ΣΗΜΕΙΟΝ

 

ΟΨΕΙΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ 

ΤΟΥ 4ΟΥ αι. π.Χ.

(Ο λόγος του Δημοσθένη «Κατά Νεαίρας»)

(Πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΟΣ ΚΗΡΥΚΑΣ)

 

Γράφει ο Νίκος Παύλου

Ιστορικός

Ο αποδιδόμενος στον γνωστό ρήτορα Δημοσθένη «Λόγος κατά Νεαίρας», που εκφωνήθηκε περί το 340 π.Χ. αποκαλύπτει παθογένειες της αθηναϊκής δημοκρατίας του 4ου αι. π.Χ. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει το ίδιο το κείμενο, βασικό θέμα του είναι η αντιδικία αθηναίων πολιτών, του Απολλόδωρου και του Θεόμνηστου,  με το Στέφανο. Αιχμή του δόρατος των πρώτων, που είναι και οι κατήγοροι, είναι η καταγγελία εναντίον της Νεαίρας, εταίρας και συζύγου - όπως υποστηρίζουν - του δεύτερου.

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και το Θεόμνηστο η Νέαιρα, αν και μη πολίτης της Αθήνας, σφετερίστηκε τα δικαιώματα της Αθηναίας. Αναγνώρισε τα τέκνα της ως γνήσιους Αθηναίους πολίτες και η κόρη της, εταίρα και η ίδια, όπως λένε, συμμετείχε σε δημόσιες τελετουργίες της πόλης. Αν τα παραπάνω αποδεικνύονταν, τότε, σύμφωνα με τους νόμους, η Νέαιρα θα πωλούνταν ως δούλη, τα παιδιά της θα έχαναν τα δικαιώματα των πολιτών και ο Στέφανος θα αποβάλλονταν από τη δημόσια ζωή της πόλης.

Η αντιδικία, όπως φαίνεται, είχε πολιτικά κίνητρα. Ο Στέφανος ήταν οπαδός του Εύβουλου, αντίπαλου του Δημοσθένη, και είχε πετύχει την καταδίκη του Απολλόδωρου κατηγορώντας τον ότι είχε προτείνει παράνομο ψήφισμα. Για λόγους αντεκδίκησης ο Απολλόδωρος μαζί με το γαμπρό του Θεόφραστο, μετά από έρευνες μηνύουν τη Νέαιρα που συνδέονταν με το Στέφανο, και την κατηγορούν ότι, ενώ ήταν εταίρα και ξένη, είχε σφετεριστεί δικαιώματα που δεν της ανήκαν.

Ουσιαστικά ο λόγος «κατά Νεαίρας» φαίνεται να κινείται στο αντιθετικό σχήμα «Πολίτης»-«Μη Πολίτης», που φαίνεται να έχει πρωτεύοντα ρόλο στο πράγματα της πόλης της Αθήνας κατά τον 4° αι. π.Χ. Είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Αττικής χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες πολίτες, μέτοικοι, δούλοι. Με νόμο του Περικλή Αθηναίος πολίτης θεωρούνταν εκείνος του οποίου και οι δύο γονείς ήταν γνήσιοι Αθηναίοι. Εκείνο βέβαια που πρέπει να τονιστεί, και έχει σχέση με το θέμα μας, είναι πως ο καθένας που κατοικούσε στην Αθήνα, άσχετα από την κοινωνική του κατάσταση, μπορούσε να λάβει μέρος στις τελετουργίες της πόλης και να επικαλεστεί τους θεούς. Υπήρχαν όμως και τελετουργίες με δημόσιο-επίσημο χαρακτήρα που αποσκοπούσαν στην ευημερία της πόλης στις οποίες οι  μη πολίτες δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος.  Υπήρχαν δηλαδή διαχωριστικά νομικά πλαίσια στα οποία άλλωστε στηρίχτηκαν οι κατήγοροι του Στέφανου και κατηγόρησαν την κόρη της Νέαιρας πως έλαβε μέρος σε μία τέτοια τελετουργία, στη γιορτή των Ανθεστηρίων. Ήταν αδιανόητο μία κόρη ξένης, άρα μη Αθηναία πολίτης, να λάβει μέρος σε τελετές που απέβλεπαν στο καλό της πόλης. Δεν είχε αυτό το δικαίωμα γιατί η συγκεκριμένη τελετουργία δεν είχε ιδιωτική -προσωπική χροιά, που επικεντρώνονταν στην επίκληση του θεού, αλλά ήταν δημόσιο έργο που αφορούσε μόνο την πόλη και τους πολίτες της. Το επίχρισμα δηλ. της τελετουργίας μπορεί να ήταν θρησκευτικό, στην ουσία όμως, οι σκοποί της ήταν πολιτικοί. Υπήρχε δηλαδή σύζευξη θρησκευτικών τελετουργιών με την οργανωμένη αρχή της Πολιτείας που έχει ως σκοπό την προκοπή της δεύτερης και την ευημερία της. Με αυτό τον τρόπο το ιερό αποκτούσε έναν καθοριστικό ρόλο για την πόλη.

