοινωνικά στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας. Οι δούλοι, όπως φαίνεται από την περίπτωση της Βλανδίνας, ακολουθούσαν τους κυρίους τους, που ήταν και υπεύθυνοι για τη στάση που αυτοί θα κρατούσαν στο μαρτύριο, έχοντας έτσι το ρόλο του προστάτη, που καθοδηγεί και εκπροσωπεί τα μέλη του domus του.
Η ιδιότητα του Επάγαθου, ως «επίσημου»,
δεν τον κατατάσσει απαραίτητα στην
συγκλητική αριστοκρατία. Είναι πιθανόν να
ήταν μέλος της τάξης
των ιππέων, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η
μαρτυρία του Δίονος Κάσσιου, (αν και αυτή
αφορά τελείως διαφορετική περίπτωση,
μπορεί όμως να θεωρηθεί γενικός κανόνας για
την κοινωνική κατάσταση των «επίσημων»): «Ð d SeouÁroj xestr£teuse kat¦
toà N
grou. oátoj d 'ItalÕj mn Ãn,
x ppšwn,
oÜte d j tÕ kretton oÜte j tÕ ceron
p
shmoj, éste tin¦ À p£nu aÙtÕn painen
À p£nu yšgein»[12].
Σημαντικός φαίνεται να είναι ο ρόλος των ρωμαίων πολιτών στην κοινότητα. Ο κυβερνήτης δεν τους τιμωρεί αμέσως[13], αλλά περιμένει από τον αυτοκράτορα να του δώσει οδηγίες για την τύχη τους. Αυτός διατάζει όσοι παραμένουν χριστιανοί να βασανιστούν, ενώ, όσοι το αρνούνται να ελευθερωθούν. Στο τέλος, τους ανεβάζει όλους στο βήμα, εμπρός στον όχλο, και κόβει τα κεφάλια των ρωμαίων πολιτών, που παρέμειναν χριστιανοί, ενώ τους υπόλοιπους τους έστειλε στα θηρία[14].
Οι γιατροί, σύμφωνα με την άποψη του Alfoldy, συγκέντρωναν μεγάλα ποσά από αμοιβές, ενώ δεν ήταν πάντα εκ γενετής ελεύθεροι[15]. Μπορεί να ήταν απελεύθεροι[16], που είχαν καταβάλλει τεράστια ποσά για την απελευθέρωση τους[17], ή να ανήκαν στα κατώτερα αστικά στρώματα.
Επομένως η κοινότητα του Λούγδουνου αποτελούνταν από άτομα που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, από επαγγελματίες, που μπορεί να ήταν απελεύθεροι και από δούλους, που ακολουθούσαν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των αφεντικών τους, ως μέλη του domus. Φαίνεται να είναι εύπορη ομάδα και το ταμείο της να διαθέτει αρκετά χρήματα, μιας και μπορούσε να διαθέσει ποσά για δωροδοκίες.
Η ανώτερη κοινωνική προέλευση κάποιων μελών της χριστιανικής κοινότητας του Λούγδουνου, είναι πιθανόν να οφείλεται και στην καταγωγή τους. Όπως τονίστηκε, οι περισσότεροι προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και είχαν ελληνική μόρφωση. Μάλιστα , οι ντόπιοι ονομάζονται περιφρονητικά στην επιστολή « a2gria kai/ ba/rbara fu=la»[18], γεγονός που δείχνει την ελιτίστικη αντίληψη που είχαν τα μέλη της χριστιανικής ομάδας για τον εαυτό τους.
4.Μαρτύριο Σκιλλιτανών μαρτύρων
Το μαρτύριο των Σκιλλιτανών μαρτύρων[19] ανήκει στην κατηγορία των πρακτικών δικών, και αναφέρεται στην καταδίκη έξι χριστιανών από τη κώμη Scilli, που ήταν κοντά στην Καρχηδόνα.
Το μαρτύριο συνέβη στις 17 Ιουλίου 180[20]. Πρωταγωνιστές του είναι κυρίως τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες, οι Σπεράτος, Νάρτζαλος, Κιττίνος, Δονάτα, Σεκούνδα και Εστία, αν και στο τέλος κατά την εκφώνηση της απόφασης εναντίον τους, παρουσιάζονται να είναι και άλλοι μαζί τους.
Στο κείμενο δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες για την κοινωνική προέλευση των Σκιλλιτανών. Ο Σπεράτος, που μιλάει εξ ονόματος όλων και τους αντιπροσωπεύει, πουλάει, όπως δηλώνει, κάποια πράγματα και πληρώνει φόρο γι αυτά[21]. Ταυτόχρονα κάποιες απαντήσεις που δίνει, τους παρουσιάζουν να είναι νομοταγείς πολίτες, που δεν είχαν ποτέ δοσοληψίες με τις αρχές, και υπάκουαν στην κεντρική εξουσία[22].
Φαίνεται λοιπόν, τουλάχιστον ο Σπεράτος, να ανήκει στα επαρχιακά μεσαία στρώματα, κάτι που είναι πολύ πιθανόν να ισχύει και για τους υπόλοιπους. Ο μικροαστισμός του είναι έκδηλος στις απαντήσεις που δίνει, όπως και η προσπάθειά του να γεφυρώσει τη θρησκευτική του πίστη με την προσήλωσή τους στις αξίες της Ρώμης, όπως αυτές προβλήθηκαν στα πρώτα χρόνια του αυτοκρατορικού πολιτεύματος.
5. Μαρτύριο Κάρπου, Παπύλου και Αγαθονίκης
Το μαρτύριο του Κάρπου και των συνοδών του είναι γνωστό στον Ευσέβιο[23]. Δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών για το χρόνο που έλαβε χώρα. Έτσι ο Στυλιανός Παπαδόπουλος τονίζει ότι «υποστηρίχτηκε χωρίς επιτυχία η άποψη ότι το μαρτύριο έλαβε χώρα στους χρόνους του Δεκίου (Γ΄ Αιώνας)»[24], ενώ ο Παναγιώτης Χρήστου θεωρεί πως έχουν συνενωθεί σε αυτό δύο μαρτυρολόγια, που παρουσιάζουν χωριστά επεισόδια, ένα επί Μ. Αυρηλίου και ένα επί Δεκίου[25].
Το κείμενο έχει δομή πρακτικών δικών και έχει διασωθεί και σε ελληνική και σε λατινική μορφή. Οι μάρτυρες οδηγούνται, σύμφωνα με την αφήγηση, ενώπιον του ανθύπατου στην Πέργαμο, που τους ανακρίνει. Αρχίζει με τον Κάρπο και συνεχίζει με τον Πάπυλο ρωτώντας τον αν είναι βουλευτής[26]. Αυτός απαντάει ότι είναι πολίτης[27] και στη συνέχεια, ενώ έχουν οδηγηθεί στο μαρτύριο, μία γυναίκα, η Αγαθονίκη τους μιμείται και μαρτυρεί και αυτή.
Η μόνη σημαντική πληροφορία που διασώζει το μαρτύριο για την κοινωνική προέλευση των πρωταγωνιστών, είναι πως ο Πάπυλος είναι πολίτης της πόλεως των Θυατείρων. Φαίνεται ότι ήταν γνωστό και σεβαστό πρόσωπο, που διέθετε και περιουσία, αφού ο ανθύπατος τον ρωτάει αν είναι βουλευτής.
Η Αγαθονίκη έχει ένα γιο, και αυτό το γνωρίζουν οι παριστάμενοι, αφού την προτρέπουν να τον λυπηθεί. Φαίνεται και αυτή να είναι γνωστή στην πόλη, και να γνωρίζουν όλοι την οικογενειακή της κατάσταση.
6. Μαρτύριο Απολλώνιου
Ο Ευσέβιος, στην «Εκκλησιαστική Ιστορία»[28] μας πληροφορεί για το μαρτύριο στη Ρώμη, την εποχή του Κόμμοδου, του Απολλώνιου, που ήταν επιφανής ως προς τον πλούτο και την καταγωγή, όπως συνάγεται από τη συνάφεια του κειμένου, και διάσημος για την παιδεία του και τις φιλοσοφικές του γνώσεις.
Το κείμενο του μαρτυρίου του[29], αποτελεί μεταγενέστερη επεξεργασία, και έχει έντονη την απολογητική διάθεση. Ο Απολλώνιος (ή Απολλώς, όπως τον παρουσιάζει το πλήρες ελληνικό κείμενο), προσάγεται ενώπιον του ρωμαίου Περέννιου στη Ρώμη, το διάστημα ανάμεσα το 180 και το 185[30]. Αποκαλείται και Σακκέας, γιατί έφερε σάκκο[31]. Πάντως το μαρτυρολόγιο δεν παρέχει κάποια στοιχεία που να μπορούν να διαφωτίσουν την κοινωνική καταγωγή του μάρτυρα. Αν και στο τέλος ο Περέννιος του δείχνει συμπάθεια και φανερώνει ότι θα ήθελε να τον απολύσει, αυτό δε σημαίνει ότι τον εκτιμάει για την κοινωνική του θέση, αλλά για τις απόψεις που ανέπτυξε ο Απολλώνιος. Αυτός άλλωστε φαίνεται να είναι και ο σκοπός του συντάκτη του κειμένου: να δείξει ότι η ρωμαϊκή αρχή που διεξήγαγε την ανάκριση, κατανοούσε την αλήθεια του χριστιανικού δόγματος, αλλά δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά, αφού η εξουσία, είχε εκδώσει νόμους εναντίον των χριστιανών.
