ΣΗΜΕΙΟΝ

 

Νίκος Παύλου

(MTh, MSc)

 

 «ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟΝ ΕΣΤΙΝ ΑΓΑΘΟΝ[1]» :

 ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΛΛΑΓΜΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ

(Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ)

 

 

Η θεολογία στην αυθεντική της μορφή, όταν θέλει να δικαιώνει το όνομά της, οφείλει να διαλέγεται. Να αφουγκράζεται τις αγωνίες του ανθρώπου, να τον πλησιάζει και να προσπαθεί με τον ποιητικό και αποκαλυπτικό της λόγο να τον βοηθάει. Μόνο τότε θα μπορεί να πιστεύει ότι έχει επιτελέσει την αποστολή της και αξίζει να συν-υπάρχει με τις υπόλοιπες ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε διαφορετική περίπτωση δε θα αποτελεί ζωντανό οργανισμό, αλλά η θέση της θα είναι δίπλα στα εκθέματα μουσείου, που είναι μεν χρήσιμα για μελέτη και θέαση, εφόσον  αποτελούν αντικείμενα που βοηθούν στην κατανόηση δραστηριοτήτων του παρελθόντος, δε φαίνεται όμως να έχουν ουσιαστική παρέμβαση στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.

Για να μπορέσει η θεολογία να διαλέγεται και να βοηθάει το σύγχρονο άνθρωπο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορεί να ερμηνεύσει τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αυτό θα έχει σα συνέπεια να αρθρώνει λόγο, που θα αγγίζει τις παραμέτρους σημερινών προβλημάτων. Απαραίτητο εργαλείο της γι’ αυτό, είναι η χρήση της παράδοσης και όχι μη αυθεντικά κατασκευάσματα, όπως η παραδοσιαρχία, που δυστυχώς συναντάται αρκετές φορές σε χώρους ανθρωπιστικών επιστημών. Η πρώτη, δηλ. η παράδοση, σημαίνει ότι αξιοποιείται η προηγούμενη εμπειρία για να δώσει την ώθηση στο παρόν. Η δεύτερη όμως, η παραδοσιαρχία, είναι προσκόλληση σε καταστάσεις του παρελθόντος και αδυναμία προσαρμογής στην πραγματικότητα που βιώνεται από τον σύγχρονο άνθρωπο.

Με βάση αυτές τις σκέψεις αντιλαμβάνεται κάποιος ότι η θεολογία δε μπορεί να μένει αμέτοχη στα σημερινά προβλήματα. Ούτε μπορεί να προβάλλει ως άλλοθι ότι το αντικείμενο της ενασχόλησής της  δεν τη νομιμοποιεί να αρθρώνει λόγο. Εφόσον φιλοδοξεί να είναι ο λόγος  για το Θεό, δε μπορεί να αγνοεί την εικόνα Του, που είναι ο άνθρωπος. Επομένως το καθήκον της είναι να βρίσκεται κοντά σε αυτόν, και να αγωνίζεται να του δώσει καλύτερη ποιότητα ζωής –εννοείται όχι με τεχνικές συμβουλές- αλλά υποδεικνύοντάς του έναν άλλο δρόμο και τρόπο ζωής, προβάλλοντας το σεβασμό για τα  δημιουργήματα του Θεού, που όλα είναι «καλά λίαν» σύμφωνα με το βιβλικό λόγο. Στην ουσία, όπως τόνιζε ένας μεγάλος δάσκαλος της Θεολογίας, ο Νίκος Νησιώτης, «(η αποστολή της θεολογίας του καιρού μας) …συνίσταται στο να ξαναερμηνεύσει τον εαυτό της, προκειμένου να συνεισφέρει εποικοδομητικά στη διασάφηση των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την ιλιγγιώδη άνθιση των φυσικών επιστημών»[2].

Δε θα κόμιζε κάποιος γλαύκα ες Αθήνας αν έλεγε ότι πολλά από τα προβλήματα που απασχολούν τη σύγχρονη κοινωνία έχουν οικολογική διάσταση[3]. Αυτό σημαίνει ότι πολλές φορές η επέμβαση του ανθρώπου αντί να θεραπεύει και να συντελεί στην ευτυχία του, σωρεύει περισσότερα προβλήματα από αυτά που πάει να λύσει, με αποτέλεσμα οι ανησυχίες για την ποθούμενη ποιότητα ζωής συνεχώς να πληθαίνουν. Στο ίδιο μήκος κύματος, (δηλαδή στην αναφορά προβλημάτων που έχουν οικολογική διάσταση), αγαθά τα οποία θεωρούνταν αυτονόητα από προηγούμενες γενιές, σήμερα  θεωρούνται πολύτιμα και σε ανεπάρκεια, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που δίνονται στο σημερινό καταναλωτικό κοινό προϊόντα τα οποία έχουν αμφισβητούμενη προέλευση και δεν είναι  γνωστές οι παρενέργειες που έχουν στον  οργανισμό που τα καταναλώνει, καθώς και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις τους.

Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιων προϊόντων είναι τα μεταλλαγμένα[4], τα οποία αποτελούν πηγή ανησυχίας για τις επιδράσεις που έχουν  στον άνθρωπο και για τα προβλήματα που είναι δυνατό να προκαλέσουν, ακόμη και στο χώρο στον οποίο παράγονται, όταν πρόκειται για τρόφιμα.

Εύκολα ανακύπτει σε πολλούς η απορία για τους λόγους παραγωγής και διάθεσης μεταλλαγμένων προϊόντων, που δε φαίνεται να απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης όχι μόνο των ειδικών, αλλά και των απλών καταναλωτών, που όλο και περισσότερο, επιζητούν να ελέγξουν την ποιότητα του καθημερινού τους τραπεζιού. Μία απάντηση σε αυτή θα ήταν το κέρδος, εμπρός στο οποίο καταρρίπτονται κάθε είδους φραγμοί και ηθικές αναστολές.

Για τη θεολογία δε φαίνεται όμως να αρκεί μόνο αυτό. Ο άνθρωπος είναι μία πολυδύναμη προσωπικότητα, που οι ενέργειές του υπαγορεύονται από ποικίλα κίνητρα.  Tο πρόβλημα λοιπόν των μεταλλαγμένων δε φαίνεται να είναι μεμονωμένο και να μη βρίσκεται σε συνάφεια με άλλες  ανθρώπινες δραστηριότητες. Μάλλον  είναι σύνθετο πρόβλημα, που βρίσκεται σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα αρνητικά που βασανίζουν και υποβαθμίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Για το θεολογικό λόγο λοιπόν είναι πρόβλημα αλλοτρίωσης, δηλ. αποξένωσης του ανθρώπου  από την αυθεντικότητά του[5].

Για να είμαστε όμως συνεπείς με τις θέσεις μας, δε θα πρέπει μόνο να διαπιστώνουμε, αλλά και να προτείνουμε λύσεις. Ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μας, τρόπος για να το κάνει αυτό ο θεολογικός λόγος για το πρόβλημα των μεταλλαγμένων προϊόντων, είναι να μη μιλήσει θεωρητικά, αλλά να ανατρέξει σε πράξεις ανθρώπων που βίωσαν την αγαπητική σχέση με το Θεό, και αυτή τους η εμπειρία αποτέλεσε την πυξίδα για όλη τους τη ζωή. Αυτός λοιπόν ο δεσμός με το Δημιουργό, τους έκανε να αποκτήσουν μία αρμονία με την κτίση, να επιδιώκουν να κινούνται εντός της, έχοντας τη συναίσθηση ότι αποτελούν μέρος της και πως ο τυχόν τραυματισμός της, που θα προερχόταν από δικές τους παρεμβάσεις θα ήταν οδυνηρός και για τους ίδιους.  Παράλληλα αυτή τους η σχέση, τους οδηγούσε στην αναζήτηση της αυθεντικότητας, που φαίνεται να φαντάζει σαν  αντίδοτο σε προβλήματα, σαν τα μεταλλαγμένα προϊόντα.

Βεβαίως, είναι ευνόητο πως δεν είναι δυνατό σε ένα άρθρο να γίνει αναφορά σε όλη τη  γραμματεία που δείχνει τη χριστιανική θέση για τη σχέση του ανθρώπου με την κτίση. Έτσι, έχουν επιλεγεί δύο κείμενα που γράφονται την ύστερη αρχαιότητα, και αποτελούν, εκτός των άλλων, αντιπροσωπευτικά δείγματα του τρόπου με τον οποίο ο χριστιανός άνθρωπος βίωνε την επαφή με τα υπόλοιπα όντα . Είναι η «Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου» και η «Λαυσαϊκή Ιστορία»[6]. Πρόκειται για έργα που γράφτηκαν στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 5ου  αι[7]., και εν πολλοίς διασώζουν αυθεντικές αφηγήσεις, που αφορούν ασκητές, που μόνασαν σε Αίγυπτο την εποχή που ο μοναχισμός άρχισε να γνωρίζει μεγάλη άνθιση και να θεωρείται απαραίτητο συστατικό του χριστιανισμού.

Αρκετοί πιστοί [8] λοιπόν εγκαταλείπουν τα αστικά κέντρα και εγκαθίστανται στη Θηβαΐδα, τη Λιβύη και τη Νιτρία. Η ζωή τους, όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι, είναι πολύ δύσκολη στο αφιλόξενο περιβάλλον της αιγυπτιακής ερήμου.