Ο λόγος λοιπόν του Δημοσθένη(;) «Κατά Νεαίρας» φανερώνει μία σημαντική πτυχή της σχέσης των αθηναίων γυναικών με το ιερό: Μπορούν να είναι μεσάζοντες, μεταξύ του θείου και της πόλης, και να συμβάλλουν έτσι στην ανάπτυξη της, μιας και χάρη στη συμμετοχή τους, θα βοηθήσουν και αυτές, ως πολίτιδες και ευσεβείς, ώστε ο θεός να είναι με το μέρος της πατρίδας τους. Αποκτούσαν έτσι μία θρησκευτική και πολιτική αποστολή. Αν λοιπόν μία ξένη επιχειρούσε να λάβει μέρος σε δημόσιες τελετές θεωρούνταν πως έτσι έβλαπτε την πόλη και έπρεπε να τιμωρηθεί.

Το κατηγορητήριο κατά του Στέφανου επικεντρώνεται στο γεγονός, όπως έχει τονιστεί, ότι και η Νέαιρα και η Φανώ ήταν εταίρες και ξένες. Ο Απολλόδωρος και ο Θεόμνηστος έχουν τα επιχειρήματα τους: Η Νέαιρα αγοράστηκε από τη Νικαρέτη, οπότε δεν ήταν Αθηναία, αλλά σκλάβα. Όσο για τη Φανώ, αυτή δεν ήταν κόρη του Στέφανου, όπως απέδειξαν οι έρευνες του Φράστορα, αλλά της Νέαιρας, ήταν δηλ. «ξένης θυγατέρα». Αυτό το γεγονός μάλιστα ήταν η αφορμή για να τη διώξει από το σπίτι του,

Γι' αυτούς τους λόγους και οι δύο γυναίκες δε μπορούσαν να συμμετέχουν στη δημόσια λατρεία που αποσκοπούσε στο συμφέρον της πόλης. Η Φανώ λοιπόν διέπραξε ανοσιούργημα, έβαλε σε κίνδυνο το συμφέρον της πόλης, μιας και μπορούσε να γίνει αιτία να χαθεί η εύνοια του θεού, και έπρεπε να τιμωρηθεί γι' αυτό μαζί με τους συνενόχους της Στέφανο και Νέαιρα.

Βεβαίως δε χρειάζεται να τονιστεί ότι οι δύο γυναίκες είναι τα εξιλαστήρια θύματα της ιστορίας. Στόχος των κατηγόρων δεν ήταν αυτές αλλά ο Στέφανος, ο πολιτικός αντίπαλος τους.

Στην ιστορία τους, όπως φαίνεται, αποτυπώνονται παθολογίες της Αθηναϊκής δημοκρατίας: εύκολοι στόχοι γίνονται άτομα που δε μπορούσαν, εξαιτίας των συνθηκών και της κατάστασης τους, να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, ενώ γίνονται και αφορμή για να εκδηλωθούν κατηγορίες εις βάρος τους από τους πολίτες της Αθήνας.

Το ζήτημα που πρέπει λοιπόν να προβληματίσει είναι πως οι δύο γυναίκες έπρεπε να αποκλειστούν από τη γιορτή των Ανθεστηρίων εξαιτίας της κοινωνικής κατάστασης που βίωναν.

Επομένως, εκείνο που πρέπει να τονιστεί τελειώνοντας, είναι ότι οι διακρίσεις σε βάρος των γυναικών δεν πρέπει πάντα να ερμηνεύονται με γνώμονα την άνιση αντιμετώπιση των δύο φύλων, αλλά με τη θέση στην οποία το κάθε κοινωνικό σχήμα έχει τοποθετήσει το άτομο, ανεξάρτητα αν αυτό είναι γυναίκα ή άνδρας.