Το μαρτύριο Κόνωνος[32] εμφανίζει ενδιαφέρον, γιατί παρουσιάζει έναν αυτοκρατορικό δούλο, τον Κόνωνα, να είναι χριστιανός και να οδηγείται στο μαρτύριο για την πίστη του.
Ο Κόνων, φαίνεται να μαρτυρεί την εποχή του αυτοκράτορα Δέκιου. Η σχετική διήγηση, μάλλον διασκευάστηκε τον 4ο αιώνα, και αυτή είναι η μορφή που διασώζεται σήμερα. Αν και δεν διακρίνεται για την ιστορική της ακρίβεια, εντούτοις δεν υπάρχουν λόγοι να θεωρηθούν οι πληροφορίες για την κοινωνική προέλευση του Κόνωνα ανακριβείς[33].
Ο Κόνων
λοιπόν ποτίζει έναν βασιλικό κήπο, όταν
συλλαμβάνεται, οπότε θα πρέπει να θεωρηθεί
αυτοκρατορικός δούλος, όπως τονίστηκε. Ο
ίδιος φανερώνει ότι ασχολείται
με γεωργικές εργασίες και μοχθεί κάθε
ημέρα[34].
Αναφέρει επίσης ότι κατάγεται από τη
Ναζαρέτ και είναι συγγενής με το Χριστό. Δε
φαίνεται να είναι πολύ ευφυής, πράγμα που
αναδεικνύει και το κείμενο του μαρτυρίου.
2.
3ος αιώνας
1. Μαρτύριο Περπέτουας
Το μαρτύριο της αγίας Περπέτουας[35] τοποθετείται στις 7 Μαρτίου του 203, ημέρα κατά την οποία γινόταν εορταστικές εκδηλώσεις στο αμφιθέατρο της Καρθαγένης, προς τιμήν του δευτερότοκου γιου του Σεπτίμιου Σεβήρου[36].
Η Ουβία Περπέτουα, συλλαμβάνεται στην πόλη των Θουβουρβιτανών, μαζί με τους δούλους Ρεβοκάτο και Φηλικιτάτη, και κλείνεται στη φυλακή. Μάταια ο πατέρας της την παρακαλεί να θυσιάσει και να γλυτώσει τη ζωή της. Στο τέλος, και αφού μεσολαβεί, μία σειρά οραμάτων, που τα διηγείται η ίδια, βρίσκει, μαζί με τους συντρόφους της, μαρτυρικό τέλος.
Το κείμενο τονίζει ότι η Περπέτουα ήταν είκοσι δύο χρονών[37], και είχε ένα μωρό[38]. Ενώ γίνεται λόγος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, τον πατέρα της και τους αδελφούς της, ένας εκ των οποίων ήταν κατηχούμενος, δεν αναφέρεται πουθενά ο σύζυγός της. Το πιθανότερο είναι να είχε διακόψει τις σχέσεις μαζί του, γιατί αυτός ήταν ειδωλολάτρης[39].
Σε δύο σημεία στο κείμενο του μαρτυρίου της Περπέτουας γίνεται λόγος για την καταγωγή της. Και τα δύο προέρχονται από τα χέρια των εκδοτών του κειμένου, και δεν ανήκουν στο σώμα του ημερολογίου της[40]. Στο κεφ. 2,1-2 δίνονται πληροφορίες για την καταγωγή των συλληφθέντων στην πόλη των Θουβουρβιτανών. Για την Περπέτουα αναφέρεται ότι «είχε γεννηθεί από επίσημη οικογένεια, είχε ανατραφεί πολυτελώς και είχε πανδρευτεί εξόχως»[41]. Ενώ, στο κεφ. 16,3 η Περπέτουα, αντιμετωπίζοντας τον χιλίαρχο, που μεταχειρίζονταν τους κρατούμενους με σκληρό τρόπο, του υπενθυμίζει ότι έχει να κάνει με ονομαστούς καταδίκους, που προορίζονται να θυσιαστούν στα γενέθλια του Καίσαρα Γέτα, γιου του Σεπτίμιου Σεβήρου[42].
Τα παραπάνω, σε σχέση με τη μαρτυρία των μεταγενέστερων πρακτικών[43], τοποθετούν την Περπέτουα σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Εξαιτίας αυτού δε θέλει να παρουσιαστεί στο στάδιο ατημέλητη, και, ενώ είναι έτοιμη να αγωνιστεί με το θηλυκό δαμάλι, δεν ξεχνάει να περιποιηθεί τον εαυτό της, ζητώντας να της φέρουν βελόνα, για να σφίξει τα ρούχα της, και δένει τα μαλλιά της[44]. Αν και αυτό περιλαμβάνονταν στη γενικότερη πρακτική των μαρτύρων, τονίζει ταυτόχρονα και το κύρος της Περπέτουας, που δεν ήθελε να επιτρέψει στο πλήθος να τη λυπηθεί, εξαιτίας της εμφάνισής της. Η υψηλή της μόρφωση διακρίνεται από τις οπτασίες της, που περιέχουν σκηνές ελληνικών μύθων[45], ενώ το κύρος της αναγνωρίζεται από την προσφώνηση «Κυρία», την οποία δέχεται από τον πατέρα της και από τον αδελφό της. Αυτή δε συμβαδίζει απαραίτητα μόνο με την ηρωική της στάση στη φυλακή, αλλά με τη γενικότερη συμπεριφορά της, που ήταν γνωστή στο οικείο περιβάλλον της.
Η βουλευτική τάξη (ordo decurionum) την εποχή της ηγεμονίας, στην οποία μάλλον ανήκει η Περπέτουα, είχε δημιουργηθεί από τις τοπικές ελίτ[46], και διοικούσε τα αστικά κέντρα, χωρίς όμως να έχει ουσιαστική δύναμη. Για τις μικρές πόλεις της Αφρικής, στην οποία ανήκει και η Thuburbo Minus, στην οποία έγινε η σύλληψη της Περπέτουας και των δύο δούλων, αρκούσε το ποσόν των 20.000 σηστερτίων[47] για την κατάληψη της βουλευτικής θέσης, τη στιγμή που στην περιοχή, το 2ο αιώνα, ακόμα και μία περιουσία 60.000 σηστερτίων θεωρούνταν μέτρια. Επομένως οι βουλευτές ήταν πλούσιοι, μόνο σύμφωνα με την τοπική αντίληψη.
Πάντως οι βουλευτές, όπως και οι βετεράνοι, ήταν απαλλαγμένοι, το 2ο αιώνα, από προσβλητικές ποινές[48]. Οπότε προκαλεί εντύπωση η στάση του φρουρού του Ιλαριανού, του επίτροπου που ανέκρινε την Περπέτουα, ο οποίος χτυπάει με ραβδί τον πατέρα της, όταν αυτός προσπαθούσε να αναιρέσει την ομολογία της. Η κίνησή του μπορεί να ερμηνευτεί μόνο εξαιτίας της έντασης της στιγμής, και του περιορισμένου κύρους που φαίνεται να διέθετε ο πατέρας της Περπέτουας στην περιοχή. Επίσης η συμπεριφορά του σε τίποτα δε θυμίζει έναν παράγοντα της επαρχίας. Προσπαθεί μόνον να μεταπείσει την κόρη του, και δεν προβαίνει σε καμία άλλη ενέργεια. Η στάση του, όμως μπορεί να εξηγηθεί εξαιτίας του μεγάλου του πόνου, της ηλικίας του[49] και της «ταπείνωσης» που θεωρεί ότι έχει δεχτεί βλέποντας ένα μέλος της οικογένειάς του, που το υπεραγαπάει, να κατηγορείται για ένα αδίκημα, που θεωρούνταν ατιμωτικό, αφού επέσυρε την ποινή του θανάτου.
Μαζί με την Περπέτουα συλλαμβάνονται, όπως έχει τονιστεί, και δύο δούλοι, οι Ρεβοκάτος και Φηλικιτάτη. Ήταν οικιακοί δούλοι και ευνοούμενοι της Περπέτουας[50], αφού, πιθανότατα, ανήκαν στον οίκο της. και είχαν κατηχηθεί μαζί στο χριστιανισμό από τον Σάτυρο. Ακολουθούν την τύχη της κυρίας τους, και οδηγούνται στο στάδιο μαζί της. Μάλιστα η Φηλικιτάτη, όντας λεχώνα, αρχίζει να στάζει γάλα από τους μαστούς της, πράγμα που προκαλεί τη συμπόνια του πλήθους. Δέχεται μαζί με την Περπέτουα τα χτυπήματα του θηλυκού ταύρου, φανερώνοντας έτσι την αφοσίωσή της σε αυτή.
2.Μαρτύριο Πιονίου
[1]Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 10
[2] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 10,2
[3] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 12,2
[4] Βλ. Alfoldy 1988, σ. 29, όπου τονίζεται ότι «ο pater familias διέθετε βάσει του κύρους του (auctoritas) απεριόριστη εξουσία πάνω στη σύζυγό του, τα παιδιά, τους δούλους του και τα οικογενειακά αγαθά (res familiaris).
[5] Όπ. παρ. σ. 203.
[6] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 5,1∙ 16,2.