Οι ασκητές κατανοούν ότι η ένωσή τους με το Θεό περνάει μέσα από τη συμφιλίωση με το συνάνθρωπο και την κτίση. Έτσι θεωρούν το φυσικό περιβάλλον σύμμαχό τους στον αγώνα εναντίον του κακού και κάνουν πράξη τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης ότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι «καλά λίαν». Ταυτόχρονα αυτή η στάση τους δείχνει ότι απορρίπτουν γνωστικές διδασκαλίες της εποχής, οι οποίες θεωρούσαν τον κόσμο είτε έργο ενός κατώτερου θεού-δημιουργού ή κυριαρχημένο ολοκληρωτικά από πονηρά πνεύματα.

Η «Ιστορία», λοιπόν, «των Μοναχών της Αιγύπτου» κάνοντας λόγο για τον Αββά Ελλή διηγείται ότι «μία Κυριακή πήγε σε μερικούς μοναχούς. Και τους είπε: «Γιατί δεν εκάματε σήμερα τη λειτουργική σύναξη;». Όταν εκείνοι του είπαν ότι δεν ήρθε ο πρεσβύτερος από την απέναντι όχθη, εκείνος τους είπε: «Θα πάω να τον φωνάξω». Εκείνοι του απάντησαν ότι δεν μπορεί κανένας να περάσει το ποτάμι, διότι είναι βαθύ, αλλά και διότι υπήρχε στο μέρος εκείνο ένας τεράστιος κροκόδειλος που καταβρόχθιζε πολλούς. Ο γέροντας δε δίστασε, σηκώθηκε αμέσως και έτρεξε στο πέρασμα του ποταμού. Το θηρίο τον πήρε στην πλάτη του και τον έφερε στην απέναντι όχθη». Εκεί βρίσκει τον πρεσβύτερο. Δε βρήκαν όμως βάρκα για να γυρίσουν στους μοναχούς. Τότε «ο αββάς Ελλής κάλεσε με μία δυνατή φωνή τον κροκόδειλο. Εκείνος αμέσως υπήκουσε και παρουσιάστηκε απλώνοντας την πλάτη του….!!!»[9]

Έναν άλλον ασκητή της ερήμου, τον Αμούν[10], τον ενοχλούσαν ληστές. Τότε αυτός  «βγαίνοντας μία μέρα στην έρημο, τράβηξε κοντά του δύο μεγάλα φίδια και τα διέταξε να μείνουν εκεί και να φυλάνε την πόρτα του. Όταν ήρθαν οι λησταί, κατά την συνήθειά τους, και είδαν το παράδοξο, τα έχασαν από τον φόβο τους και έπεσαν χάμω». Κατόπιν ο γέροντας τους νουθετεί και τους προτρέπει να σεβαστούν το Θεό.

Σε άλλες περιπτώσεις οι ασκητές γίνονται αρωγοί των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα πλάσματα της ερήμου. Στην ιστορία του Μακάριου του Αλεξανδρινού[11], γίνεται λόγος για μία ύαινα που «πήρε το νεογνό της που ήταν τυφλό και το έφερε στον Μακάριο και αφού χτύπησε την πόρτα της αυλής με το κεφάλι, μπήκε, ενώ αυτός καθόταν έξω, και έριξε στα πόδια του το νεογνό. Το πήρε λοιπόν ο ’γιος , και αφού έφτυσε στα μάτια του, ευχήθηκε και αμέσως ήρθε το φως του». Κατόπιν η ύαινα φέρνει στο Μακάριο για δώρο το δέρμα ενός μεγάλου προβάτου. Ο ίδιος μοναχός, επειδή είχε σκοτώσει ένα κουνούπι που τον είχε τσιμπήσει, καταδίκασε τον εαυτό του να μείνει γυμνός έξι μήνες στο έλος της Σκήτης, ένα φοβερό μέρος, όπου τα κουνούπια «που είναι σαν σφήκες, τρυπάνε και τα δέρματα των αγριοχοίρων»[12].

Ακόμη και για την τροφή των μοναχών φροντίζει η κτίση, πάντα με τη χάρη του Θεού. Στο «βίο του οσίου Ονουφρίου»[13], ο όσιος κάνει λόγο για μία ψηλή χουρμαδιά που του έδινε όμορφους και γλυκύτατους καρπούς σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Το αξιοσημείωτο είναι πως με το θάνατο του γέροντα ο υψηλόκορμος φοίνικας με τα νόστιμα φοινίκια έπεσε καταγής, βγαλμένος από τη ρίζα. Ενώ ο Μακάριος, για τον οποίο έγινε λόγος, μετά από αρκετές μέρες χωρίς φαγητό, χόρτασε από το γάλα ενός βουβαλιού, το οποίο ήρθε μέχρι το κελί του, γι’ αυτό το σκοπό.

Στις επεισόδια που περιλαμβάνονται στην «Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου» και στη «Λαυσαϊκή Ιστορία», τα οποία παρατέθηκαν προηγουμένως, εύκολα διακρίνεται η αυθεντικότητα των ανθρώπων που πρωταγωνιστούν. Ταυτόχρονα χαρακτηριστική είναι η λιτότητα του βίου τους και η αντίληψη ότι οφείλουν να δείχνουν σεβασμό στην κτίση, αν θέλουν να έχουν αρμονική συνύπαρξη με όλα τα όντα.

Νομίζουμε ότι οι παραπάνω ιδιότητες των μοναχών, που με ενάργεια περιγράφουν τα δύο χριστιανικά κείμενα, είναι η συμμετοχή του θεολογικού λόγου στον προβληματισμό που αναπτύσσεται στις μέρες μας για τα μεταλλαγμένα προϊόντα. Προσφέρουν μία χρήσιμη εναλλακτική λύση , που κατά τη γνώμη μας, δε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη.

Αυθεντικός άνθρωπος είναι αυτός που δεν αλλοτριώνεται. Δε δέχεται το ψεύτικο, απ’ όπου κι αν προβάλλει αυτό, έστω κι αν του εξυπηρετεί προσωρινά τις επιδιώξεις του. Για να χρησιμοποιηθεί θεολογική ορολογία, η αποδοχή του μη αυθεντικού, είναι αυτό που ονομάζεται απομάκρυνση από το Θεό: Φανερώνει την προσπάθεια να αποδοθούν ιδιότητες, που για την εκκλησία ανήκουν σε Αυτόν, σε υποκατάστατά Του.

Η ιστορία των πρωτοπλάστων δίνει αφορμή αυτό να κατανοηθεί καλύτερα. Οι θεολόγοι συγγραφείς του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, της Γένεσης[14], χρησιμοποιώντας μία πλούσια ποιητική γλώσσα, που έχει ως εργαλείο της το κοσμοείδωλο[15] και τις αντιλήψεις της εποχής τους, γεμάτη εικόνες και συμβολικές παραστάσεις,  παρουσιάζουν με τις περιπέτειες του Αδάμ και της Εύας, την «ύβρι» της ισοθεΐας, που ξεκινάει με μεγάλες προσδοκίες, στη συνέχεια όμως αποδεικνύεται ανεφάρμοστη, ενώ δημιουργεί μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η αφήγηση φαίνεται λοιπόν να αναδεικνύει πτυχές προσπαθειών αποκατάστασης του πρωτοτύπου από το αντίγραφο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται.

Ο χριστιανός λοιπόν άνθρωπος δε μπορεί να αποδέχεται το μη αυθεντικό, αυτό που βρίσκεται σε δυσαρμονία με το Θεό και την κτίση, που Αυτός δημιούργησε. Δε μπορεί λοιπόν να θεωρεί χρήσιμο και κατάλληλο, οτιδήποτε δείχνει να αποτελεί διαστρέβλωση του έργου του Θεού, το οποίο μάλιστα μπορεί να εκθέτει τα δημιουργήματα Του σε κινδύνους.

Η λιτότητα είναι ένα χαρακτηριστικό που επιζητεί να διασώσει ο χριστιανισμός, τουλάχιστο στην αυθεντική του μορφή. Η διδασκαλία του δεν ευνοεί τις υπερβολές και τις ακρότητες, ούτε δείχνει να προτιμά καταστάσεις που βάζουν τον άνθρωπο κάτω από το κέρδος υποβαθμίζοντάς τον με αυτόν τον τρόπο. Αυτό άλλωστε υπενθυμίζει διαρκώς το λόγιο του Κυρίου «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. 4,4),καθώς και ο τρόπος της ζωής του: Είναι γνωστό ότι ο Ιησούς διακρινόταν για τη λιτότητα του βίου του. Αυτός και οι μαθητές του, ποτέ δεν ζητούσαν πολλά. Τα λιγοστά που χρειαζόταν για να αντιμετωπίσουν τις απολύτως απαραίτητες ανάγκες της καθημερινότητας οι περιπλανώμενοι χαρισματούχοι της αποστολικής ομάδας[16], τα προμήθευαν γυναίκες που είχαν θεραπευτεί από Αυτόν (Λουκ. .8, 2-3). Βεβαίως αυτή η στάση ζωής αντικατοπτρίζεται και σε βασικές πτυχές του κηρύγματός του: «…Η ζωή σας είναι κάτι σπουδαιότερο από το φαγητό και το σώμα από τα ρούχα. Παρατηρήστε τα κοράκια: ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν, και δεν έχουν ούτε κελάρι ούτε αποθήκη ∙  κι όμως ο Θεός τα τρέφει…..Ποιος από σας μπορεί με τις φροντίδες του να προσθέσει έναν πήχυ στο ανάστημά του; ….Παρατηρείστε τα κρίνα πως μεγαλώνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν ∙ κι όμως σας διαβεβαιώνω πως ούτε ο Σολομώντας σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια δεν ντυνόταν όπως ένα απ’ αυτά. Κι αν ο Θεός ντύνει έτσι το αγριόχορτο, που σήμερα υπάρχει και αύριο το ρίχνουν στη φωτιά, σκεφτείτε, ολιγόπιστοι, πόσο περισσότερο θα φροντίσει για σας (Λουκ. 12, 23-28)[17].