[7] Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου 1,1∙ 19,1 ∙21,1∙ 22,1.
[8] Alfoldy 1988, σ.190-191.
[9] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 62-85 και Χρήστου Π. 1978, σ. 192-232
[10] Βλ. για τα παραπάνω, Χρήστου 1978, σ.52-57.
[11] Μαρτύριον των εν Λουγδούνω 1,61.
[12] Historiae Romanae 74,6
[13]
Για
τις ποινές που δεν έπρεπε να επιβάλλονται
σε ένα ρωμαίο πολίτη βλ. και
την ιστορία που παραθέτει ο Φιλόγελως
(«Εκ των Ιεροκλέους και Φιλαγρίου
γραμματικού», 139): «SidÒnioj kentour
wn dën zeughl£thn di¦ tÁj
¢gor©j €maxan fšronta kšleusen aÙtÕn tufqÁnai.
toà d epÒntoj Óti `RwmaÒj
emi, kaˆ oÙ cr¾ tÚptesqa
me di¦ tÕn nÒmontoÝj
bÒaj kšleusen Ð kentour
wn mastigwqÁnai.».
[14] Μαρτύριον των εν Λουγδούνω 1,47
[15] Alfoldy 1988, σ.203.
[16] Alfoldy 1988, σ. 220.
[17] Alfoldy 1988, σ. 241. Ο Πόπλιος Δεκίμιος Έρως Μέρουλας είχε καταβάλλει 50.000 σηστερτίους.
[18] Μαρτύριον των εν Λουγδούνω, 1,57.
[19] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 86-89 και Χρήστου Π. 1978, σ.244-250
[20] Χρήστου Π. 1978, σ.63
[21] Μαρτύριο Σκιλλιτανών 6
[22] Μαρτύριο Σκιλλιτανών 2
[23] Εκκλησιαστική Ιστορία 4,15,48.
[24] Παπαδόπουλος Στ. 1982, σ. 246
[25] Χρήστου Π. 1978, σ.50
[26] Για τους βουλευτές βλ. παρακάτω στο «Μαρτύριο Περπέτουας» σελ. 15
[27]
Μαρτύριο Κάρπου, Παπύλου και
Αγαθονίκης, 24-25
[28] Εκκλησιαστική Ιστορία 21,1-5
[29] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 90-105 και Χρήστου Π. 1978, σ.224-242
[30] Βλ. και Παπαδόπουλος Στ. 1982, σ.279. Το ερώτημα είναι αν ο Απολλώνιος προσάγεται ενώπιον της Συγκλήτου. Πάντως, όπως τονίζει ο de Ste Croix (1995, σ. 42, υπ. 37) «οι σωζόμενες εκδοχές του μαρτυρίου και η διήγηση του Ευσέβιου είναι συγκεχυμένες, ειδικά όσον αφορά το ρόλο που έπαιξε η Σύγκλητος.
[31] Χρήστου Π. 1978, σ.225, υπ. 3, όπου τονίζεται «Σακκάς, ο φέρων σάκκον ή ο ασκητής πιθανώς».
[32] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 186-192 και Χρήστου Π. 1978, σ.294-303.
[33] Για τα προβλήματα βλ. Χρήστου Π. 1978, σ. 76-77.
[34] Μαρτύριον Κόνωνος 2,6.
[35] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 106-131, Χρήστου 1978, σ. 252-293, Αθανασιάδη 1999 σ. 26-45 (παρατίθενται μόνον τα τμήματα του ημερολογίου της Περπέτουας)
[36] Αθανασιάδη 1999, σ. 9
[37] 2,3
[38] 3,8
[39] Χρήστου 1978, σ. 255 σημ. 4
[40] Για το ζήτημα της έκδοσης του κειμένου και των προσθηκών σε αυτό βλ. Αθανασιάδη 1999, σ. 9-10.
[41] Η μετάφραση είναι του Π. Χρήστου 1978, σ. 255.
[42] Προφανώς ο διάλογος της Περπέτουας με το χιλίαρχο είναι γνήσιος. Ο ρωμαίος αξιωματούχος φοβούνταν να μη δραπετεύσουν οι χριστιανοί κρατούμενοι από τη φυλακή, χρησιμοποιώντας μαγικές επωδές.
[43] Σύμφωνα με αυτά η Περπέτουα ήταν de nobili genere. Βλ. Αθανασιάδη 1999, σ. 23 (υποσ. 18)
[44] 20,4
[45] Βλ. Αθανασιάδη 1999, σ. 18-19.
[46] Alfoldy 1988, σ.
194.
[47] Alfoldy 1988, σ.
226.
[48] Alfoldy 1988, σ.
196
[49] Βλ. τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί (κεφ. 5) στην προσπάθειά του να μεταπείσει την Περπέτουα.
[50] Βλ. και Κυρτάτας 1992, σ. 97
[51] Εκκλησιαστική Ιστορία 4,15,47
τον καιρό που μαρτύρησε και ο Πολύκαρπος. Η περιγραφή όμως ταιριάζει στους χρόνους του Δέκιου. Το κείμενο του μαρτυρίου είναι πιθανό να προέρχεται από το τέλος του Γ΄ αιώνα, και αποτελεί επεξεργασία παλαιότερων πηγών[1].
Σύμφωνα με το κείμενο[2] συλλαμβάνονται, κατά το διωγμό του Δέκιου, ο πρεσβύτερος Πιόνιος, η ομολογήτρια Σαβίνα, ο Ασκληπιάδης, η Μακεδονία και ο πρεσβύτερος Λίμνος. Οδηγούνται μπροστά στον νεωκόρο[3] Πολέμονα, που θέλει να τους εξαναγκάσει να φάνε ειδωλόθυτα. Ο Πιόνιος αναπτύσσει τα επιχειρήματά του, που έχουν αντιϊουδαϊκό χαρακτήρα, και, μετά από τη συζήτηση που ακολουθεί, ο Πολέμων στρέφεται στη Σαβίνα και στον Ασκληπιάδη. Τους κλείνουν στη φυλακή και εδώ βρίσκουν το Λίμνο, τη Μακεδονία και έναν Μοντανιστή ονόματι Ευτυχιανό. Πολλοί ειδωλολάτρες τους επισκέπτονται και συζητούν μαζί τους, αυτοί όμως δεν αλλάζουν γνώμη. Φτάνει κατόπιν στη Σμύρνη ο ανθύπατος Κυντιλλιανός, και μετά από ανάκριση και την άρνηση του Πιόνιου να θυσιάσει, τον σταυρώνει μαζί με τον πρεσβύτερο Μητρόδωρο, που ανήκε στους Μαρκιωνίτες.
Ξεκάθαρα στο κείμενο τονίζεται η κοινωνική προέλευση της Σαβίνας. Αυτή ήταν δούλη της Πολίττης, η οποία είχε προσπαθήσει τον καιρό του Γορδιανού να την μεταστρέψει από την πίστη της. Δεν τα κατάφερε όμως, και γι αυτό την έστειλε στα βουνά, προφανώς για να την εξοντώσει. Τη βοήθησαν όμως χριστιανοί, που κατέβαλλαν προσπάθειες για να την ελευθερώσουν, ενώ αυτή έμενε κοντά στον Πιόνιο. Δεν τα κατάφεραν όμως, γιατί στο μεταξύ τη συνέλαβαν.
Για τον Πιόνιο το κείμενο δε δίνει αρκετές πληροφορίες για την κοινωνική του κατάσταση. Παρουσιάζεται όμως να είναι άνθρωπος με γνώσεις και ικανός στο λόγο. Ταυτόχρονα ο νεωκόρος, μαζί με κάποιους δικηγόρους, προσπαθεί να τον πείσει να θυσιάσει και να φάει ειδωλόθυτα, λέγοντάς του ότι τον αγαπάνε και είναι άξιος να ζει, επειδή έχει ήθος και είναι δίκαιος[4]. Η παραπάνω μαρτυρία, αν συνδυαστεί με την απάντηση που δίνει ο Πιόνιος στον πονηρό δικηγόρο Αλέξανδρο (« 0Epilabou= su/ par e0mou= a0kou/ein. #A ga/r su/ oi6daς, oi6da, a4 de/ egw/ e0pi/stamai, su/ a0gnoei=j»[5]) και τη ρητορική δεινότητα που δείχνει να έχει, φανερώνουν ότι ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου (« a0gorai=oj»).
Πάντως δε φαίνεται όλοι να έχουν την ίδια εκτίμηση για τους δικηγόρους, όπως ο Πολέμων. Όπως τονίζει ο Φιλόστρατος ήταν ιταμοί και θρασείς[6], ενώ η ιδιότητά τους ήταν συνώνυμη με το κακόηχο prhxèn, prhxÒnoj[7], όπως πληροφορεί ο Ηρωδιανός.
Ο σύντροφος του Πιόνιου Ασκληπιάδης αποκαλείται από συμπολίτη του ανθρωπάριο[8]. Ο Τερέντιος, επιμελητής των αγώνων, θέλει να τον πάρει ως κατάδικο, για να λάβει μέρος στους αγώνες των μονομάχων. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν να ήταν και αυτός δούλος, όπως και η Σαβίνα.