Η ίδια στάση ζωής παρατηρείται και στην υπόλοιπη διδασκαλία του Ιησού. Να γίνει λόγος εδώ για την παραβολή του άφρονα πλούσιου (Λουκ. 12, 16-20) και τις παραμέτρους που έχει. Στην ουσία πρόκειται για ένα μανιφέστο εναντίον του ασύδοτου πλουτισμού, που ενδιαφέρεται μόνο για την αποκόμιση κέρδους, και βάζει στην άκρη την ανθρώπινη ύπαρξη και την αξιοπρέπειά της. Ταυτόχρονα αποτελεί έναν παντοτινό οδοδείκτη για τον άνθρωπο. Τον κατευθύνει στην ιεράρχηση των αγαθών, βάζοντας ως υπέρτατη αξία τη ζωή και το σεβασμό της. Και αξίζει εδώ να ακούσουμε το κήρυγμά του Χριστού –τα ίδια Του τα λόγια-, τουλάχιστο για να προβληματιστούμε: «Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα χρήματα στους φτωχούς. Αποκτήστε πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, πλούτη μόνιμα στον κόσμο του Θεού, όπου ούτε κλέφτης τα αγγίζει ούτε σκόρος τα καταστρέφει. Γιατί όπου τα πλούτη εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Λουκ. 12, 33-34).

Η αντίληψη ότι ο άνθρωπος και η κτίση βρίσκονται σε αμοιβαία εξάρτηση και πως ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, ξεκινάει από το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής. Να γυρίσουμε λοιπόν και πάλι στα πρώτα κεφάλαια της Γένεσης. Ο ποιητικός βιβλικός λόγος  θέλοντας να μιλήσει για το Θεό, τις  ιδιότητές Του και τη σχέση που έχει ο Πλάστης με τα δημιουργήματά Του, ανοίγει συζήτηση για τη δημιουργία της κτίσης και του ανθρώπου. Ταυτόχρονα οι εικόνες της ζωής των πρωτοπλάστων που υπάρχουν στο κείμενο,  δίνουν την ευκαιρία να κατανοηθούν πολλά για τη σχέση των κτισμάτων. Ας παρατεθούν  κάποιες από αυτές.

Ο Θεός μόλις δημιουργεί τον πρώτο άνθρωπο τον εγκαθιστά στον κήπο της Εδέμ. Η εντολή του είναι σαφής: Να τον καλλιεργεί και να τον προσέχει (Γεν. 2,15). Ταυτόχρονα φέρνει όλα τα ζώα του αγρού και τα πτηνά του ουρανού εμπρός στον άνθρωπο για να τα ονομάσει (2,19). Η ονομασία δε σημαίνει κυριαρχία, αλλά ευθύνη για τον κόσμο. Ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για όλα τα πλάσματα της Δημιουργίας, γνωρίζοντας πως η εντολή του Θεού σημαίνει ότι  είναι μέλος της και διαχειριστής που πρέπει να παραδώσει αυτό που παρέλαβε στους επόμενους και όχι αφέντης και καταστροφέας που ενεργεί σαν να μη υπάρχει προοπτική [18].

Ταυτόχρονα η απομάκρυνση από το Θεό έχει σαν συνέπεια την αποξένωση από την κτίση. Φοβερός φαντάζει ο λόγος της Παλαιάς Διαθήκης: «….Καταραμένη θα είναι η γη εξαιτίας (του ανθρώπου)…Αγκάθια και τριβόλια θα σου βλασταίνει…» (Γεν. 3, 17-18)[19]. Και εδώ δε μπορεί να μη θυμηθεί κάποιος το λόγο του αποστόλου Παύλου: «Ξέρετε πως η κτίση υποτάχτηκε κι αυτή στη φθορά, όχι γιατί έφταιγε, αλλά γιατί έτσι θέλησε αυτός που την υπέταξε. Έχει όμως πάντοτε την ελπίδα, κι αυτή ακόμη η κτίση, πως θ’ απελευθερωθεί από την υποδούλωση στη φθορά, και θα μετάσχει στην ελευθερία που θ’ απολαμβάνουν τα δοξασμένα παιδιά του Θεού. Ξέρουμε καλά ότι τώρα όλη η κτίση στενάζει και κραυγάζει από  πόνο, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα» (Ρωμ. 8, 20-22).