Το κείμενο λοιπόν παρουσιάζει έναν συνήγορο, τον Πιόνιο και δύο δούλους να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται εμπρός στα κρατικά όργανα, για να θυσιάσουν. Το χαρακτηριστικό είναι πως η δούλη δεν ακολουθεί τις αντιλήψεις της κυρίας της, και μάλιστα τιμωρείται γι αυτό. Αναδεικνύεται έτσι μία κατηγορία δούλων, που έχουν προσχωρήσει στο χριστιανισμό, χωρίς τη συγκατάθεση των αφεντικών τους.
3. Πράξεις Μαξιμιλιανού
Το κείμενο του μαρτυρίου του Μαξιμιλιανού[9], σώζεται σε μορφή πρακτικών δίκης, και προέρχεται, κατά πάσα πιθανότητα, από το τέλος του Γ΄ αιώνα[10]. Ο χώρος του μαρτυρίου είναι η Tebessa της Νουμιδίας.
Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Μαξιμιανός οδηγείται από τον πατέρα του στον Πομπηιανό, για να καταταγεί στο ρωμαϊκό στρατό. Ομολογεί ότι είναι χριστιανός και βρίσκει μαρτυρικό θάνατο.
Πρόκειται για κείμενο που παρουσιάζει την επίδραση του χριστιανισμού στα άτομα που ανήκουν στο ρωμαϊκό στρατό. Τα χαρακτηριστικό του μαρτυρίου είναι πως ο Μαξιμιανός προτιμάει να ομολογήσει ότι είναι χριστιανός, και να δεχτεί έτσι μαρτυρικό θάνατο, από τη στρατιωτική καριέρα, που μπορεί να του εξασφάλιζε ένα καλό μέλλον.
4. Πράξεις Μάρκελλου
Ο εκατόνταρχος του ρωμαϊκού στρατού Μάρκελλος, επειδή πέταξε τα διακριτικά του, στις εορτές των γενεθλίων των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού και Διοκλητιανού το 298, καταδικάστηκε σε θάνατο στην κωμόπολη Tanger της Μαυριτανίας. Υπηρετούσε στη λεγεώνα ΙΙ Traiana, και ομολόγησε ότι είναι χριστιανός.
Το μαρτύριο[11] εμφανίζει ενδιαφέρον, γιατί ένας ακόμη στρατιωτικός, που είχε θέση στην ιεραρχία, παρουσιάζεται να είναι χριστιανός και να προτιμάει τη θρησκευτική του πίστη από την αφοσίωση στον αυτοκράτορα.
3. Μαρτυρολογικές εκθέσεις Ευσέβιου
1. Μαρτύριο Ποταμιαίνης και Βασιλείδου
Το μαρτύριο της Ποταμιαίνης και του Βασιλείδου χρονολογείται περίπου το 210[12]. Σύμφωνα με την αφήγηση του Ευσέβιου, που την παραθέτει στο 6,5 κεφάλαιο της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» του, η Ποταμίαινα, μία πολύ όμορφη γυναίκα, οδηγείται ενώπιον του δικαστή Ακύλα, επειδή είναι χριστιανή. Αφού υποβάλλεται σε βασανιστήρια, την παραλαμβάνει ένας στρατιωτικός, ο Βασιλείδης, για να την οδηγήσει στο μαρτύριο. Της φέρεται με συμπάθεια σε αυτές τις τελευταίες στιγμές της, και όταν του ζητάνε αργότερα να δώσει έναν στρατιωτικό όρκο, αυτός το αρνείται, και ομολογεί ότι είναι χριστιανός, βρίσκοντας έτσι μαρτυρικό τέλος.
Το κείμενο παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον για το θέμα μας, επειδή παρουσιάζει έναν ακόμη στρατιωτικό, να δέχεται το χριστιανισμό και να μαρτυρεί για τις αντιλήψεις του. Μάλιστα εμφανίζεται να μην εκπληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, αφού αρνείται να ορκιστεί, κάτι, που όπως φαίνεται, ήταν υποχρεωτικό γι αυτούς που υπηρετούσαν τη Ρώμη.
Το είδος του όρκου που έπρεπε να δώσει δε γίνεται γνωστό από το μαρτυρολόγιο. Είναι πολύ πιθανό να ήταν μία πράξη που αποδείκνυε της αφοσίωση του στρατιώτη στον αυτοκράτορα.
Ο Βασιλείδης, όπως μαρτυρεί ο Ευσέβιος[13] ήταν ο έβδομος που μαρτύρησε από τη σχολή του Ωριγένη. Σε αυτή, προσέρχονταν και Εθνικοί, που ήταν λόγιοι και φιλόσοφοι, καθόλου τυχαίοι άνθρωποι[14]. Αυτοί κατόπιν έγιναν χριστιανοί και μαρτύρησαν.
Η συνάφεια του κειμένου τοποθετεί και το Βασιλείδη ανάμεσα σε αυτούς. Όταν εκδίδεται η απόφαση για την Ποταμίαινα, αυτός την οδηγεί στον τόπο εκτέλεσης της ποινής, προφανώς ως επικεφαλής στρατιωτικού αποσπάσματος, που ήταν επιφορτισμένο με αυτό το σκοπό. Επομένως είναι αναντίρρητο το στρατιωτικό του αξίωμα, ενώ η παρακολούθηση των μαθημάτων του Ωριγένη τον κατατάσσουν ανάμεσα στους ανθρώπους, που είχαν εκδηλώσει από νωρίς ενδιαφέρον για το χριστιανισμό.
2. Μαρτύριο Μαρίνου
Το μαρτύριο του Μαρίνου περιέχεται στο Ζ΄ βιβλίο της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας»[15] του Ευσέβιου. Το γεγονός συνέβη, σύμφωνα με την αφήγηση του χριστιανού ιστορικού, το έτος 261[16]. Όπως τονίζεται στην περιγραφή, ο στρατιωτικός Μαρίνος πρόκειται να γίνει εκατόνταρχος. Κάποιος όμως, που εποφθαλμιά τη θέση του, τον καταγγέλλει ότι είναι χριστιανός. Ο Μαρίνος βρίσκεται σε δίλημμα, μετά όμως από παρέμβαση του επισκόπου της Καισάρειας Θεότεκνου, προτιμά τη χριστιανική του ιδιότητα και χάνει έτσι τη ζωή του.
Πρόκειται για περίπτωση στρατιωτικού, που οδηγείται στο μαρτύριο για τις χριστιανικές του αντιλήψεις. Η αφήγηση παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί προβάλλει έναν άνδρα, τιμημένο με στρατιωτικό αξίωμα, που ήταν ευγενής και πλούσιος. Στην πραγματικότητα, ο Μαρίνος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του όλες τις ρωμαϊκές αρετές: την ανδρεία, τη στρατιωτική τιμή, την καταγωγή και τον πλούτο. Ταυτόχρονα αναδεικνύει και πρακτικές, που ήταν ασυμβίβαστες, σύμφωνα με το κείμενο, με τη στρατιωτική ιδιότητα. Αυτές ήταν η χριστιανική πίστη και η αποφυγή της θυσίας στον αυτοκράτορα. Όμως ο Ευσέβιος[17], προτού κάνει λόγο για το μαρτύριο του Μαρίνου, αναφέρει ότι ο Γαλιηνός που κατάλαβε το θρόνο το 260[18], διέκοψε, με διατάγματα, το διωγμό εναντίον των χριστιανών. Επομένως, η αφήγηση υπονοεί ότι η ιδιότητα του χριστιανού ήταν ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του στρατιωτικού, άσχετα με το γεγονός της έκδοσης ή μη διαταγμάτων εναντίον των χριστιανών.
3. Μαρτύρια κατά τον τελευταίο διωγμό
To 296 ο Διοκλητιανός εξέδωσε το διάταγμα «De maleficiis et Manicheis», με το οποίο άρχισε να καταδιώκει τους Μανιχαίους[19]. Αυτό ήταν το προανάκρουσμα, για το διωγμό που θα ακολουθούσε εναντίον των χριστιανών.
Εκδίδονται το διάστημα ανάμεσα στο 303-304 τέσσερα αντιχριστιανικά διατάγματα. Σύμφωνα με το πρώτο, έπρεπε να καταστραφούν οι εκκλησίες των χριστιανών, οι ιερές γραφές τους να καούν, οι ανώτεροι υπάλληλοι, που ήταν χριστιανοί, έχαναν τα προνόμιά τους, όλοι οι χριστιανοί στερούνταν το δικαίωμα να κινηθούν νομικά εναντίον των διωκτών τους, και οι απελεύθεροι, που είχαν προσχωρήσει στο χριστιανισμό, επανέρχονταν στην τάξη των δούλων[20].
Ο Ευσέβιος περιγράφει τα γεγονότα του τελευταίου διωγμού στα βιβλία 8 και 9 της «Εκκλησιαστικής Ιστορίας» του. Όπως τονίζει, δεν μπορεί να μνημονεύσει όλα τα ονόματα των μαρτύρων, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, και θα τον οδηγούσε στη μακρηγορία[21]. Εντούτοις οι πληροφορίες που δίνει, και εδώ, για την κοινωνική καταγωγή των χριστιανών μαρτύρων είναι αρκετά ενδιαφέρουσες.
Αρχίζοντας την έκθεση των μαρτυρίων κατά το διωγμό[22], προβαίνει σε παρατηρήσεις για την κατάσταση των χριστιανικών κοινοτήτων, πριν από το διάταγμα του 303. Οι χριστιανοί διοικούσαν επαρχίες του κράτους, και απαλλάσσονταν από την υποχρέωση της θυσίας, τα μέλη του αυτοκρατορικού οίκου και των επιφανών οικογενειών, που ήταν χριστιανοί, επιτελούσαν με ελευθερία τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, ενώ σε όλες τις πόλεις γινόταν πολυάνθρωπες συγκεντρώσεις και ιδρύονταν χριστιανικοί ναοί.
Τα πράγματα, όπως τονίστηκε, αλλάζουν, και οι χριστιανοί βρίσκονται πλέον σε δεινή θέση, αφού, εξαιτίας της θρησκευτικής τους πίστης κινδυνεύουν να οδηγηθούν στο μαρτύριο, και να χάσουν τα κοινωνικά τους προνόμια και την καταξίωση που είχαν από αυτά.
Οι πρώτοι που κινδυνεύουν εξαιτίας των πεποιθήσεών τους είναι οι στρατιωτικοί. Προτού αρχίσει επίσημα ο διωγμός, ο Γαλέριος θεωρούσε ότι η χριστιανική ιδιότητα ήταν ασυμβίβαστη με το επάγγελμα του στρατιωτικού. Πολλοί τότε εγκαταλείπουν το στράτευμα, για να μη προδώσουν τις ιδέες του, ή ομολογούν την πίστη τους[23].
Το όνομα του πρώτου μάρτυρα δεν το παραθέτει ο Ευσέβιος[24]. Ήταν όμως ενδοξότατος, ανήκε δηλ. σε εκλεκτό γένος, είχε πιθανότατα μεγάλη περιουσία και όλοι αναγνώριζαν το κύρος του. Αυτός ξεσχίζει το αυτοκρατορικό διάταγμα, που βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο, κάνοντας έτσι γνωστά τα πιστεύω του.
Το πιο πιθανό είναι να πρόκειται για το Δωρόθεο, που αναφέρει προηγουμένως ο Ευσέβιος[25], ο οποίος είχε μεγάλες προσβάσεις στα κέντρα της εξουσίας. Αυτός, είχε κατευθύνει στο χριστιανισμό δούλους του αυτοκρατορικού οίκου, που οδηγήθηκαν στο μαρτύριο[26].
Στη συνέχεια, ο Ευσέβιος, παραθέτοντας τα μαρτύρια που έγιναν στη Θηβαΐδα, παρουσιάζει μία σειρά από χριστιανούς που διακρίνονταν για τον πλούτο τους, την αριστοκρατική καταγωγή, την υπόληψη που τους έτρεφε ο κόσμος, την ρητορική τους δεινότητα και την ενασχόλησή τους με τη φιλοσοφία[27]. Αναφέρει και τα ονόματα κάποιων από αυτούς, όπως του Φιλόρωμου, που ήταν ανώτερο αυτοκρατορικό στέλεχος στην Αλεξάνδρεια και ρωμαίος πολίτης, και του Φιλέα, του επισκόπου της εκκλησίας των Θμουϊτών, που ήταν δημόσιος λειτουργός και φιλόσοφος.
Συνεχίζοντας την παράθεση των μαρτυρίων, ο Ευσέβιος αναφέρει ότι σε μία πολίχνη στη Φρυγία, που ήταν χριστιανική, έβαλαν φωτιά και την έκαψαν. Εκεί βρισκόταν και ο ’δαυκτος[28], που κατάγονταν από αριστοκρατική ιταλική οικογένεια, και είχε λάβει, κατά πάσα πιθανότητα, τα αξιώματα του magister officiorum (υπουργός διοικήσεως) και procurator summae rei (υπουργός οικονομικών)[29].
Στην Αντιόχεια, την ίδια εποχή, μαρτύρησε μία γυναίκα, η οποία διακρινόταν για τον πλούτο της, την καταγωγή και την τιμιότητά της[30]. Όλοι οι συμπολίτες της εκτιμούσαν το ήθος της, ενώ είχε οδηγήσει στο χριστιανισμό και τις δύο κόρες της. Στην ίδια πόλη, άλλες δύο παρθένες πλούσιες και με ένδοξη καταγωγή, έχασαν τη ζωή τους για τις χριστιανικές τους ιδέες.
Στη συνέχεια ο Ευσέβιος παρουσιάζει έναν «επίσημο κατάλογο μαρτύρων»[31], όπως τον ονομάζει. Όπως έχει τονιστεί δε μπορεί να παραθέσει όλα τα ονόματα και αρκείται να ονομάσει αυτούς που κατείχαν σημαντικά εκκλησιαστικά αξιώματα. Αναφέρει λοιπόν τον επίσκοπο της Νικομηδείας ’νθιμο, τον πρεσβύτερο της εκκλησίας της Αντιόχειας Λουκιανό, που ήταν «to/n pa/nta bi/on a2ristoj»[32]. Από τη Φοινίκη μνημονεύει τους «επισημότατους», τον επίσκοπο της εκκλησίας της Τύρου Τυραννίωνα, τον πρεσβύτερο της Σιδώνας Ζηνόβιο που ήταν γιατρός, και τον Σιλβανό, επίσκοπο της Εμέσσης.
Από την Παλαιστίνη μαρτύρησαν ο επίσκοπος Γάζης Σιλβανός, οι αιγύπτιοι Πηλεύς και Νείλος και ο γνωστός από το έργο του Ευσέβιου « Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων» Πάμφιλος. Ενώ στην Αλεξάνδρεια, μάρτυρες αναδείχτηκαν οι επίσκοποι Πέτρος, Φιλέας, Ησύχιος, Παχώμιος, Θεόδωρος και οι πρεσβύτεροι Φαύστος, Δίος, Αμμώνιος.
Στη συνέχεια, ο Ευσέβιος, κάνοντας λόγο για τη διαγωγή του αυτοκράτορα της Ανατολής Μαξιμίνου[33], μιλάει για μία χριστιανή της Αλεξάνδρειας, που είχε ερωτική σχέση με αυτόν. Ήταν από αριστοκρατικό γένος και πολύ πλούσια («e0pishmota/th kai/ lamprota/th»). Ο Μαξιμίνος δεν ήθελε να τη σκοτώσει και γι αυτό της δήμευσε την περιουσία και την εξόρισε.
Όπως φαίνεται λοιπόν, στην αφήγηση του Ευσέβιου για το μεγάλο διωγμό, αρκετοί μάρτυρες κατάγονταν από ανώτερες κοινωνικές ομάδες. Στην πραγματικότητα το μαρτύριο συνδέεται με την σπουδαία κοινωνική καταγωγή. Μάλιστα, όταν στη συνέχεια, γίνεται λόγος για γυναίκες ελευθερίων ηθών («gunaika/ria»), θεωρεί ότι αυτές είχαν ομολογήσει ψευδώς τη χριστιανική τους ιδιότητα, επειδή τις εκβίαζε ένας στρατοπεδάρχης, τον οποίο οι Ρωμαίοι ονομάζουν Δούκα[34].
4. «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων»
Το έργο του Ευσέβιου «Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων» έχει χαρακτήρα ιστορικό και απολογητικό ταυτόχρονα[35]. Γι αυτό και χρειάζεται μεγάλη προσοχή, για να θεωρηθεί απόλυτα αξιόπιστη ιστορική πηγή. Εντούτοις δεν υπάρχουν λόγοι να αμφισβητηθούν οι πληροφορίες που δίνονται στο κείμενο για την καταγωγή των μαρτύρων και για την κοινωνική τους θέση, αν και διαφαίνεται, όπως και προηγουμένως, μία τάση υπερβολής, που στοχεύει στην ανάδειξη της μόρφωσης και της ευγένειάς τους. Η εξήγηση γι αυτό, είναι ότι ο Ευσέβιος ενδιαφέρονταν, στα πλαίσια της πολιτικής του θεολογίας, να αναδείξει τις πλέον σημαντικές χριστιανικές προσωπικότητες, και να αποκλείσει από την παρουσίασή του άλλους, που δεν είχαν ευγενική καταγωγή ή μόρφωση.
Ο Ευσέβιος παρουσιάζει μάρτυρες της Παλαιστίνης, κατά το διωγμό του Διοκλητιανού, που άρχισε το 303. Στις αφηγήσεις του ξεπροβάλλουν οι ηρωικές πράξεις συγκεκριμένων μαρτύρων. Για κάποιους από αυτούς η εξιστόρηση είναι εκτενέστερη, και δίνονται περισσότερες πληροφορίες, που προέρχονται μάλλον από το προσωπικό αρχείο του ιστορικού.
Ο πρώτος που εμφανίζεται στην εξιστόρηση του Ευσέβιου, είναι ο Προκόπιος που αντιτίθεται στο σύστημα της τετραρχίας, και διατυπώνει την πολιτική του άποψη, που τη συνδυάζει με τα θρησκευτικά του πιστεύω[36]. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τον Αλφειό και το Ζακχαίο[37], που μαρτυρούν, ενώ άλλοι είχαν δεχτεί να θυσιάσουν, και για το Ρωμανό[38], που δέχτηκε με ευχαρίστηση το μαρτύριο.