Η βιβλική αντίληψη που νοηματοδοτεί την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με την κτίση, συνεχίζεται και στο έργο των Πατέρων της Εκκλησίας. Στα συγγράμματά τους και στους λόγους τους δεν αφήνουν  περιθώρια για υποβάθμιση της θέσης της. Σαν κατασκεύασμα του Θεού είναι αγαθή[20], συμμετέχει των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος[21], είναι δημιούργημα της θείας δύναμης[22], ανακαινίζεται με την Ανάσταση του Χριστού[23], είναι εικόνα της θεϊκής βούλησης[24], ελευθερώνεται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που την αγιάζει[25], ενώ συμπάσχει με τον άνθρωπο[26].

………………………………………………………………………………………….

Έχει τονιστεί και στην αρχή ότι η θεολογία δεν έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τεχνικές λύσεις στα σοβαρά προβλήματα που απασχολούν το σημερινό άνθρωπο, όπως είναι αυτό των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών[27]. Νομίζουμε όμως ότι η εκζήτηση της αυθεντικότητας, η προσπάθεια για να γίνει η ζωή μας όσο το δυνατό πιο απλή και η ανάγκη για μεγαλύτερο σεβασμό από τον άνθρωπο των κανόνων που καθόριζαν πάντα  τις σχέσεις των όντων, μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση  της προτεραιότητας να αποκτήσει η ζωή μία ποιότητα, που όλοι, όσοι διαμένουμε σε αυτόν τον υπέροχο –παρ’ όλα τα προβλήματά του – πλανήτη τη δικαιούμαστε.

 



[1] Γρηγορίου Νύσσης, Λόγος εις τους κοιμηθέντας 32.  ΒΕΠΕΣ,  τ. 126, 27-28

[2] Βλ. Νίκου Νησιώτη, Η πνευματολογική Χριστολογία της φύσεως και οι συνέπειές της για την οικολογία και τον ολικό ανθρωπισμό, στον συλλογικό τόμο «’νθρωπος και Περιβάλλον», Πάφος 1994, σελ. 63.

[3] Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί και στον ελληνικό χώρο ένας ενδιαφέρων διάλογος, κυρίως από την πλευρά θεολόγων, για τη σχέση Θεολογίας – Οικολογίας. Ενδεικτικά αναφέρονται τα εξής έργα: Β. Γιούλτσης, Κάλλιστος Γουέαρ, Γ. Μαντζαρίδης, Ν. Νησιώτης, Δ. Στανιλοάε, Σ. Φωτίου: ’νθρωπος και Περιβάλλον, Δοκίμια για τη σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο, Πάφος 1994,  Μητροπολίτου Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, Η κτίση ως ευχαριστία, Αθήνα 1992, Αν Κεσελόπουλου, ’νθρωπος και Φυσικό Περιβάλλον, Αθήνα 1989, Οικονόμου Ηλίας, Θεολογική Οικολογία, Θεωρία και Πράξη, Αθήνα 1994, Θεοδότα Νάντσου, Μωϋσής Κουρουζίδης (επιμ.) Οικολογία και Εκκλησία, Αθήνα 1999 (όπου και παρουσίαση της σχετικής ελληνικής βιβλιογραφίας για το θέμα).

[4] Για τα γενετικώς τροποποιημένα προϊόντα (μεταλλαγμένα), βλ. Ιωαννίδης Δημήτρης, Βιοτεχνολογία και αγροδιατροφικό σύστημα, Αθήνα 2000, Κυριακίδης Δημήτρης, Βιοτεχνολογία, Θεσσαλονίκη 2000, Τσαπικούνης Φάνης,  Βιοτεχνολογία, Αθήνα 1999, ενώ για το νομικό πλαίσιο που διέπει τα παραπάνω προϊόντα  βλ. Ένωση Ελλήνων Αστικολόγων, Βιοτεχνολογία και Αστικό δίκαιο, Αθήνα-Κομοτηνή 2000

[5] Πρβλ. και Μ. Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός: «ToàtÒ ™sti tÕ kakÕn, ¹ toà Qeoà ¢llotr…wsij» 348. ΒΕΠΕΣ τ. 54, 96,11

 

 

[6]  Για το κείμενο των δύο έργων βλ. A. –J. Festugiere :Historia Monachorum in Aegypto, Bruxelles 1961 και G.J.M.Bartelink: Palladiii Helenopolitani Historia Lausiaca, Milano 1974. Ειδικά για τη «Λαυσαϊκή Ιστορία» βλ. και την έκδοση Buttler, Cambridge 1904.