Στο δεύτερο έτος του διωγμού υποφέρει ο Τιμόθεος[39], ο Τιμόλαος, ο Διονύσιος, ο Ρωμύλος, ο Πάνησις, και ο Αλέξανδρος[40]. Τον τρίτο χρόνο ο Απφιανός[41], που ήταν πολύ πλούσιος και κάτοχος σημαντικής παιδείας, ένας νεαρός που ονομαζόταν Ουλπιανός[42],και ο Αιδέσιος[43], αδελφός του Απφιανού με φιλοσοφική μόρφωση. Το τέταρτο έτος μαρτυρεί ο Αγάπιος και η Θέκλα[44], το πέμπτο έτος η Θεοδοσία, παρθένος από την Τύρο[45], η ομάδα του πρεσβύτερου Συλβανού[46], και ο Δομνίνος[47]. Το έκτο έτος μία γενναία γυναίκα, που υπέφερε ως άνδρας[48] και ο τρισμακάριος Παύλος[49].
Μετά από μία ύφεση του διωγμού, ο Μαξιμίνος παραγγέλλει να θυσιάσουν όλοι και να κάνουν σπονδές. Ο Ευσέβιος αναφέρει με λεπτομέρειες την περίπτωση της Ενναθάς[50], το μαρτύριο του Πάμφιλου[51], που τον εκτιμάει ιδιαίτερα αφού υπήρξε δάσκαλός του[52], του διάκονου Ουάλη[53], του Παύλου, που κατάγονταν από την Ιάμνεια[54], του Πορφύριου[55], του Σέλευκου, που ήταν λαμπρός στρατιωτικός[56], του Θεόδουλου[57] και του Ιουλιανού[58]. Εντύπωση προκαλεί η περίπτωση ενός δούλου του Πάμφιλου, που ο Ευσέβιος φαίνεται να γνώριζε καλά[59], που ζήτησε να ταφούν τα σώματα των μαρτύρων και γι αυτό τον βασάνισαν[60].
Από τους παραπάνω μάρτυρες μόνον δύο είναι δούλοι ή προέρχονται από δούλους: Ο γέροντας Θεόδουλος που ανήκε στο προσωπικό του διοικητηρίου[61] και ο νεανίας, που ήταν μέλος του οίκου του Παμφίλου, και είχε πάρει από αυτόν ανατροφή και παιδεία. Μάλιστα οι πράξεις του δε δείχνουν να συμβαδίζουν ούτε με την ιδιότητά του, ούτε με την ηλικία του (έφηβος υπηρέτης), αφού φωνάζει ανάμεσα στο πλήθος, ότι πρέπει να αποδοθούν τα πτώματα των μαρτύρων για να ενταφιαστούν, και να αρχίσει έτσι η απόδοση τιμή σε αυτούς. Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα η επίδραση των διδασκαλιών του Πάμφιλου, και ο νεανίας δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να ακολουθεί τη διδασκαλία και τις αρχές που έχει πάρει από τον πάτρωνα του domus στον οποίο ανήκει.
Ξεκάθαρα, εκτός από τους παραπάνω, γίνεται λόγος για την κοινωνική προέλευση του Απφιανού, του αδερφού του Αιδέσιου και του Σέλευκου. Οι δύο πρώτοι, όπως φαίνεται, είχαν τα μέσα να σπουδάσουν σε φιλοσοφικές σχολές, αφού ήταν πολύ πλούσιοι. Προέρχονται λοιπόν από πλούσιες οικογένειες, που είχαν και υψηλή κοινωνική θέση, αφού ο πατέρας τους, είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στον Απφιανό τα «prwtei=a th=j patri/doj»[62].
Ο Σέλευκος από την Καππαδοκία, ήταν, όπως τονίστηκε, λαμπρός στρατιωτικός. Τα κατορθώματά του δείχνουν την απολογητική διάθεση του Ευσέβιου. Τον συλλαμβάνουν στρατιώτες, γιατί χαιρέτησε τους μάρτυρες. Δείχνοντας τον ενθουσιασμό του για την πίστη , ζητάει να μαρτυρήσει. Υπομένει όλα τα βασανιστήρια, όντας λαμπρός στρατιωτικός.
Αυτή η μαρτυρία είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, γιατί, σε συνδυασμό με τα μαρτυρολόγια του Μαρίνου και του Βασιλείδη, αποδεικνύεται ότι ο χριστιανισμός είχε εισχωρήσει και στις τάξεις του στρατού, ειδικά στις περιοχές της Αιγύπτου και της Παλαιστίνης.
Β. Αξιολόγηση των μαρτύρων και
ταξινόμησή τους μέσα στο ελληνορωμαϊκό
κοινωνικό σύστημα.
Ι
Μετά την παράθεση των μαρτυρίων, για τα οποία υπάρχουν όσον το δυνατόν λιγότερες αμφιβολίες για τη χρονολόγησή τους και ταυτόχρονα παρέχουν ικανοποιητικές πληροφορίες για την κοινωνική καταγωγή των μαρτύρων, είναι απαραίτητο να υπάρξει αξιολόγησή τους, ώστε να παρουσιαστεί μία ολοκληρωμένη εικόνα για τους πρωταγωνιστές τους.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τις περιγραφές, τόποι μαρτυρίου και καταγωγής των μαρτύρων, είναι η Μ. Ασία, η Βόρεια Αφρική, η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και η περιοχή της Λυών. Στην τελευταία περίπτωση όμως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι οι μάρτυρες κατάγονταν από τη Μ. Ασία, και ο ντόπιος πληθυσμός δεν τους συμπαθούσε. Ταυτόχρονα, να σημειωθεί ότι το μαρτύριο δεν είναι αποδεκτό σε όλες τις περιοχές με τον ίδιο τρόπο. Έτσι στην Αίγυπτο και στη Μ. Ασία, σύμφωνα με τις αφηγήσεις, το μαρτύριο επικροτείται, ενώ στη Β. Αφρική, όπως τονίζεται στο μαρτύριο της Περπέτουας, ο πατέρας της δε συναινεί σε αυτό, πράγμα που θεωρείται φυσική αντίδραση, αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύει και μία γενικότερη νοοτροπία. Να τονιστεί επίσης πως μάρτυρες δεν υπήρχαν μόνο στις περιοχές που περιγράφουν τα μαρτυρολόγια. Σε αυτές όμως παρατηρείται η μεγάλη συμμετοχή στο μαρτύριο, και γνωρίζουν άνθιση οι χριστιανικές κοινότητες. Επομένως είναι φυσικό το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται εδώ.
[1] Παπαδόπουλος Στ. 1982, σ.470. Βλ. και τη θέση του Παν. Χρήστου, που πιστεύει ότι στο μαρτύριο του Πιόνιου έχουν ενωθεί δύο διαφορετικές εκθέσεις για δύο διαφορετικά πρόσωπα, που έχουν το ίδιο όνομα. Η πρώτη αναφέρεται στον Πιόνιο της εποχής του Αυρηλίου και η δεύτερη στον Πιόνιο της εποχής του Δέκιου και τους συνοδούς του (Χρήστου Π. 1978, σ.47)
[2] Το κείμενο του μαρτυρίου υπάρχει στο Musurillo H. 1972, σ. 136-167 και Χρήστου Π. 1978, σ. 130-178.
[3] Προϊστάμενος ειδωλολατρικού ναού
[4] Μαρτύριον Πιονίου 5,3 στο Χρήστου 1978 σ.140-141.
[5] Μαρτύριον Πιονίου 6,1
[6]«
tÕ g¦r tîn ¢gora
wn
œqnoj tamoˆ kaˆ qrasej.»
Βίοι σοφιστών
2,614
[7] Ηρωδιανού «Περί κλήσεως ονομάτων» 3,2
[8] Μαρτύριον Πιονίου 10,5
[9] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 244-249
[10] Παπαδόπουλος Στ. 1982, σ. 469
[11] Για το κείμενο του μαρτυρίου βλ. Musurillo 1972, σ. 250-259
[12]Για η χρονολόγηση του μαρτυρίου βλ. Barnes 1984 (1998), σ. 526 και Χρήστου 1988, σ.386.
[13] Ευσέβιου, Εκκλησιαστική Ιστορία 6,5,1
[14] Ευσέβιου, Εκκλησιαστική Ιστορία 6,3,13.
[15]
Εκκλησιαστική Ιστορία
7,15,1-5
[16] Παπαδόπουλος Στ. 1982, σ. 468
[17] Εκκλησιαστική Ιστορία 7,13
[18] Για τη χρονολογία της ανάρρησης στο θρόνο του Γαλλιηνού βλ. Grimal Pierre 2004, σ. 250
[19] Φειδάς Βλ. 1978, σ. 77
[20]
« Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,4. Πρβλ.
και Potter
David 2004, σ.
337
[21] «Εκκλησιαστική Ιστορία»12,11
[22] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,1 κ.ε.
[23] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,4
[24] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,5,1
[25] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,1,4
[26] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,6,1κ.ε.
[27] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,9,6
[28] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,11,2
[29] Κατά την άποψη του Παν Χρήστου. Βλ. Χρήστου Παν. 1978, σ.472,υπ.2
[30] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,12,3
[31] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,12,11-13,7
[32] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,13,2
[33] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 8,14
[34] «Εκκλησιαστική Ιστορία» 9,5,2
[35] Χρήστου 1978, σ. 28
[36] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 1, 1
[37] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 1,5
[38] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 2
[39] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 3,1
[40] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων3,3
[41] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 4,2-7
[42] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 5,1
[43] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 5,2
[44] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 6,3
[45] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 7, 1
[46] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 7,3
[47] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 7,4
[48] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 8,5
[49] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 8,9-12
[50] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 9,6-8
[51] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,2-3
[52] Για τις σχέσεις του Ευσέβιου με τον Πάμφιλο βλ. Χρήστου 1977, σ.13
[53] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,4
[54] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,5
[55] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11, 19
[56] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,20-23
[57] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,24
[58] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11,25-27
[59] Είναι γνωστή η άποψη ότι ο Ευσέβιος υπήρξε αρχικά δούλος του Πάμφιλου.