[7] Για τον προβληματισμό γύρω από τα δύο κείμενα βλ. Δ. Μόσχος, «Η εσχατολογία στον αιγυπτιακό μοναχισμό επί τη βάσει των κατ’ Αίγυπτον μοναχών και της Λαυσαϊκής Ιστορίας», στο συλλογικό τόμο «Εκκλησία και Εσχατολογία», Αθήνα 2003, σελ. 194-195.

[8] Βλ. και Νικολάου Παύλου «Η οικολογική διάσταση της άσκησης των πρώτων μοναχών της Αιγύπτου» στο περιοδικό ΤΑΛΑΝΤΟ, Λάρισα, τ. 4/1997, σελ. 3 κ.ε.

[9] Η ιστορία του αββά Ελλή είναι από την «Ιστορία των μοναχών της Αιγύπτου». Στα κείμενα που παρατίθενται από την «Ιστορία των μοναχών της Αιγύπτου» χρησιμοποιείται η μετάφραση του Αρχ. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου. Βλ. Ιστορία των Μοναχών της Αιγύπτου, Εισαγωγή και μετάφρασις Ηλ. Μαστρογιαννοπούλου, Αρχιμανδρίτου, Αθήναι 1970, στη σειρά ’νθη της Ερήμου,1, σελ. 100-105.

[10] «Ιστορία των μοναχών της Αιγύπτου, όπ. παρ. σελ. 80-84

[11] Η ιστορία του Μακάριου του Αλεξανδρινού είναι από τη «Λαυσαϊκή Ιστορία». Στα κείμενα που παρατίθενται από την Λαυσαϊκή Ιστορία  χρησιμοποιείται η μετάφραση του μοναχού Συμεών. Βλ. Παλλαδίου, «Λαυσαϊκή Ιστορία», Εισαγωγικά – Μετάφραση Μοναχού Συμεών, ’γιον Όρος 1980, σελ. 57-67.

[12]  όπ. παρ.

[13] Ο βίος του οσίου Ονουφρίου έχει μεταφραστεί στη νεοελληνική γλώσσα από το Π.Β.Πάσχο. Βλ. Π. Β. Πάσχου, Η εσωτέρα έρημος, Βίος και Πολιτεία Ονουφρίου του Μεγάλου με ανέκδοτα κείμενα στο πρωτότυπο και σε νεοελληνική μετάφραση, Αθήνα 1994.

[14] Για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς και για την πτώση των Πρωτοπλάστων βλ.  Σ. Αγουρίδη, Μύθος- Ιστορία-Θεολογία. Ανάλυση περικοπών από τα κεφ. 1-11 της Γενέσεως, στον τόμο Βιβλικές θεολογικές Μελέτες, Αθήνα 1993 και  από το έργο του Μιλτιάδη Δ. Κωνσταντίνου, Ρήμα Κυρίου κραταιόν, Αφηγηματικά κείμενα από την Παλαιά Διαθήκη,Θεσσαλονίκη 1988(2), βλ. τις ενότητες «Η δημιουργία του κόσμου (Γεν. α΄-β΄)»σελ. 48-87 και «Η πτώση ( Γεν. β΄-γ΄)», σελ. 86-116.

[15] Για το κοσμοείδωλο της Παλαιάς Διαθήκης βλ. Μιλτιάδη Δ. Κωνσταντίνου, Το κοσμοείδωλο της Παλαιάς Διαθήκης. Προϋποθέσεις θεολογικής θεώρησης του κόσμου. Ανάτυπο από τον 28ο τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής του Παν. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985.

[16] Ο όρος «περιπλανώμενοι χαρισματούχοι» είναι δανεισμένος από το βιβλίο του G. Theissen, Καίρια χαρακτηριστικά της κίνησης του Ιησού. Κοινωνιολογική θεώρηση. Μετ. Δ. Χαρισοπούλου – Θ. Σωτηρίου, Αθήνα 1997.

[17]  Η μετάφραση των χωρίων της Καινής Διαθήκης είναι των καθηγητών Π. Βασιλειάδη, Ι. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη  και Ι. Καραβιδόπουλου, στην έκδοση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 1989