[60] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 11, 15-18.
[61] Κατά την μετάφραση του Παναγιώτη Χρήστου, 1978, σ. 563 ( στο πρωτότυπο «th=j h9gemonikh=j tugxa/nwn oi0keti/aj»). Ο Θεόδουλος φαίνεται ότι ανήκε στην υπηρεσία της ρωμαϊκής αρχής της Παλαιστίνης.
[62] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων 4,5
ΙΙ
Όλοι οι μάρτυρες ανήκαν στις ordines, δηλ. στις κοινωνικές κατηγορίες που όριζε το ρωμαϊκό κράτος, μετά την εποχή του Αυγούστου. Είναι γνωστό ότι οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι βουλευτές των πόλεων, αποτελούσαν την ελίτ της αυτοκρατορίας, που στελεχώνονταν από μικρό αριθμό πολιτών. Μετά την εποχή του Αδριανού επικρατεί ο χωρισμός σε honestiores και humiliores (επιφανείς και ασθενέστερους), που με τη σειρά τους χωρίζονταν σε επί μέρους ομάδες. Πάντως τα όρια της μεσαίας τάξης, που θα αποτελούσε ενδιάμεσο στρώμα, ανάμεσα στους ευγενείς και τους δούλους, ήταν δυσδιάκριτα, και είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν κριτήρια για να θεωρηθούν κάποια άτομα, ότι ανήκαν αμιγώς σε ένα μεσαίο σύνολο.[1]
Στα μαρτύρια πάντως πρωταγωνιστούν άτομα από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν επίσκοποι, όπως ο Πολύκαρπος, που εμφανίζεται να μην εξαρτάται από κανέναν, και να έχει επιτηδειότητα, μόρφωση και επιτεύγματα, φιλόσοφοι σαν τον Ιουστίνο, γυναίκες, όπως η Περπέτουα, που είναι από ανώτερη κοινωνική τάξη, στρατιωτικοί, που μπορεί να είναι ευγενείς, και δούλοι όπως ο Ρεβοκάτος και η Φηλικιτάτη. Στο μαρτύριο των εν Λουγδούνω τελειωθέντων, παρουσιάζονται άτομα που ανήκουν στις ανώτερες τάξεις, επαγγελματίες που μπορεί να ήταν απελεύθεροι, και δούλοι, που ακολουθούσαν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των αφεντικών τους. Ανάμεσα στους μάρτυρες της Παλαιστίνης ξεχωρίζουν πλούσιοι με μόρφωση φιλοσοφική, πολίτες που παρουσιάζονται να αντιτίθεται στο πολιτικό σύστημα της τετραρχίας και δούλοι. Ενώ στον τελευταίο διωγμό του Διοκλητιανού, γίνεται λόγος για μάρτυρες ευγενικής καταγωγής, για έναν χριστιανό που είχε αναλάβει σπουδαία κρατικά αξιώματα και για έναν γιατρό.
Θα πρέπει εδώ να τονιστεί, πως, για πολλούς μάρτυρες, δε δίνονται στοιχεία για την κοινωνική καταγωγή τους, αν και πρωταγωνιστούν στα μαρτυρολόγια. Προφανώς αυτοί θα πρέπει να τοποθετηθούν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα, για τον εξής λόγο: Για τους προερχόμενους από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπως είναι γνωστό, δίνονται κατά κανόνα, σαφείς πληροφορίες καταγωγής, γιατί το μαρτύριο των honestiores φανέρωνε τη διείσδυση του χριστιανισμού στις υψηλές κοινωνικές ομάδες, γεγονός που αναδείκνυε το κύρος της εκκλησίας. Ενώ τα μέλη της μεσαίας τάξης, δεν παρουσίαζαν το ίδιο κοινωνικό ενδιαφέρον, και γι αυτό τα στοιχεία για την προέλευσή τους δεν τονίζονται πάντα στις αφηγήσεις.
Κατηγοριοποιώντας λοιπόν τα μαρτύρια που παρατέθηκαν, οι πρωταγωνιστές τους κατατάσσονται στις παρακάτω ομάδες:
Α. Μάρτυρες προερχόμενοι από υψηλά κοινωνικά στρώματα:
1.Ιουστίνος
1. Πολύκαπρος
2. Ουέτιος Επάγαθος
3. ’τταλος
4. Πάπυλος
5. Απολλώνιος
6. Περπέτουα
7. Μαρίνος
8. Δωρόθεος
9. Φιλόρωμος
10. Φιλέας
11. ’δαυκτος
12. Γυναίκα από Αντιόχεια
13. Παρθένος πλούσια
14. Παρθένος πλούσια
15. ’νθιμος
16. Τυραννίων
17. Σιλβανός
18. Πάμφιλος
19. Πέτρος
20. Φιλέας
21. Ησύχιος
22. Παχώμιος
23. Θεόδωρος
24. Χριστιανή Αλεξάνδρειας
25. Απφιανός
26. Αιδέσιος
Β. Μάρτυρες
προερχόμενοι από μεσαία και κατώτερα
κοινωνικά στρώματα
1. Χαρίτων
2. Χαριτώ
3. Ιέραξ
4. Παίων
5. Λιβεριανός
6. Αλέξανδρος
7. Σπεράτος
8. Νάρτζαλος
9. Κιττίνος
10. Δονάτα
11. Σεκούνδα
12. Εστία
13. Κάρπος
14. Αγαθονίκη
15. Πιόνιος
16. Μακεδονία
17. Λίμνος
18. Μητρόδωρος
19. Μαξιμιανός
20. Μάρκελος
21. Ποταμίαινα
22. Βασιλείδης
23. Λουκιανός
24. Πηλεύς
25. Νείλος
26. Φαύστος
27. Δίος
28. Αμμώνιος
29. Προκόπιος
30. Αλφειός
31. Ζακχαίος
32. Ρωμανός
33. Τιμόθεος
34. Τιμόλαος
35. Διονύσιος
36. Ρωμύλος
37. Πάνησις
38. Αλέξανδρος
39. Ουλπιανός
40. Αγάπιος
41. Θέκλα
42. Θεοδοσία
43. Συλβανός και η ομάδα του
44. Δομνίνος
45. Γενναία γυναίκα
46. Παύλος
47. Ενναθά
48. Ουάλης
49. Παύλος
50. Πορφύριος
51. Σέλευκος
52. Ιουλιανός
Γ. Δούλοι
1. Ευέλπιστος
2. Βλανδίνα
3. Κόνων
4. Ρεβοκάτος
5. Φηλικιτάτη
6. Ασκληπιάδης
7. Σαβίνα
8. Θεόδουλος
9. Εφηβος δούλος Πάμφιλου
Δημιουργείται
έτσι το παρακάτω γράφημα, που ταξινομεί
τους μάρτυρες ανά κοινωνική τάξη:
Δηλαδή η συμμετοχή στο μαρτύριο των χριστιανών, που προέρχονταν από υψηλά κοινωνικά στρώματα (στην πραγματικότητα, πρόκειται μόνο για μέλη της επαρχιακής αριστοκρατίας και βουλευτές), σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές εκθέσεις που παρατέθηκαν, αγγίζει περίπου το ποσοστό του 31%, των προερχομένων από τα μεσαία στρώματα το ποσοστό του 58%, και των δούλων μαρτύρων το ποσοστό του 11%.
Τα συμπεράσματα, που εξάγονται από τα παραπάνω είναι τα εξής:
Η πλειοψηφία των μαρτύρων προέρχεται από τα μεσαία στρώματα. Αυτό αποδεικνύει την απήχηση που είχε το χριστιανικό μήνυμα σε ομάδες, που ήταν ενταγμένες σε αυτά, και προσπαθούσαν να γίνουν αποδεκτές στην ελληνορωμαϊκή κοινωνία. Χαρακτηριστική είναι εδώ η περίπτωση των απελεύθερων, που είχαν ξεφύγει από τη δουλεία, και ασκούσαν ένα επάγγελμα, το οποίο ήταν, κατά βάση, επικερδές (όπως οι γιατροί). Αυτά τα άτομα όμως δεν είχαν την κοινωνική καταξίωση, και έψαχναν να βρουν χώρους, στους οποίους θα γίνονταν αποδεκτά. Οι χριστιανικές κοινότητες λοιπόν ήταν ιδανικός τόπος γι αυτούς, αφού δεν έθεταν κοινωνικές προϋποθέσεις, για να θεωρήσουν κάποιον μέλος τους.
Οι μάρτυρες που προέρχονται από τα υψηλά κοινωνικά στρώματα ανήκουν, κατά κανόνα, στην επαρχιακή αριστοκρατία. Κάποιοι από αυτούς ήταν βουλευτές ή προέρχονταν από βουλευτικές οικογένειες, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Περπέτουας[2]. Αυτή η σύνδεση βουλευτών με το χριστιανισμό δεν πρέπει να ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο, αν κρίνει κανείς από την ερώτηση του ανθύπατου στον Πάπυλο. Όπως είναι γνωστό, ζητάει να μάθει αν ο μάρτυρας είναι βουλευτής. [3].
Στα υψηλά κοινωνικά στρώματα θα πρέπει να ενταχθεί και ο φιλόσοφος Ιουστίνος. Αν και τα μαρτυρολόγια δεν πληροφορούν για την κοινωνική του προέλευση, εντούτοις η υψηλή μόρφωση που θα είχε λάβει, επιτρέπουν να τοποθετηθεί εδώ.
Οι μαρτυρολογικές εκθέσεις για τους δούλους παρουσιάζουν δύο από αυτούς να ανήκουν στον αυτοκρατορικό οίκο (τον Ευέλπιστο και τον Κόνωνα), και τους υπόλοιπους επτά να είναι οικιακοί δούλοι. Οι πρώτοι μπορούσαν να έχουν ελευθερία κινήσεων σε θέματα θρησκευτικότητας. Στις αφηγήσεις που αναφέρονται στους δεύτερους αναδεικνύεται η εξουσιαστική σχέση του πάτρωνα του οίκου με τους ανθρώπους του. Κατά κανόνα οι δούλοι ακολουθούν την πίστη των αφεντικών τους, και οδηγούνται στο μαρτύριο, όπως γίνεται με τη Βλανδίνα. Σε περίπτωση όμως που είναι χριστιανοί, και το αφεντικό τους δε συμφωνεί με αυτό, όπως συμβαίνει με τη Πολίττη και τη Σαβίνα, τότε αντιμετωπίζουν την εξόντωση. Ταυτόχρονα στις περιγραφές εκδηλώνεται και το προσωπικό στοιχείο, που προβάλλει τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτυσσόταν μεταξύ κυρίου και δούλου. Αυτό φαίνεται κατεξοχήν στο μαρτύριο της Περπέτουας και της Φηλικιτάτης.
Από τα παραπάνω
αποδεικνύεται ότι η πλειοψηφία των
χριστιανών μαρτύρων προέρχονταν από τα
μεσαία στρώματα. Βέβαια θα πρέπει να
ληφθούν υπόψη και άλλες μαρτυρίες, για να
επαληθευτεί αυτή η θέση. Ο Δημήτρης
Κυρτάτας, λοιπόν, έχει εντοπίσει ένα
απόσπασμα του Ευσέβιου[4],
που βοηθάει να αναδειχτεί με ευκρίνεια η
κοινωνική καταγωγή των μαρτύρων. Σε αυτό, ο
ιστορικός της εκκλησίας τονίζει πως «toà
mn Pamf
lou x eÙpatridîn kat£gontoj tÕ kat¦ s£rka
gšnoj pis»mwj te taj kat¦ t¾n patr
da polite
aij diapršyantoj, toà
d SeleÚkou taj kat¦ t¾n strate
an ¢x
aij perifanšstata
tetimhmšnou,
tîn d tÁj mšshj kaˆ koinÁj gegonÒtwn
¢gwgÁj. oÙk Ãn d aÙtîn Ð corÕj oÙd
toà oketikoà gšnouj ktÒj·
Ó te g¦r ¹gemonikÁj oket aj qer£pwn aÙtoj sugkate lekto kaˆ Ð PorfÚrioj, tÕ mn doken toà Pamf lou gegonëj okšthj, diaqšsei ge m¾n ¢delfoà kaˆ m©llon gnhs ou paidÕj dienhnocëj oÙdn À lle pwn tÁj prÕj tÕn despÒthn kat¦ p£nta mim»sewj».
Επομένως, όπως φαίνεται και στην παράθεση του Ευσέβιου, η πλειονότητα των μαρτύρων προέρχονταν από τις μεσαίες και κατώτερες τάξεις[5]. Αν και το[1]
Για τα παραπάνω στοιχεία βλ. Garnsey
P-Saller R. 1995, σ.
155 κ.ε.
[2] Βλ. παραπάνω σελ. 15
[3] Βλ. παραπάνω σελ. 12
[4] Περί των εν Παλαιστίνη μαρτυρησάντων, 11,1 στο Κυρτάτας Δ. 1992, σ. 311
[5] Κυρτάτας Δ. 1992, οπ. παρ.
κείμενο είναι σε αναφορά με συγκεκριμένα πρόσωπα, δείχνει να αφορά όλους τους χριστιανούς μάρτυρες. Σε αυτή την περίπτωση είναι καταφανές ότι τα μαρτυρολόγια, όταν περιγράφουν μαρτύρια επιφανών χριστιανών ή στρατιωτικών, θέλουν να τονίσουν πως το χριστιανικό κίνημα δεν ήταν ξένο με τις άρχουσες ομάδες της αυτοκρατορίας, αλλά είχε επίδραση και σε αυτές. ’λλωστε, ένα μαρτύριο επιφανούς προσώπου θα ανέβαζε το ηθικό των χριστιανών, θα τους έδινε θάρρος και δύναμη, κάτι που ήθελαν οι συντάκτες και οι εκδότες των μαρτυρίων, και θα δημιουργούσε το «χριστιανό ήρωα», που θα έπρεπε, όπως και οι ήρωες των εθνικών, να προέρχεται από υψηλά κοινωνικά στρώματα. Να τονιστεί ακόμη, ότι μετά το 313, όταν είχε αρχίσει η μαζική κατάληψη των κρατικών αξιωμάτων από χριστιανούς, ήταν απαραίτητη η ανάδειξη της σχέσης χριστιανισμού-ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, ώστε μέσα από αυτή να αποδειχτεί η αλληλεξάρτηση της νέας κρατικής θρησκείας με τους honestiores.
. Συμπεράσματα
Η έρευνα για την κοινωνική προέλευση των χριστιανών μαρτύρων αρχίζει και τελειώνει με την ανάλυση των πρωτογενών πηγών, που είναι τα μαρτυρολόγια. Ο μελετητής τους θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι αυτά δεν αποσκοπούν να δώσουν κοινωνιολογικές πληροφορίες, αλλά είναι κείμενα που επιδίωκαν να τονώσουν την πίστη και το ηθικό των μελών των χριστιανικών κοινοτήτων, προς τις οποίες απευθυνόταν.
Σύμφωνα με τις μαρτυρολογικές αφηγήσεις, οι μάρτυρες ανήκουν σε όλες τις κοινωνικές ομάδες του ρωμαϊκού κράτους. Μία μεγάλη μερίδα είναι τα άτομα που ανήκουν στην επαρχιακή αριστοκρατία. Διαθέτουν λοιπόν τα χρήματα και την κοινωνική καταξίωση στην περιοχή τους, που μπορούν να τους βοηθήσουν να μην οδηγηθούν στο μαρτύριο. Δε διστάζουν όμως εμπρός σε αυτό, και δεν κάνουν τίποτα για να το αποτρέψουν. Είναι χαρακτηριστική εδώ η κίνηση της Περπέτουας: Κρατάει η ίδια το τρεμάμενο χέρι του εκτελεστή της, και το φέρνει στο λαιμό της, για να μπορέσει να της δώσει το τελειωτικό χτύπημα.
Μία άλλη κατηγορία μαρτύρων ανήκει στις μεσαίες κοινωνικές ομάδες. Σε αυτές περιλαμβάνονται και επαγγελματίες, γιατροί ή δικηγόροι. Εδώ ανήκουν και οι απελεύθεροι, που προσπαθούν να κερδίσουν την κοινωνική καταξίωση.
Αξιοπαρατήρητη κοινωνική τάξη, που συμμετέχει στο μαρτύριο, είναι και οι δούλοι. Αν και η γενική τάση είναι να ακολουθούν τα αφεντικά τους, αφού προηγουμένως είχαν δεχτεί και τις θρησκευτικές τους ιδέες, υπάρχουν και περιπτώσεις, που μόνοι τους φανερώνουν ότι είναι χριστιανοί, και δε φοβούνται τα βασανιστήρια και το θάνατο. Το τελευταίο αφορά κυρίως τους αυτοκρατορικούς δούλους, που είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Από τις μεσαίες κοινωνικές ομάδες προέρχεται η πλειοψηφία των μαρτύρων. Εδώ ανήκουν και οι μάρτυρες, για τους οποίους δε δίνονται στοιχεία στα μαρτυρολόγια για την κοινωνική καταγωγή τους.
Παράλληλα, στις αφηγήσεις αναδεικνύεται το μαρτύριο των μελών της επαρχιακής, κυρίως, αριστοκρατίας. Αυτό γίνεται για λόγους τακτικής. Με αυτό τον τρόπο όλοι θα εντυπωσιάζονταν από τη δυναμική του χριστιανισμού, που είχε στους κόλπους του επιφανή μέλη των τοπικών κοινωνιών, που είχαν δεχτεί να χάσουν τη ζωή τους για τα θρησκευτικά τους πιστεύω.
Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, το συμπέρασμα είναι πως οι μάρτυρες προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Είναι εμφανής όμως η κυριαρχία των μαρτύρων, που ανήκουν στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Επομένως, αυτοί θα αποτελούσαν και την πλειοψηφία μέσα στις χριστιανικές κοινότητες, γεγονός που αποδεικνύει την απήχηση που είχε το χριστιανικό μήνυμα σε αυτούς.