[18] Βλ. και Σάββα Αγουρίδη: Εκκλησίες και Οικολογία. Εισήγηση σε συνέδριο οικολόγων στη Μονή Πεντέλης, Αθήνα , 5-7 Νοεμβρίου 1990. Δημοσιεύτηκε στο: Σ. Αγουρίδη: Οράματα και Πράγματα, Αθήνα 1990, σελ.358-362. Μεταξύ άλλων τονίζεται (σελ. 361-362): « Η Ορθόδοξη παράδοση παρουσιάζει ένα μεγάλο πλούτο συμβόλων και εικόνων μιας ενιαίας σύλληψης και αλληλεξάρτησης του κόσμου, ανθρώπων, φυτών, ζώων και της νεκρής ύλης. Πιστεύει στις ωδίνες αυτού όλου του κόσμου κατά τον απελευθερωτικό του αγώνα προς ένα νέο κόσμο αρμονικής συνύπαρξης όλων, μέσα στον καινό ουρανό και την καινή γη, όπου δικαιοσύνη κατοικεί (Β΄ Πέτρου 3, 13)»

 

[19] Η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης είναι από την έκδοση της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 1997 σε τελική επιμέλεια Β. Τσάκωνα και Μ. Κωνσταντίνου

[20] «…diÒti p©sa ¹ kt…sij ™k tÁj toà Øperkeimšnou ¢gaqoà metous…aj g…netai ¢gaq»….», Γρηγορίου Νύσσης, Προς Σιμπλίκιον, Περί Πίστεως 66. ΒΕΠΕΣ τ. 68, 185, 11-12

 

 

 

[21] «…Óti ¹ kt…sij Ðdhge‹tai par¦ toà pneÚmatoj, tÕ pneàma t¾n Ðdhg…an car…zetai….» Γρηγορίου Νύσσης Προς Σιμπλίκιον, Περί Πίστεως 66. ΒΕΠΕΣ τ. 68, 185, 14-15

 

[22] «…¹ kt…sij p©sa Ósh te a„sqht¾ kaˆ Ósh ¢sèmatoj tÁj qe…aj dun£meèj ™stin ¢potšlesma.» Γρηγορίου Νύσσης, Περί του Αγίου Πνεύματος. Κατά Μακεδονιανών των Πνευματομάχων.100. ΒΕΠΕΣ, τ.68,195,1-2

 

 

[23] «…™n Cristù kain¾ kt…sij tÍ ¢nast£sei ¢nakain…zhtai·» 'Epifan…ou ™piskÒpou KÚprou «LÒgoj e„j t¾n ¡g…an toà Cristoà ¢n£stasin». MPG 43,465

 

 

[24] «Kaˆ œstw ¹ mn kt…sij, e„kën kaˆ carakt¾r tÁj dhmiourgikÁj boul»sewj aÙtoà» Μ. Αθανασίου , Κατά Αρειανών, Λόγος Πρώτος , MPG  26, 149

 

 

 

[25] «`H mn g¦r kt…sij douleÚei, tÕ Pneàma ™leuqero‹· ¹ kt…sij zwÁj prosde»j ™sti, tÕ Pneàm£ ™sti tÕ zwopoioàn· ¹ kt…sij didaskal…aj de‹tai, tÕ Pneàm£ ™sti tÕ did£skon· ¹ kt…sij ¡gi£zetai, tÕ Pneàm£ ™sti tÕ ¡gi£zon.» Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολαί 159 (Ευπατερίω και τη θυγατρί). ΒΕΠΕΣ, τ. 55, 182, 27-30

 

[26] « TÍ g¦r mataiÒthti ¹ kt…sij Øpet£gh, oÙc ˜koàsa, ¢ll¦ di¦ tÕn Øpot£xanta. T… ™sti, TÍ mataiÒthti ¹ kt…sij Øpet£gh; Fqart¾ gšgone. T…noj ›neken kaˆ di¦ t…; Di¦ s tÕn ₯nqrwpon. 'Epeid¾ g¦r sîma œlabej qnhtÕn kaˆ paqhtÕn, kaˆ ¹ gÁ kat£ran ™dšxato kaˆ ¢k£nqaj ½negke kaˆ tribÒlouj» και « T… g¦r ¢lge‹j, ™pˆ to‹j peirasmo‹j; SÝ di¦ seautÕn p£sceij, ¹ kt…sij di¦ sš.». Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Ερμηνεία εις την προς Ρωμαίους επιστολή, MPG 60,530.

 

[27]  Βλ. και τη  «Διακήρυξη βασικών αρχών βιοηθικής βασισμένων στην Ορθόδοξη Παράδοση» στο Ενημερωτικό Δελτίο της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, τ. 5/2003 όπου μεταξύ άλλων ενδιαφερόντων, τονίζεται για το θέμα μας (σελ. 25): «Η παραγωγή, η χρήση και η απελευθέρωση στο περιβάλλον των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών και προϊόντων θα πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλες εγγυήσεις και να συνοδεύονται από μηχανισμούς ελέγχου, ούτως ώστε να αποφευχθεί βλάβη στην υγεία, στην ανθρώπινη ζωή ή στο περιβάλλον ως σύνολο. Τα γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα θα πρέπει να συνοδεύονται από σήμανση»